ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣΤΕΧΝΗ

“Οιωνοσκόπος” – του Νίκου Ψαρινόπουλου

Διήγημα

Μέτρησε τα ψιλά, περίσσευαν να αγοράσει καπνό για στριφτά. Φιλτράκια και χαρτάκια είχε πάντα απόθεμα. Τ’ αγόραζε χύμα από την λαϊκή που είχε κάθε Παρασκευή, λίγο παρακάτω από το σπίτι του.  Φόρεσε  μια φόρμα και αθλητικά παπούτσια, έβαλε την πάνινη μάσκα στην κωλότσεπη και πετάχτηκε μέχρι το περίπτερο. Περίσσευαν  και ογδόντα λεπτά για ψωμί.

Βολτάρισε ένα γύρω στη γειτονιά. Συνήθιζε να ακολουθεί το ίδιο δρομολόγιο με μικρές παραλλαγές. Ήταν μέρος της  καθημερινής του τελετουργίας. Προσπέρασε αδιάφορος τις ομοιόμορφες  πολυκατοικίες της δεκαετίας του 70 και του 80, με στραμμένη την  προσοχή του στα επουράνια. Σήκωσε  τα μάτια του ψηλά για να παρατηρήσει τα πετούμενα. Τα πτηνά πετούν ψηλά και βλέπουν καλύτερα από τους ανθρώπους αυτά που συμβαίνουν στη γη. Μεταξύ ουρανού και γης αντιλαμβάνονται πρώτα τα μελλούμενα. Είναι γνωστό ότι τα χελιδόνια μας  προμηνύουν  την άνοιξη. Αλλά και τα  περιστέρια και οι δεκοχτούρες με την συμπεριφορά τους μας προειδοποιούν για  τον ερχομό της καταιγίδας. Πρόσεχε τα πάντα, το πέταγμα και τα κρωξίματά τους, αν ανεβαίνουν ψηλά ή αν κουρνιάζουν στα χαμηλά. Τα αρχαία χρόνια, τα πετούμενα   θεωρούνταν   ταχυδρόμοι του υπερφυσικού που μεταφέρουν μηνύματα, αρκεί να υπάρχει ο κατάλληλος που θα τα  ερμηνεύσει ορθά.

Στην γωνία Απελπισίας και Λάχεσης, έξω από το φούρνο, έκανε στάση για ψωμί. Οι πελάτες  σχημάτιζαν ουρές, υπακούοντας  στωικά στην ταμπέλα «Μέχρι δύο άτομα στο Κατάστημα». Νυχάδικα, κομμωτήρια, καφετέριες, και ψησταριές είχαν πλέον μετονομαστεί σε «Εισέρχεσθε με μάσκα». Ξαφνιάστηκε με  μια μεσήλικη που μίλαγε δυνατά στο κινητό της. Κάποιον αποκαλούσε «Καημένε και Ασήμαντε». Προσπέρασε βιαστικά και έστριψε σε  ένα στενό. Ο περίπατος του κατέληγε  πάντα σε ένα απόμερο και κάπως σκοτεινό, τριγωνικό παρκάκι με δυο παγκάκια και κάδους σκουπιδιών στην γωνία. Κάθισε και παρακολούθησε με ενδιαφέρον κάτι αδέσποτες γάτες σκαρφαλωμένες  στους κάδους που έψαχναν για τίποτε φαγώσιμο. Ανήσυχες του έριχναν κλεφτές ματιές. Τις θαύμασε για την επιδεξιότητα τους, τις ελαστικές τους κινήσεις αλλά και για την ολιγάρκεια τους. Μόλις εντόπισαν μια αδειανή κονσέρβα με κάποια υπολείμματα φαγητού την πέταξαν στην άσφαλτο και πηδώντας πίσω της, με τη χάρη του αιλουροειδούς, άρχισαν να γλύφουν ήσυχα ό,τι απέμεινε.

Έστριψε τσιγάρο με το πάσο του. Δεν εργάζονταν τα πρωινά. Δεύτερη φορά άνεργος, όπως τότε  με την κρίση και τα μνημόνια. Ωστόσο, η πανδημία τον βρήκε απροετοίμαστο, αιφνιδιάστηκε. Άντε τώρα να προβλέψει κάποιος, ακόμη και καλά πληροφορημένος στα οικονομικά, ότι ένα αόρατος ιός καμία δεκαριά χιλιάδες φορές μικρότερος από ένα χιλιοστό θα προξενούσε τέτοια ζημιά. Η κατάσταση έμοιαζε  με φάρσα, σαν αυτά τα κουτιά  που τα ανοίγεις και ξεπετάγεται αναπάντεχα το  κεφάλι ενός κλόουν που σου  βγάζει κοροϊδευτικά τη γλώσσα.

Τον καιρό της ανεργίας, το προποτζίδικο της γειτονιάς ήταν μια κάποια απασχόληση. Στην αρχή για να σκοτώνει τον χρόνο του. Αργότερα έγινε η καθημερινότητά του. Τηλεόραση με αθλητικά και ιππόδρομο, καφεδάκι στο θερμός, στυλό, σημειωματάριο και συστηματική μελέτη. Η μεγάλη  του αδυναμία ήταν τα άλογα. Αριστοκρατικό παιχνίδι ο Ιππόδρομος, βασιλείς και ευγενείς το λάτρευαν.

Ο Μαριμπού, η Σελάνα, ο Ναβουχοδονόσωρ ήταν τα αγαπημένα του. Κάπου – κάπου έβγαζε και κάποιο κέρδος, ειδικά όταν στοιχημάτιζε φορκάστ. Ο ιππόδρομος παράκμασε όταν έφυγε από το Φάληρο. Οι πραγματικοί φίλιπποι, αιμοδότες του ευγενούς αυτού σπορ,  λιγοστέψαν λόγω της απόστασης. Προσπάθησε να παρακολουθήσει ιπποδρομιακούς  αγώνες από την τηλεόραση του προποτζίδικου, αλλά του ήταν αδύνατο.

Στο προποτζίδικο γνώρισε και άλλους ομοιοπαθείς. Χαμηλοσυνταξιούχοι παλιοί συμμαθητές και άνεργοι είχαν μεταβληθεί σε μανιώδεις παίκτες. Οι πρωινοί πελάτες  ήταν σταθεροί και φανατικοί θαμώνες, σε αντίθεση με τους απογευματινούς που ήταν περαστικοί και βιαστικοί.

Κάποιοι στόχευαν στο μεγάλο κέρδος, άλλοι πάλι στο μεροκάματο. Αυτοί που κυνηγούσανε τα πολλά ήταν διαφορετικοί. Λιγομίλητοι, κάπως κλειστοί, άκουγαν χωρίς να μιλούν. Σαν το σώμα τους να ήταν εκεί και ο νους τους αλλού. Αν πρόσεχες το βλέμμα τους καταλάβαινες ότι δεν ήταν του κόσμου τούτου. Αθεράπευτα ρομαντικοί και αφοσιωμένοι πιστοί της θεάς Τύχης, σιωπηλοί συνομιλούσαν μονάχα με τον εαυτό τους. Οι άλλοι, οι πιο μεθοδικοί ήταν οπαδοί της αναλυτικής σκέψης. Ανέλυαν εμβριθώς την  τακτική και την στρατηγική των ποδοσφαιρικών ομάδων. Ανέλυαν πιθανότητες και ποσοστά κέρδους. Σχολίαζαν ποδοσφαιρικές φάσεις, μελετούσαν την ιστορία των παιχνιδιών και διέθεταν αξιοθαύμαστες γνώσεις για το αγγλικό, το γαλλικό και το ισπανικό ποδόσφαιρο. Ειδήμονες που γνώριζαν ακόμη και το παρασκήνιο, αυτούς που κινούσαν τα νήματα, τους αθέατους πρωταγωνιστές και τις αόρατες δυνάμεις. Τον Τίμιο Μάκη, τον Κοκαλιάρη και άλλους παρόμοιους που έστηναν τα παιχνίδια στο φτερό. Ξεψάχνιζαν πυρετωδώς τις αθλητικές εφημερίδες ψάχνοντας για ειδήσεις και ευκαιρίες που θα τους απέφεραν κέρδος. Παίχτες θαυμαστοί, που κονταροχτυπιόντουσαν μεταξύ τους για την πρόγνωση των ποδοσφαιρικών παιχνιδιών μεταχειριζόμενοι όλες τις τεχνικές της διαλεκτικής και της ρητορικής τέχνης.

Όσο η σκέψη του έτρεχε στα περασμένα, πλησίασε τους κάδους ένας ηλικιωμένος που τσούλαγε ένα καρότσι από σούπερ μάρκετ. Ο ηλικιωμένος πλεύρισε τους κάδους με το καροτσάκι του και άρχισε να παρατηρεί το περιεχόμενό τους με προσοχή. Παλιά ντενεκεδάκια, χαρτόκουτα, ρούχα, παπούτσια, σπασμένα παιχνίδια, απομεινάρια άφρονος καταναλωτισμού ήταν αυτά που κυρίως κέντριζαν το ενδιαφέρον του. Τα τράβαγε έξω με μια ίδιο-κατασκευή που έμοιαζε με καμάκι. Μια μεταλλική κρεμάστρα δεμένη γερά με σύρμα σε ένα σκουπόξυλο. Πατέντα ολκής που σου επέτρεπε να ψάχνεις στον βυθό του κάδου για κάτι χρήσιμο, χωρίς να λερώνεσαι. Γάντζωνε διάφορα αντικείμενα που του γυάλιζαν. Τα εξέταζε προσεκτικά και ό,τι άξιζε το έβαζε μέσα στο καροτσάκι. Αθέλητα, αισθάνθηκε ότι ο ηλικιωμένος και οι τις γάτες στον κάδο απορριμμάτων είχαν κάποια σχέση.

Λόγω της πανδημίας ελάχιστοι παρέμεναν πλέον εντός του προποτζίδικου και αυτοί μόνο με μάσκα και σιωπηλοί. Εξαφανίστηκαν και οι πρωινοί αναλυτές και η καθημερινή του  ενημέρωση κόπηκε μαχαίρι. Και αυτός προμηθεύονταν μερικά κενά δελτία  και έφευγε βιαστικά. Το τριγωνικό παρκάκι της γειτονιάς του ήταν απόμερο και ήσυχο, ό,τι πρέπει για πνευματική εργασία.

Καθόταν μονάχος στο παγκάκι και μελετούσε τα ποδοσφαιρικά παιχνίδια. Χρησιμοποιούσε  μια δική του μέθοδο συμπλήρωσης των κενών δελτίων αξιοποιώντας και τις δύο μεγάλες παραδόσεις που είχαν επινοηθεί απ’ αρχής κόσμου για να προβλέπουν το αόριστο μέλλον. Δηλαδή, την αναλυτική σκέψη αλλά και την μαντική τέχνη. Με την βοήθεια του διαδικτύου έψαχνε όλα τα στοιχεία που θα τον οδηγούσαν σε κάποιο ασφαλές συμπέρασμα για την πρόγνωση των αποτελεσμάτων των αγώνων. Παράλληλα, παρατηρούσε τα σημάδια όπως και οι αρχαίοι μάγοι. Τα πετούμενα, οι γάτες, κάποιος περαστικός  συσχετίζονταν, κατά τρόπο μυστηριώδη και ακατάληπτο με την δική του παρουσία και τις επιδιώξεις του. Ψυχανεμιζότανε πως η θεά Τύχη, κόρη του Ερμή και της Αφροδίτης, άφηνε κρυπτογραφημένα μηνύματα που αποζητούσαν κάποιον  με ασκημένη παρατηρητικότητα και κληρονομικό χάρισμα για να  τα αποκωδικοποιήσει. Και αυτός άφηνε το πνεύμα του να αιωρείται παρατηρώντας τα πάντα και τίποτα μέχρις ότου η προαίσθηση του να δημιουργήσει κάποιο εσωτερικό τριγμό που αίφνης θα αποκάλυπτε το θείο μήνυμα.

Από τις ειδήσεις έμαθε ότι θα επισκέπτονταν την χώρα ένας μεσογειακός κυκλώνας, σπάνιο φαινόμενο για την εποχή.  Σίγουρα θεϊκό σημάδι. Άδραξε την ευκαιρία. Φόρεσε το καλό του το  πουκάμισο, τις λαχανί, γουρλίδικες κάλτσες του και τα δετά εγγλέζικα σκαρπίνια του. Πήγε στο προποτζίδικο για να εφοδιαστεί με δελτία. Ικανοποιημένος με την σωστή του προετοιμασία, κατευθύνθηκε με αργά, τελετουργικά βήματα προς το παρκάκι.

Κάθισε στο δεξί παγκάκι και άρχισε να συμπληρώνει τα κενά δελτία με ιδιαίτερη σπουδή. Συμπλήρωσε αρκετά, αλλά κράτησε τρία από αυτά. Κάθε δελτίο συμπληρώθηκε και με διαφορετικό τρόπο. Το πρώτο με την αναλυτική μέθοδο  αξιοποιώντας την λογική και την έρευνα, το δεύτερο με την μαντική τέχνη και το τρίτο σύμμεικτα. Δίπλωσε με προσοχή τα δελτία και τα τοποθέτησε στο αριστερό τσεπάκι του πουκαμίσου του. Την ώρα που σηκώθηκε για να επιστρέψει σπίτι, εμφανίστηκε ο ηλικιωμένος με το καροτσάκι του σούπερ μάρκετ και το σκουπόξυλο με τον γάντζο. Τον χαιρέτισε με μια ελαφριά κλίση της κεφαλής χωρίς να περιμένει απάντηση.  Στην επιστροφή του προς το σπίτι, κατέθεσε τα συμπληρωμένα δελτία στο, άδειο από θαμώνες, προποτζίδικο.

Την επόμενη μέρα, λίγο πριν ανακοινωθούν τα αποτελέσματα των αγώνων, άνοιξε το παράθυρο και οσμίστηκε τον αέρα. Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη και υγρή και η μυρωδιά της επερχόμενης βροχής έντονη. Τα πουλιά είχαν κουρνιάσει στα χαμηλά.  Κοίταξε αφηρημένα έξω από το παράθυρο, ο δρόμος είχε αδειάσει και οι πρώτες χοντρές σταγόνες βροχής άρχισαν να πέφτουν. Οι κεραμιδόγατες είχαν εξαφανιστεί.

Παρακολούθησε  από την τηλεόραση τα αποτελέσματα των αγώνων. Εξέτασε εξονυχιστικά τα δελτία που είχε καταθέσει. Κατόπιν τα έριξε στο μεταλλικό καλάθι των αχρήστων. Άναψε φωτιά και τα έκαψε ένα, ένα τελετουργικά σιγομουρμουρίζοντας λέξεις ακατάληπτες για τους μη μυημένους. Ατάραχος, με βλέμμα απλανές και τον νου στα υπερκόσμια, ξεσκάρωσε το σκουπόξυλο από την φθαρμένη πλαστική σκούπα, έκοψε με την πένσα τον μεταλλικό γάντζο από την κρεμάστρα του πουκαμίσου του και άρχισε να τον δένει, σφικτά, με σύρμα στο σκουπόξυλο. Το στόλισε με χρωματιστές κλωστές. Έμοιαζε με Αρχαίο Σκήπτρο Οιωνοσκόπου.

Διήγημα: “Oιωνοσκόπος”

Παρόμοια Άρθρα

Back to top button