Τσιόδρας: Η καμπύλη της επιδημίας στην Ελλάδα δείχνει σαν να έχει βάλει κάποιο φρένο
Τουλάχιστον οκτώ με δέκα χιλιάδες είναι όσοι έχουν μολυνθεί αυτή τη στιγμή στη χώρα μας από τον κορονοϊό. Οι αριθμοί αυτοί προκύπτουν από τα μαθηματικά μοντέλα που συνεχίζουμε να παρακολουθούμε για την διασπορά του ιού στη χώρα μας ανέφερε στην αποψινή ενημέρωσή του ο λοιμωξιολόγος Σωτήρης Τσιόδρας.
«Η καμπύλη της επιδημίας στην Ελλάδα δείχνει σαν να έχει βάλει κάποιο φρένο χαίρομαι που δεν βλέπω αυτή τη δραματική αύξηση, αγοράσαμε χρόνο, μακάρι να αγοράσουμε κι άλλο χρόνο, δεν μπορώ να πω ότι έχει μειωθεί, αλλά ούτε και ότι έχει αυξηθεί δραματικά» είπε ο Σωτήρης Τσιόδρας απαντώντας σε ερώτηση του Αθηναϊκού – Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων.
«Ο αριθμός των σοβαρών περιπτώσεων που είναι το προϊόν από τα δύο άγνωστα μεγέθη, δηλαδή του πόσοι έχουν μολυνθεί ή νοσούν σοβαρά ή πεθαίνουν. Αυτός ο αριθμός γνωρίζουμε ότι αυξάνει δραματικά αν επιτρέψουμε στη νέα λοίμωξη να εξαπλωθεί», ανέφερε και είπε με έμφαση ότι αυτό το ξέρουμε με σιγουριά και αυτή τη στιγμή είναι πολύ σημαντικό να μην επιβαρυνθεί περισσότερο απ όσο αντέχει το σύστημα υγείας. «Είναι πιο σημαντικό οι ασθενείς που νοσούν ελαφρά, να απομονώνονται παρά να ελέγχονται» γιατί χωρίς μέτρα έλεγχου ο αριθμός των κρουσμάτων θα αυξάνεται δραματικά έως ότου μολυνθεί το 50% του πληθυσμού. Ακόμα και σε χώρες με πολύ καλό σύστημα αυτό δεν έχει συμβεί πρόσθεσε.Για κάθε ένα ασυμπτωματικό ασθενή υπάρχει τουλάχιστον ένας ασυμπτωματικός ή ένας με ελαφρά συμπτώματα. Γι αυτό είναι σημαντικό μέτρο ο περιορισμός των επαφών. Τα μέτρα δεν πρέπει να χαλαρώσουν γιατί η μετάδοση θα αυξηθεί με μαθηματική ακρίβεια όπως και ο αριθμός των νέων κρουσμάτων της νόσου» τόνισε.
Τα νέα στοιχεία
Ο κ. Τσιόδρας αναφερόμενος στα αριθμητικά δεδομένα εξέλιξης της επιδημία ανέφερε ότι το τελευταίο 24ωρο επιβεβαιώθηκαν 71 νέα κρούσματα, ανεβάζοντας το συνολικό αριθμό των κρουσμάτων στην Ελλάδα στα 695. Τα κρούσματα καταγράφηκαν κυρίως στην Αττική, αλλά κατανέμονται πλέον σε 28 γεωγραφικές ενότητες της χώρας. Το 56% αφορά άντρες. Από το σύνολο των θετικών στον κορονοϊό, 114 νοσηλεύονται στα νοσοκομεία εκ των οποίων 35 σε ΜΕΘ, οι 34 άνδρες και μόλις μόνο μια γυναίκα. Ο μέσος όρος ηλικίας όσο νοσηλεύονται σε ΜΕΘ είναι τα 68 έτη. Μέχρι σήμερα 17 άνθρωποι, 14 άντρες και τρεις γυναίκες με μέσο όρο ηλικίας τα 76 έτη, έχουν καταλήξει από επιπλοκές του κορονοϊού. Οι περισσότεροι είχαν κι άλλα υποκείμενα νοσήματα.Τα καλά νέα είναι ότι 29 ασθενείς έχουν πάρει εξιτήριο από τα νοσοκομεία αναφοράς.
Πολλά άγνωστα για τον νέο ιό
Ο κ. Τσιόδρας είπε ακόμα ότι υπάρχουν πολλά που δε γνωρίζουμε για το νέο ιό, αλλά συνεχίζεται η παρατήρηση του με εντατικούς ρυθμούς σε διεθνές επίπεδο. Σε ερώτηση για τα άλλα πιθανά συμπτώματα πέραν του πυρετού και το βήχα που μπορεί να εμφανίζονται στην αρχή της λοίμωξης με κορονοϊό, τόνισε ότι υπάρχουν νεότερα επιστημονικά δεδομένα που δείχνουν ότι κάποιοι από αυτούς που μολύνονται με τον ιό, μπορεί να έχουν γαστρεντερικά προβλήματα. «Αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο το γνωρίζουμε για τους κορονοϊούς, Αυτό που μας εκπλήσσει είναι η απώλεια όσφρησης που φαίνεται ότι καταγράφεται σε κάποιους».
Αναφερόμενος στην θεραπεία είπε ότι ήδη έχουν δοθεί οι κατευθυντήριες γραμμές από την ελληνική εταιρεία λοιμώξεων στους γιατρούς για το πως θα χρησιμοποιούν τα φάρμακα στους ασθενείς με κορονοϊό. Σε άλλη ερώτηση για το αν η χορήγηση των φαρμάκων στο πρώτο 48ωρο μπορεί να βοηθήσει τους ασθενείς να μην νοσήσουν βαριά, είπε ότι αυτό αποτελεί ένα από τα μεγάλα άγνωστα στοιχεία του ιού και της αντιμετώπισης του και κατέληξε ότι είναι σημαντικό για τους ασθενείς που νοσούν βαριά να θεραπεύονται όσο γίνεται πιο σωστά και άμεσα.
Ο κ. Τσιόδρας επίσης αναφέρθηκε σε μία μεγάλη μελέτη που κάνει ο παγκόσμιος οργανισμός υγείας την «αλληλεγγύη» με τέσσερα διαφορετικά είδη θεραπειών, την συνδυαστική με δύο φάρμακα, ένα νέο φάρμακο που χρησιμοποιείται για τον ιό Έμπολα και την χλωροκίνη. Όπως εξήγησε, με βάση τα διεθνή στοιχεία το 50% των διασωληνωμένων, καταφέρνουν να βγουν από την μηχανική υποστήριξη και να βελτιώσουν σημαντικά την κατάσταση της υγείας τους και συμπλήρωσε πως «έχουμε δει ασθενείς και στη χώρα μας που με τις θεραπείες βελτιώθηκαν και οριακά απέφυγαν την διασωλήνωση».