Το “πράσινο της πόλης” στο Δημοτικό Συμβούλιο Χαϊδαρίου
γράφει ο Στέλιος Σούλιος, Οικονομολόγος – Δασοπόνος MSc, διευθυντής Διομήδειου Βοτανικού Κήπου
Η πρόθεση κατάρτισης ενός συνολικού σχεδιασμού για την διαχείριση του αστικού πράσινου, όταν μάλιστα αυτή συζητείται και σε επίπεδο Δημοτικού Συμβουλίου (22 Δεκεμβρίου), πρέπει να θεωρηθεί θετική.
Σημαντική άλλοτε στην φυσιογνωμία της πόλης η ύπαρξή του, σήμερα -τουλάχιστον στον οικιστικό ιστό- έχει περιορισθεί σε μεγάλο βαθμό. Η αναπόφευκτη αστική ανάπτυξη μείωσε δραματικά τις κάποτε υπάρχουσες πυκνές συστάδες πεύκων που υπήρχαν στο Χαϊδάρι και η επέκταση των σχεδίων πόλης αφαίρεσε τμήματα περιαστικού εδάφους που θα μπορούσε να δασωθεί.
Ως θετικό αντιστάθμισμα, οι αναδασωτικές προσπάθειες του τέλους της δεκαετίας του ’70 και οι κατοπινές συμπληρωματικές φυτεύσεις έχουν αποδώσει καρπούς στα περιαστικά δάση, με αποτέλεσμα την σημαντική αύξηση της δασοκάλυψης, με μόνο κίνδυνο επαναφοράς στην προηγούμενη κατάσταση αυτόν της πυρκαγιάς.
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί ότι το Ποικίλο Όρος της μεταπολεμικής περιόδου εντασσόταν στα μεσογειακά ερημοποιημένα τοπία, μετά από την καταστροφή που υπέστη κατά την διάρκεια της Κατοχής. Στους φίλους αναγνώστες προτείνεται να ανατρέξουν στην έκθεση του Κωνσταντίνου Δοξιάδη, μεταπολεμικού Υπουργού Ανασυγκρότησης, ο οποίος με “ανατριχιαστική ακρίβεια” αποτίμησε την καταστροφική εκείνη περίοδο και για τον δασικό πλούτο της χώρας, αναφέροντας ότι ειδικά η Αττική απώλεσε το 75% των δασών της.
Εκεί που υπάρχει πραγματική αδυναμία είναι στην αποκρυστάλλωση μιας στρατηγικής για την εφαρμογή των αρχών της δασοκομίας πόλεων, μιας και σημαντικός αριθμός μεγάλων δέντρων, κυρίως πεύκων, αρκετών εξ αυτών στην ώριμη ηλικία (κατωτέρω θα εξηγηθεί), εξακολουθεί να διασώζεται τόσο σε δημόσιους χώρους της πόλης όσο και σε ιδιωτικούς. Βέβαια δεν πρέπει να παραλείψουμε τον γνωστό “πευκόδρομο” της Καραϊσκάκη, σήμα κατατεθέν της πόλης.
Αν και έχουν γραφτεί πολλά, ένα βασικό ερώτημα είναι αν αυτά τα δέντρα αποτελούν πρόβλημα ή όχι. Για κάποια η κατάσταση που δημιουργήθηκε στο πέρασμα των χρόνων από τις ανθρώπινες παρεμβάσεις και δραστηριότητες (μερική αφαίρεση ριζικού συστήματος, άστοχες κλαδεύσεις και πληγώσεις, στρεβλώσεις της κόμης για την εξεύρεση φωτός λόγω των κτιρίων της πόλης), η σημερινή κατάσταση είναι δύσκολη. Όμως κατηγορηματικά πρέπει να πούμε ότι σχεδόν στο σύνολό τους με σωστή διαχείριση θα μπορούσαν να διασωθούν και να εξακολουθούν να υπάρχουν για πολλά ακόμα χρόνια, αναβαθμίζοντας περιβαλλοντικά και αισθητικά την πόλη.
Εξηγούμαστε: Η χαλέπιος πεύκη ξεπερνά σε ηλικία τα 200 χρόνια (μεμονωμένα δέντρα ή αραιές συστάδες). Πολλά από αυτά βρίσκονται σήμερα μέσα στον οικιστικό ιστό γνωστών πόλεων και ιστορικών κέντρων και διατηρούνται με (περιβαλλοντική) περηφάνια από τους διαχειριστές τους.
Βρίσκονται επίσης στον περίγυρο πολλών χώρων και σημείων αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος κοσμώντας τους. Σε κάποιες περιπτώσεις έχει ενισχυθεί η ευστάθειά τους σε κάθε περίπτωση όμως διατηρούνται ως αναπόσπαστο τμήμα της σημαντικότητας του τοπίου.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, επομένως, δεν υπάρχει αδιέξοδο. Το πέρασμα σε μια άλλη μορφή διαχείρισης είναι απαραίτητο, χωρίς φυσικά να αγνοείται η ασφάλεια των ανθρώπων.