ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Κάποτε στο Χαϊδάρι… Διασκέδαση στα σκυλάδικα

Στην εφηβεία μας περάσαμε τη φάση του “ντισκόβιου”. Όμως στα πρώτα μας μετεφηβικά χρόνια “εξελιχτήκαμε”… Γίναμε “σκυλόβιοι”, γιατί ταίριαζε περισσότερο στο αντρικό προφίλ που θέλαμε να υιοθετήσουμε. Ας δούμε, λοιπόν, πώς διασκέδαζε στα σκυλάδικα Καραμπατέας και Τοξότης του Χαϊδαρίου ο νεανικός -και όχι μόνο- πληθυσμός της πόλης, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο του 2012, από τον Κώστα Σαφρά, που τώρα πια πίνει τα ποτά του κάπου στον παράδεισο, ίσως με τον Σπύρο, τον οποίο μνημονεύει εδώ, αλλά και μερικούς ακόμα φίλους που βιάστηκαν να φύγουν 
Όλα ξεκινούσαν με ένα γερό φαγοπότι στα κουτούκια του Χαϊδαρίου: Στο “Τζάκι” του Γιάννη Βορρέ στα Κουνέλια, τη “Μικρά Ασία” κοντά στην Παναγίτσα, τον “Κούβελα” στην Πλατεία Λαού, το κρασοπουλειό της  Αλίκης, δίπλα στην Άνοιξη και αρκετά ακόμα. Κατόπιν, καταλήγαμε σε ένα από τα δύο μαγαζιά που υπήρχαν τότε στην πόλη μας. Καραμπατέας και Τοξότης.
Τις περισσότερες φορές η παρότρυνση –τραβάτε με και ας κλαίω, δηλαδή– ήταν από τον Μαρίνο (ναυτικός τότε στο επάγγελμα, αν και πολύ νέος). Αφού έβρισκε το κέφι του με γενναία κρασοποσία, θεωρούσε απολύτως απαραίτητο να τον ακολουθήσουμε σε σκυλάδικο. Επιστρατεύοντας ακόμα και ακραία μέσα, τα κατάφερνε πάντα. Στις ελάχιστες περιπτώσεις που αρνιόμασταν να τον ακολουθήσουμε, μάς κρατούσε μούτρα για έναν τουλάχιστον μήνα ή… μέχρι να τελειώσει το επόμενο ταξίδι στα καράβια.

Αγαπάμε Δημήτρη! Ένας από τους κορυφαίους λαϊκούς. 

Τοξότης – Καραμπατέας, τα σκυλάδικα

Στον “Τοξότη” πορτιέρης για πολλά χρόνια ήταν ο «τύπος» Σπύρος Σημιριώτης φίλος και συμμαθητής, που όμως έφυγε νωρίς από κοντά μας. Και στα δύο μαγαζιά σερβιτόροι ήταν φίλοι και γνωστοί.

Τραγουδιστές, πρώτα ονόματα στο είδος. Ο «άρχοντας» Δημήτρης Ξανθάκης
-βέρος Χαϊδαριώτης και πατέρας συμμαθητή μας. Ακόμα ο Κώστας Παυλίδης, η φίλη Μάγδα Καρπόζηλου, το αιθέριο χορευτικό ντουέτο Σαμάνθα και Τατιάνα και τόσοι άλλοι.

Όσο μας έκαναν ονομαστικά αφιερώσεις από μικροφώνου, τόσο εμείς φουσκώναμε σαν παγόνια. Και τους στέλναμε με το σωρό καλάθια λουλούδια και σαμπάνιες, που η καθεμιά τους είχε ξανανοίξει άλλες εκατό φορές -ούτε καν φελλό δεν είχαν. Κάθε φορά που οι τραγουδίστριες κάθονταν στο τραπέζι μας και ρούφαγαν το λιγοστό ρεφενέ ουίσκι μας, αισθανόμασταν «άντρες», άσχετα αν γι’ αυτό ακριβώς πληρώνονταν από το μαγαζί.
Χορός μόνο με το προσωπικό μας τραγούδι, σαν άλλοι Κοεμτζήδες. Το οποίο φυσικά οι τραγουδιστές το ήξεραν και το έπαιζαν «παραγγελιά» αποκλειστικά για εμάς. Μερικές φορές που δεν αδειάζαμε εντελώς το μπουκάλι, το αφήναμε «κάβα», για να το βρούμε το επόμενο βράδυ με γραμμένο επάνω το όνομά μας.
Τότε ό,τι μεροκάματα κάναμε και ό,τι χαρτζιλίκι μαζεύαμε, σε διασκεδάσεις κατευθυνόταν. Με τα σημερινά μέτρα, οι μισθοί ήταν μεγάλοι –ή οι τιμές πολύ καλύτερες, το ίδιο είναι- και περνάγαμε πολύ καλά. Δεν είχαμε φυσικά και άλλες υποχρεώσεις.
Για μεγάλο διάστημα ήμασταν στα μπουζούκια καθημερινά, εκτός Κυριακής, που είχαν ρεπό. Αλλά και Σλαββατο που πήγαινε ο «υπόλοιπος λαός», οπότε έπαιρναν ρεπό οι «μυημένοι».
Όσο για τα ακούσματα, κατά καιρούς έχουν αποκληθεί παρακμιακά, άντεργκραουντ, ξεφωνημένα λαϊκά, trash κ.ά. Όμως υπήρξαν πραγματική λαϊκή μουσική.

Οι διακοπές του οικογενειάρχη

Αξέχαστη θα μου μείνει η ιστορία που έζησα με κάποιον, άγνωστο
όταν πρωτοεμφανίστηκε, παντρεμένο 55άρη. Για δύο συνεχόμενα καλοκαίρια
έστελνε διακοπές μόνη της την γυναίκα του. Και… επί ένα μήνα, κάθε βράδυ στις 12
πέρναγε από το Il Mondo, μας έπαιρνε 2 – 3 άτομα μαζί του και  ξημερωνόμασταν στα σκυλάδικα. Πλήρωνε μάλιστα μόνος του όλο τον λογαριασμό χωρίς να δέχεται επ’ ουδενί να τσοντάρουμε και εμείς. Μόλις έληγε ο μήνας των διακοπών, χανόταν μέχρι το επόμενο καλοκαίρι. Όπως ξαφνικά εμφανίστηκε από το πουθενά στη ζωή μας, έτσι ξαφνικά εξαφανίστηκε οριστικά μετά το δεύτερο καλοκαίρι. Πιθανόν να τον πήρε χαμπάρι η γυναίκα του.

Οι καιροί άλλαξαν

Ο Καραμπατέας και Τοξότης και τα δεκάδες σκυλάδικα που υπήρχαν τότε σε όλη την Αθήνα έκλεισαν. Τώρα πλέον έχουν απομείνει ελάχιστα μαγαζιά του είδους.

Ίσως φταίει το ότι πλέον απευθύνονται πια σε μια πολύ κλειστή ομάδα «ιδιαίτερων» ανθρώπων. Τα κυκλώματα της νύχτας έκαναν για μεγάλο διάστημα απαγορευτική αυτή τη διασκέδαση σε άντρες και γυναίκες όλων των ηλικιών και όλων των κοινωνικών ομάδων. Ενώ παλιά πήγαιναν ακόμα και οικογένειες.

Ίσως δεν γνωρίζετε πολλοί την Μάγδα Καρποζήλου, αλλά έχει γράψει ιστορία στις λαϊκές πίστες.

Ίσως φταίει ότι για ένα διάστημα γίναμε «νεόπλουτοι» (οι περισσότεροι μόνο στην ιδέα). Δεν μας επέτρεπε το «ίματζ» να λέμε σε φίλους και γνωστούς ότι πήγαμε σε τέτοια μαγαζιά. Επιβαλλόταν να αναφέρουμε εντυπώσεις από τα μεγάλα «σχήματα» της παραλίας ή του Βοτανικού. Ότι ακούσαμε  τα πρώτα ονόματα της πίστας, άσχετα αν σε αυτά η διασκέδαση είναι ψυχρή, τυπική και απρόσωπη.

Τώρα πια το λαϊκό μεροκάματο δεν φτάνει για τέτοιες διασκεδάσεις “ούτε για ζήτω”. Μόνο οι νέοι βγαίνουν κανένα σαββατόβραδο στις μεγάλες πίστες, με το χαρτζιλίκι του μπαμπά φυσικά. Γενικά έξοδος σημαίνει καφές και σουβλάκι (ή ένα από τα δύο) και σπίτι…

Παρόμοια Άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button