ΙΣΤΟΡΙΑ

Ακατανόητες αφηγήσεις

Με πήραν φαντάρο το Μάρτη του 1971. Χούντα! Ο πατέρας μου ήταν χαρακτηρισμένος, κι έτσι βρέθηκα σε τάγμα ανεπιθυμήτων, στα Γιάννενα. Πάω, τι να σου πω… μαυρίλα. Έπηξα!

Είδα ότι δεν έβγαινε καλά και έσπαγα το κεφάλι μου, τι να κάνω. Ξαφνικά, μούρθε μια ιδέα: Θυμήθηκα ότι κάθε πρωτοχρονιά ο πατέρας μου λάβαινε μια κάρτα με ευχές, από έναν αξιωματικό. «Ο λοχαγός μου στην Αλβανία» μας έλεγε.

Πιάνω και γράφω τα σχετικά στον πατέρα μου (τότε, που τηλέφωνα;) ειδοποιεί αυτός τον αξιωματικό (χούντα, λέμε) και – θαύμα!- σε λίγες μέρες έρχεται διαταγή μετάθεσης εκεί που ήθελα, στη Θεσσαλονίκη!

Τρελάθηκα! Τρελάθηκαν και οι καραβανάδες στη μονάδα, που με είχαν στο τρέξιμο. «Ποιόν έχεις, ρε, και έκανες την πάπια;». Εξακολούθησα να κάνω την πάπια – δεν ήταν καιρός για πολλά- πολλά.

Μετά από πολύ καιρό, όταν συναντήθηκα με τον πατέρα μου, έμαθα τις λεπτομέρειες.

Ξεκινάει που λες ο γέρος και πάει να βρει το δικό του, με βάση ό,τι έγραφε ο φάκελος της τελευταίας κάρτας που είχε λάβει. Πάει δηλαδή στο Τρίτο Σώμα Στρατού, στη Θεσσαλονίκη.

Ξέρεις ότι το χωριό μας είναι το Στρατώνι της Χαλκιδικής. Τότε, για να φτάσεις στη Θεσσαλονίκη ήθελες μια μέρα ταξίδι, δεν υπήρχαν οι δρόμοι που έφτιαξε το ΠΑΣΟΚ… καλά ντε, ένα αστείο είπαμε…

Φτάνει στην πύλη, τον σταματάει ο αλφαμίτης.

«Τι θέλεις, εσύ;»

«Θέλω να δω τον κύριο Πολυμενάκο»

Ο αλφαμίτης τεντώθηκε.

«Το στρατηγό;»

«Ναι»

«Έχεις ραντεβού;»

«Όχι, αλλά με ξέρει»

Έδειχνε αποφασισμένος, ο αλφαμίτης πήρε τηλέφωνο – εκείνο, που γύριζες μια μανιβέλα – και μίλησε με κάποιον στα ενδότερα.

«Περίμενε!»

Σε λίγα λεπτά κουδούνισε το τηλέφωνο της πύλης. Ο αλφαμίτης είπε στον παππού:

«Περάστε, κύριε. Θα πάτε ίσια σε κείνο το ψηλό κτήριο με τη σημαία»

Ο πατέρας μου προχώρησε προς τα κει που τούδειξε ο φαντάρος. Δεν είχε κάνει δέκα βήματα και βλέπει δυο αξιωματικούς, λοχαγούς, να καταφθάνουν φουριόζοι.

«Ο κύριος Στεργιάδης;»

«Μάλιστα»

«Ακολουθήστε μας, παρακαλώ. Ο στρατηγός σας περιμένει»

Τους ακολούθησε, έφτασαν στα γραφεία, πέρασαν από την κεντρική είσοδο – στρωμένα χαλιά, πολυτέλειες, έφτασαν έξω από μια πόρτα. Ο φαντάρος που στεκόταν εκεί, μόλις πλησίασαν, παρουσίασε όπλα.

Ο ένας από τους δυο λοχαγούς χτύπησε την πόρτα. Άκουσε το «εμπρός» και άνοιξε. Οι δυο μπήκαν μέσα, τράβηξαν προσοχή και στάθηκαν κλαρίνο.

Ο υποστράτηγος καθόταν στο γραφείο του. Σήκωσε το βλέμμα και μόλις είδε τον επισκέπτη τινάχτηκε σαν ελατήριο από την πολυθρόνα του.

«Στεργιάδη, εσύ;»

«Κύριε λοχαγέ…»

Έσμιξαν στη μέση του γραφείου, αγκαλιάστηκαν και άρχισαν να κλαίνε σα μικρά παιδιά. Ο μεγάλος αξιωματικός της χούντας, σωματάρχης στο Τρίτο Σώμα Στρατού – και ο χαρακτηρισμένος αριστερός μουλαράς από το Στρατώνι.

Ο υποστράτηγος έγνεψε, οι δυο λοχαγοί χαιρέτησαν και βγήκαν.

Όταν συνήλθαν από τη συγκίνηση της συνάντησης άρχισαν να θυμούνται – μία ο ένας και μία ο άλλος.

Ο «λόχος» τους ήταν μια ενισχυμένη διμοιρία ημιονηγών, με επικεφαλής το νεαρό υπολοχαγό, που ο πατέρας μου τον έλεγε τότε και τώρα λοχαγό – καθώς φαίνεται δεν είπε ποτέ το βαθμό του σωστά.

Κουβαλούσαν με τα μουλάρια πυρομαχικά και τρόφιμα στις μονάδες προκαλύψεως – και ήταν, φυσικά, πρώτος στόχος για την αεροπορία των Ιταλών, που τους χτυπούσαν όπου τους πετύχαιναν και τους θέριζαν.

Μια φορά ήταν να περάσουν ένα φουσκωμένο ποτάμι. Τα πρώτα μουλάρια, όπως ήταν βαρυφορτωμένα, πάλευαν με το ρέμα. Ο πατέρας μου έβαλε τις φωνές:

«Χάνουμε τα ζώα! Κύριε λοχαγέ, να κόψω τους ιμάντες!»

«Όχι! Θα περάσουν!»

«Θα πνιγούν!»

Ο πατέρας μου όρμησε στο νερό. Έφτασε στο πρώτο μουλάρι, τράβηξε το μαχαίρι και άρχισε με φούρια να κόβει τη δερμάτινη ίγκλα.

«Στεργιάδης!»

Γύρισε και είδε τον υπολοχαγό να τον σημαδεύει με το περίστροφο. Οι ματιές τους διασταυρώθηκαν, για λίγα, ατελείωτα δευτερόλεπτα.

«Άστο, γιατί θα ρίξω!»

«Ρίξε» απάντησε ήσυχα ο μουλαράς και έσκυψε πάλι στη δουλειά του.

Ο υπολοχαγός δεν έριξε.

Μια άλλη φορά χιόνιζε πολύ και η πείνα είχε ζώσει για τα καλά τη διμοιρία. Δυο μέρες νηστικοί και λόγω καιρού δε μπορούσαν να κινηθούν προς τις μονάδες εφοδιασμού.

Μόλις έπεσε το σκοτάδι, ο πατέρας μου έφυγε προς τα μπρος, προς τις θέσεις των Ιταλών, χωρίς να ειδοποιήσει κανέναν. Πριν ξημερώσει, επέστρεψε. Βρεγμένος -χιονισμένος, με ένα σακίδιο γεμάτο ιταλικές κονσέρβες.

«Φάτε!»

Ο υπολοχαγός τον κατσάδιασε άγρια και τον φοβέρισε με στρατοδικείο – αλλά μέσα του γελούσε.

Η διμοιρία ανανεωνόταν συνέχεια – πολλοί νεκροί και τραυματίες. Στο τέλος, από τους παλιούς έμειναν τρεις: ο υπολοχαγός, ένας ηπειρώτης και ο πατέρας μου.

Στο Τρίτο Σώμα τώρα, άρχισε το προσκλητήριο των απόντων.

«Θυμάσαι τον τάδε, τον τάδε…»

«Θυμάμαι, κύριε λοχαγέ…»

Θυμόντουσαν – και κάθε τρεις και λίγο τους έπαιρναν τα κλάματα.

Πέρασαν έτσι πάνω από δυο ώρες. Κάποια στιγμή, λέει ο στρατηγός:

«Καλά ρε Στεργιάδη, γιατί ήρθες να με βρεις;»

Ο πατέρας μου τον κοίταξε για λίγο ξαφνιασμένος. Μετά, θυμήθηκε.

«Ξέρεις, κύριε λοχαγέ, έχω ένα γιο που υπηρετεί…»

Έτσι πήρα τη μετάθεση, από το τάγμα ανεπιθυμήτων στα Γιάννενα, στο τρίτο Σώμα Στρατού.

*Από το εξαιρετικό σάιτ του Πάνου Ζέρβα  και στο Facebook: Panos Zervas


 

Παρόμοια Άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button