ΙΣΤΟΡΙΑΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Ενάντια στου χειμάρρου την ορμή…

Ο δασολόγος κ. Στέλιος Σούλιος έστειλε στο “Χαϊδάρι Σήμερα”, σαν συμβολή στο εθνικό πένθος, ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο που αναφέρεται στο γιγάντιο έργο της Δασικής Υπηρεσίας, κάποιες μακρινές δεκαετίες. Παρουσιάζει τη διευθέτηση χειμάρρων “στα ψηλά”, δηλαδή πάνω στα βουνά, εκεί όπου δημιουργείται το πρόβλημα, πριν κατεβεί στον τόπο όπου κατοικούν άνθρωποι και καταστρέψει ζωές και περιουσίες.

Ας συγκρίνουμε την ουσιαστική παρέμβαση απέναντι στον κίνδυνο των πλημμυρών μιας Ελλάδας φτωχής και πληγωμένης από τους πολέμους, με όσα γίνονται στον ίδιο τομέα σήμερα. Συγκεκριμένα, τα τελευταία χρόνια πανάκριβα έργα εκτελούνται “στα χαμηλά”, όπου οι όγκοι του νερού δεν μπορούν πια να τιθασευτούν και να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά. Αν προσθέσει κανείς και την ασύνετη – αυθαίρετη δόμηση στα ρέματα, το κακό που μας βρίσκει, σαν αυτό το χτεσινό της δυτικής Αττικής, βρίσκει την εξήγησή του.

Το κείμενο που ακολουθεί είναι του Αντώνιου Β. Καπετάνιου, από το http://www.greekarchitects.gr  – Γαίας Ανάγνωσμα και έχει τίτλο “Η δασική υπηρεσία αντιμέτωπη με το χειμαρρικό πρόβλημα της χώρας” 

Είχεν πορεία η δημιουργία και κόπο πολύ… Ήταν ο εγκρεμός πώπρεπε να διαβείς και το κίντυνο μονοπάτι πώπρεπε να πορέψεις. ΄Ηταν το δυσπρόσιτο και η καταμπροστά άκρια της γης, που σε φόβιζε. Ήταν το εφιαλτικό, τυραγνικό τοπίο που σ’ αναστάτωνε και η βαθιά χαρακωμένη γης που σε αγρίωνε. Όλα της φύσης τα στοιχειά -λόγω της κακοπάθειάς της-, πώπρεπε να υποστείς, και την Οδύσσεια του σκοπού σου να υποφέρεις, για να στήσεις μνημεία της γης και μια στάλα υδρόγειο να δρέψεις. Είχε το λοιπόν ευγένεια η προσπάθεια, και φρόνηση, και τιμή, και ευθύνη, κι ήθελε ψυχή από τον γαιώδη επιστημονικό άνθρωπο για τον ανασκωμό της ολίγης Ελλάδας που απέμεινε, ως φοβερά κληρονομιά της φθόρας της…

Στον απροσέγγιστο, λόγω της αγριότης του, τόπο, έπρεπε να προστρέξουν οι οι «θεραπευτές της γης»… (από το αρχείο της δασικής υπηρεσίας).

Έπρεπε οι «θεραπευτές της γης», να ζυγίσουν τον τόπο, να τον μετρήσουν και να ορθοτομήσουν, και με έγνοια, με συναίσθημα, με πνοή να τον αναπλάσσουν, κατά το ευ της δημιουργίας. Ήθελε κόπο γι’ αυτό, καθώς απροσέγγιστος, λόγω της αγριότης του, ήτο ο τόπος της φθοράς… Ήταν πολύ το κακό κι είχε πολύ αιτία. Γι’ αυτό, πρώτα έπρεπε να νοιώσεις τη γη, για να τη μελετήσεις κατόπιν και να τη θεραπεύσεις. Το ιδιότροπο της χαλασμένης φύσης έκαμε τη στείρα γη να γένεται νεροβουνό, τον ξέρακα να ξεχυλά από νερό και την πέτρα ν’ αποκαλύπτεται καταχθόνια. Η χώρα, ένα γυμνό πετρόβουνο, ρυάζονταν με το πρώτο ανεμοβρόχι και χοχλακούσε στο βαρύ θυμό τ’ ουρανού ματώνοντας τα γέρικα σπλάχνα της. Ήθελε γι’ αυτό προσπάθεια να σε δεχτεί κι εμπιστεύσιμός της να γίνεις -καθώς, τα έργα σου την πλήγωσαν πολύ!

Στην έσω χώρα, την αυχμηρά, την άστεργη, τη δυσπρόσιτη, που η φθορά τ’ ανθρώπου την είχε βασανίσει, έπρεπε να προστρέξουν οι νοιώστοι της γης και με νόηση κι επιστήμη να την ορθώσουν. Με βάσανο και περιπέτεια φτιαχνόταν τούτη η ποιητική. Τα καταπεπτωκότα της φύσης και το τεταραγμένο της πλάσης απαιτούσαν κουράγιο, θέληση, θάρρος, νεύρο, για να προσεγγίσεις το ενδότερον της γης και να προσκεφτείς στο σκήμα της. Να την περισκοπίσεις, να την ερμηνεύσεις, να τη μετρήσεις, να την αποτυπώσεις, να τη διοργανώσεις, να τη δουλέψεις. Απαιτούσε ανθρώπους Ηρακλείς, ορθούς του σκοπού, αθλητές της επιστήμης τους.

Στην επιχείρηση αναδημιουργίας του τόπου, βασικό ρόλο είχε ο κάτοικός του. Αυτός τον «σύστηνε» στον επιστήμονα (το δασολόγο), που θα τον θεράπευε. Τούδειχνε τα περάσματα, του ιστορούσε τη φθόρα του και τον οδηγούσε στο παραμέσα τουκει απ’ όπου ξεκινούσε το κακό. Με αυτόν οδηγό έφτανε στην «ψυχή» της γης και την εξηγούσε. Μέρες κρατούσε το «ταξίδι στο κέντρο της γης», πώχε όλα τα στοιχεία της επικίνδυνης περιπέτειας των μυθιστορημάτων. Όμως η αίσθηση της δημιουργίας και η συνείδηση της γης, κάμαν αψηφητή την προσπάθεια σε κοινά, ανάρμοστα του μεγάλου σκοπού συναισθήματα και φτιάχναν ατμόσφαιρα επίσημη. είτε γιατί συμμετείχε γιορτερά όλο το χωριό στη θεραπεία του τόπου του, είτε γιατί η προσπάθεια γινόταν εγερτική κι έπαιρνε χαρακτήρα επιχείρησης εκστρατευτικής. Ήταν δε, λόγω της ειδικής σχέσης των ντόπιων ανθρώπων με το δασοτεχνικό έργο, τέτοιο το προσωπικό ενδιαφέρον που έδειχναν για το έργο αυτό και η φροντίδα για την πραγμάτωσή του, που επεδίωκαν την τελειότη του, δουλεύοντας για το στήσιμό του και προσέχοντας να το κάμουν δυνατό (με αντοχή) κι ακέριο. Διότι, δεν είχαν την αίσθηση του κέρδους να τους κινεί, μα την αίσθηση της γης τους να τους ωθεί στη συμμετοχή27.

Μιαν επιχείρηση εκστρατευτική… (από το αρχείο της δασικής υπηρεσίας).

Είχεν, μετά τη μελέτη του βουνού, σειρά η κατασκευή του. Ήταν έργο μεγάλο, π’ απαιτούσε προετοιμασία κι οργάνωση. Έπρεπε στο χώρο το δυσπρόσιτο, που ακόμη και τον παιδεμένο στην περπατηξιά λιγεί, να μετακινηθεί ένας «λαός» -οι εργάτες του έργου-, να στηθεί καταυλισμός, να μεταφερθούν μέσα και υλικά, να γενεί εργοτάξιο, να οργανωθεί η τροφοδοσία των ανθρώπων και των ζώων -σα μια επιχείρηση εκστρατείας θαρρείς… Ο δημιουργός του έργου είχε δυσκολίες μεγάλες ν’ αντιμετωπίσει: ρέματα που δύσκολα προσεγγίζονταν, καταράχια οπού ισορροπούσες στο κάθετό τους, πλαγιές απότομες που μόλις στεκόσουν, φαγωσιές της γης που σε παγίδευαν, εγκρεμούς που σε τραβούσαν στο χάος τους, πετρώδη γη που σε πλήγωνε με την αυχμηρότητά της. Όλα αυτά είχαν υπολογιστεί και αψηφιστεί για να γενεί το πολύτιμο έργο.

Είχεν η προσπάθεια κόπο, δυσκολία, ευθύνη, μα ήταν για τον δημιουργό τελετουργία, μια τιμή στο δημιούργημα, κ’ αποδίδονταν η πρέπουσα ευλάβεια, η σοβαρότητα, το δέος και ο σεβασμός π’ απαιτούσε το μεγαλείο της στιγμής -για επιστήμονες κι εργάτες. Ήταν μια τελετή στη φύση, μια σπονδή στη θεομητορική γη, για την επαναφορά της και την εύνοιά της. Οι μετέχοντες στο «μυστήριο» ήταν προσηλωμένοι σε αυτό κι είχαν έγνοια για την πραγματοποίησή του. Ήταν η συνείδηση της γης που τους έγεμε και το χρέος του σκοπού που τους κινούσε. Γι’ αυτό και το έργο ήταν ακέριο, όλο πνοή και δύναμη από τη δημιουργία…

Εν έργο πολύτιμο…
Το σημαντικό έργο της δασικής υπηρεσίας που επιτελέστηκε στον ορεινό κατά βάσιν χώρο της χώρας, αυτό της συστηματικής διευθέτησης των χειμαρρικών ρευμάτων και της αποκατάστασης της χειμαρρόπληκτης ορεινής περιοχής, άρχισε -όπως προείπαμε- στο Μεσοπόλεμο με τη δημιουργία της Υπηρεσίας Χειμάρρων, και συνεχίστηκε με τη λειτουργία των έξι ανά την Ελλάδα περιφερειακών Υπηρεσιών Δασοτεχνικών Έργων (Υ.Δ.Ε.), και της κεντρικής Υπηρεσίας Μελετών Χειμάρρων. Υπό αυτή τη δομή, οι ασχολούμενες με το χειμαρρικό πρόβλημα της χώρας δασικές υπηρεσίες, λειτούργησαν έως το 1966, οπότε και το έργο τους υπήχθη στα Δασαρχεία. Στο διάστημα της όλης πορείας τους έδωσαν ένα πλούσιο και πολύτιμο έργο, αφού κατόρθωσαν σε σημαντικό μέρος της χώρας ν’ ανασχέσουν τη δράση επικίνδυνων χειμάρρων και ν’ αποκαταστήσουν χειμαρρόπληκτες εξαιρετικά υποβαθμισμένες περιοχές. Η συνεισφορά τους γίνεται ακόμη μεγαλύτερη αν αναλογιστούμε τις θετικές/λυτρωτικές επιπτώσεις των έργων τους στον υποκείμενο του ορεινού πεδινό χώρο, αφού αυτός έπαψε να πλημμυρίζει (ή περιορίστηκε σε σημαντικό βαθμό ο πλημμυρισμός του) και να κατακλύζεται με τις φερτές ύλες που μετέφεραν οι χείμαρροι, οι οποίοι προκαλούσαν καταστροφές σε υποδομές, καλλιέργειες, οικισμούς. Επίσης, δε γέμιζαν με φερτά/στέρεα υλικά τα μεγάλα φράγματα και οι λιμνοδεξαμενές, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα ν’ αχρηστεύονται ή ν’ αντιμετωπίζουν προβλήματα λειτουργίας, ενώ σταθεροποιήθηκαν οι εκβολές των υδάτινων αποδεκτών, αποκτώντας σταθερή δίαιτα υλικών, με την όχι αιφνίδια, μαζική και καταστροφική απόθεσή τους.

Για να κατανοηθεί το μέγεθος του έργου που πραγματοποιήθηκε και να εκτιμηθεί η αξία του, αρκεί να ειπωθεί ότι, από το 1932 έως το 1976 κατασκευάστηκαν από τη δασική υπηρεσία σε όλη τη χώρα περίπου 900.000 κ.μ. λιθόδμητων φραγμάτων, 400.000 κ.μ. ξηρολίθινων φραγμάτων, καθώς και σειρά πολλών-πολλών άλλων έργων συγκράτησης του ορεινού χώρου κι αντιμετώπισης του χειμαρρικού του προβλήματος (συρματόπλεκτα κιβώτια, ξυλοφράγματα, φακελλώματα, τάφροι αποστράγγισης, χωμάτινα φράγματα, περιφράξεις, οδοί κ.ά.). Αυτά πρόσθεσαν εκατοντάδες χιλιάδες κυβικά και τρέχοντα μέτρα πολύτιμης ύλης στον ορεινό χώρο, αλλά και «τόνους» απροσμέτρητου κόπου κι ελπίδας για τους ανθρώπους που συμμετείχαν στην προσπάθεια και όλους που περίμεναν ν’ απολάψουν από αυτήν. Κοντά στα τεχνικά έργα, γίνηκαν και μεγάλης κλίμακας φυτοκομικά, με τη φύτευση περίπου 2 εκατομμυρίων δένδρων και θάμνων στις λεκάνες απορροής των χειμάρρων, και το σπάρσιμο περίπου 140.000 στρεμμάτων γης με ποώδη είδη. Τα έργα αυτά αφορούσαν λεκάνες απορροής της τάξης των 1.300.000 στρεμμάτων, που αποτελούσαν εστίες χειμαρρικότητας, και εκτάσεις εμβαδού 6.700.000 στρεμμάτων, που εμφάνιζαν πλημμυρογόνο απορροή και μέτρια έως ισχυρή επιφανειακή διάβρωση -εκ των συνολικώς 34.100.000 στρεμμάτων των λεκανών της χώρας (στοιχεία προέρχονται από τη δασική υπηρεσία)28.

Αν αναλογιστούμε δε ότι, επεμβαίνοντας στο περίπου 23,5% των λεκανών απορροής της χώρας (δηλαδή στα περίπου 8.000.000 στρέματα στρέμματα αυτών), επιλύουμε πρόβλημα που ανάγεται στο 75-80% της επιφάνειας της πεδινής ζώνης που πλημμυρίζει, καταλαβαίνουμε τη σημαντικότητα των αντιχειμαρρικών έργων στα ψηλά της χώρας. Το όλο εγχείρημα αναλήφθηκε εξ ολοκλήρου από τη δασική υπηρεσία και, σύμφωνα με τον προγραμματισμό που είχε τεθεί, πραγματοποιήθηκε με επιτυχία παρά τις τεράστιες δυσκολίες του, αναζωογωνώντας και ανορθώνοντας τον τόπο, τόσο περιβαλλοντικά, όσο και οικονομικά. Σε μια αποτίμηση του έργου αυτού που έγινε το 1971, εκτιμήθηκε ότι στο σύνολο των διευθετημένων περιοχών επιτεύχθη προστασία από τις φερτές ύλες σε ποσοστό 85% και από τα πλημυρρικά νερά σε ποσοστό 50% (Υπουργείο Γεωργίας, 1971).

Ένας τόπος εξυγιάνθηκε και μεταμορφώθηκε: εικόνα της σύνολης φυτοτεχνικής αποκατάστασης της λεκάνης του χειμάρρου Κρουσοβίτη Σιδηροκάστρου Ν. Σερρών το 1952, με ηλικία φυτών 9 ετών (από το αρχείο της δασικής υπηρεσίας).

Το παραπάνω αποτέλεσμα, που προέκυψε σε διάστημα περίπου 40 ετών ακαταπόνητης και σκληρής εργασίας (βέβαια, θα πρέπει να εξαιρεθεί η «νεκρή» περίοδος του πολέμου του 1940 και της Κατοχής), θεωρήθηκε επιτεύγμα για τις μικρές δυνάμεις της χώρας, τις δύσκολες γεωμορφολογικές συνθήκες της, την οικονομική κατάστασή της, αλλά και τα λιγοστά μέσα που διέθετε για την πραγματοποίησή του. Είχε, παρόλα τούτα, εξαιρετικό επιστημονικό, τεχνικό και εργατικό δυναμικό, το οποίο δούλεψε -παρά τις, σε πολλές περιπτώσεις, ανυπέρβλητες δυσκολίες- με πίστη κι αφοσίωση στην επίτευξη του στόχου, που ήταν η αποκατάσταση της διαλυμένης περιβαλλοντικά χώρας. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, σε κοινή έκθεση ευρωπαίων εμπειρογνωμόνων επί χειμαρρικών ζητημάτων και της πανευρωπαϊκής Επιτροπής του FAO επί των χειμάρρων το 1959, η οποία προέκυψε μετά την επίσκεψη αντιπροσώπων αυτών των επιτροπών στα δασοτεχνικά έργα της λεκάνης Σερρών-Σιδηροκάστρου και Αλμωπίας, αναγνωρίσθηκε η υψηλή ποιότητα, η αποτελεσματικότητα και γενικότερα η επιτυχία των πραγματοποιηθέντων έργων, χαρακτηρίζοντας το όλο εγχείρημα ως ένα από τα σημαντικότερα περιβαλλοντικά που συντελέστηκαν μέχρι τότε σε ευρωπαϊκό επίπεδο!

Ενάντια στου χειμάρρου την ορμή… 3
Επίσκεψη εμπειρογνωμόνων του FAO στα έργα χειμαρρικής διευθέτησης του Ν. Σερρών το 1959 (εδώ στο φράγμα Αγίας Κυριακής Σερρών, από το αρχείο της δασικής υπηρεσίας). Βρήκαν τα έργα αυτά άρτια από πλευράς τεχνικής και ιδιαιτέρως αποτελεσματικά ως προς την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, της ανάσχεσης δηλαδή της χειμαρρικής δράσης στον ορεινό χώρο.

Όμως, όλα τα παραπάνω που έγιναν, προϋπέθεταν την αντιμετώπιση ενός ουσιαστικού ζητήματος του χώρου αυτού: τη διαχείριση των ανθρώπων που ζούσαν και δραστηριοποιούνταν στις υποβαθμισμένες κι επικίνδυνες λεκάνες απορροής των χειμάρρων της χώρας. Υπολογίζονταν ότι στις λεκάνες απορροής βρίσκονταν περί τα 1.700 χωριά, τα οποία κατοικούνταν από περίπου 1.230.000 ανθρώπους. Πολλοί από αυτούς έβλεπαν τον τόπο τους να φθίνει συνεχώς λόγω της διάβρωσης και της έντονης χειμαρρικότητας που υπήρχε, όμως δε διανοούντο να περιοριστούν σε σχέση με την εκμετάλλευσή του, αφού ζούσαν από αυτόν (με την καλλιέργεια της γης, την κτηνοτροφία, τις υλοτομίες κ.ά.) Έγινε μεγάλη προσπάθεια να πεισθούν για την αναγκαιότηττα των αντιχειμαρρικών έργων και να πειθαρχήσουν στους περιορισμούς που επιβάλλονταν. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις μετακινήθηκαν ολόκληρα χωριά σε μέρη που δεν «εμπόδιζαν»29, ενώ σε άλλες περιορίστηκαν οι γηγενείς ως προς τις δραστηριότητές τους, έχοντας αποζημιωθεί για την απώλεια των εισοδημάτων τους (κοπάδια ζώων μετακινήθηκαν, επικλινή εδάφη έπαψαν να καλλιεργούνται, δασικά προϊόντα δεν απολαμβάνονταν κ.ά.)30 Αλλά, κείνο που «βοήθησε» ουσιαστικά την κατάσταση, ήταν η ερήμωση του ορεινού χώρου μεταπολεμικά, λόγω της μετανάστευσης των ανθρώπων. Η εγκατάλειψη του τόπου λόγω της φτώχειας του, τον «απάλλαξε» από την πίεση των κατοίκων του (sic) κι έτσι μπόρεσε αυτός πιο ελεύθερα να θεραπευθεί!!! -ιδού μια σκληρή αλήθεια των νέων καιρών: ο τόπος αναρρώνει, λόγω της εγκατάλειψής του από τους ανθρώπους του…

Πρέπει δε ν’ αναφέρουμε ότι, τα ευεργετικά αποτελέσματα των πραγματοποιηθέντων έργων έκαμψαν τη δυσπιστία τοπικών κοινωνιών ως προς τη χρησιμότητά τους (στις περιπτώσεις στις οποίες αυτή είχε εκδηλωθεί) κι έκαναν, έστω και με υστέρηση, αποδεκτές τις δεσμεύσεις ή απαγορεύσεις που επιβλήθηκαν. Η δε μετέπειτα ανταποδοτικότητα αυτών των έργων, με την περιβαλλοντική και οικονομική αναβάθμιση των «θεραπευμένων» περιοχών, έκανε τις τοπικές κοινωνίες να τα αγκαλιάσουν και να τα προστατεύσουν.

Ενάντια στου χειμάρρου την ορμή… 5
Διαδοχικά φράγματα χειμάρρου Αμμούδα Ν. Σερρών εν συνδυασμώ με φυτοτεχνική διευθέτηση των έντονα διαβρωμένων πρανών, το έτος 1959 (από το αρχείο της δασικής υπηρεσίας).

Τόση τέχνη για έργο αθέατο και προσωρινό;
Κει στο εξηντλημένο, στο απώτατο της γης, εκσοβούσε κεκοπιακώς η τέχνη!.. Έβλεπες μαστόρους να πελεκούν την πέτρα, να τη στρώνουν για να ταιριάξει σε έργο υψηλό της γης, στα φράγματά της31. Δεν ήταν, γι’ αυτό, το φράγμα ένας τοίχος στη γης που εμπόδιζε, που έφραζε, που χώριζε, μα στοιχείο της φύσης, έργο σημαντικό της λειτουργίας της και αρμοστό της τέχνης της. Έλεες πως μυστική ήχηση δονούσε το σύμπαν του δημιουργού και τον έκαμε βαθύογρο, πλήρη ζήλου, αίσθησης και σκοπού για το δημιούργημα. Δεν ήθελε απλά την αλγηδόνα της γης να θεραπεύσει, αλλά, προχωρώντας παραπέρα, ήθελε να τιμήσει τη γης στήνοντας μικρά του σκοπού του μνημεία, με τα φροντισμένα και μελετημένα φράγματα που έφτιαχνε. Έπρεπε γι’ αυτό, ν’ ανυψώσει το δημιούργημα σε τρίτα ύψη και η τεχνική να μετρηθεί στο παραπέρα της, στο επίπεδο της τέχνης. ώστε, η δημιουργία νάναι ποιητική…32

Ενάντια στου χειμάρρου την ορμή… 7
Με την τέχνη του μαστόρου στήνονταν τα φράγματα της φύσης… (από το αρχείο της δασικής υπηρεσίας).

Ενάντια στου χειμάρρου την ορμή… 9

Έλεε ο Οδυσσέας Ελύτης: «Προσπάθησε να οδηγήσεις την τεχνική τελειότητα στη φυσική της κατάσταση» (από τη «Μαρία Νεφέλη»). Αυτό που φιλοσοφημένα είπε ο ποιητής, ηθέλαν να πετύχουν οι άνθρωποι της δημιουργίας με τη δική τους αίσθηση: να κάμουν έργα τεχνικά με τέχνη, για να φέρουν στο επίπεδο της αρμονίας τα συμβαίνοντα στη γη, επιτυγχάνοντας τη φυσικότητα του συνόλου. Είχαν την πεποίθεση, που προέκυπτε από το αξιακό τους πρότυπο, το δομημένο στη συνείδηση της γης, ότι το δημιούργημα δε θάναι σωστό, ότι θάχει χάσει τη φυσική του πρώρηση αν γενεί κατασκευαστικά, χωρίς ν’ αρμοστεί στο φυσικό σύνολο ως στοιχείο του. Εναρμονισμένο στο όλον -στη γύρω φύση-, γενόμενο με τέχνη, το έργο το τεχνικό είναι «φυσικό».

Το ελληνότεχνο τέτοιο έργο είχε διπλό σκοπό: να τιμήσει τη φύση στήνοντας μνημεία τής ενέργειάς της -όχι έργα στατικά, που τιμούν χωρίς να «μιλούν», μα της πνοής και του σκοπού-, και να δώσει τέχνη, ποιότητα, αξία στο σκοπό, να μην τον ιδεί αυστηρά τεχνοκρατικά και τον προδώσει. Γιατί η φύση, με την οποία στέργεται το έργο το τεχνικό, είναι καλλιτεχνική και της πρέπει η ποιητική. Δεν ήταν αφύσικο λοιπόν, ιδιοτροπία ανθρώπου περίεργου, να γένονται «στο πουθενά» έργα υψηλά της φύσης -τα φράγματα ζωής του ανθρώπου-, αφού οι καλλιτεχνικές τέτοιες δημιουργίες ήταν αρμοστές με την ποιητική της.

Ενάντια στου χειμάρρου την ορμή… 11
Θαυμάξτε τέχνη μαστορική σε τούτο το φράγμα που κατασκευάστηκε το 1939 στο χείμαρρο Ξηρίλλα Φαλαίας Ηπείρου (από το αρχείο της δασικής υπηρεσίας).

Τα έργα αυτά, δύσκολα τα θωρούσε ανθρώπου μάτι. ήταν θάλεγες χαμένα στο δυσπρόσιτο της γης, στο άβατο της φύσης. Έπρεπε να προσπαθήσεις για να τα ιδείς. Κι όμως, είχαν φροντίδα καλλιτεχνική, τέχνη μαστορική, εξευγενισμένη μορφή -παρά το αθέατό τους. Δεν είχεν ο δημιουργός έγνοια του να τον παινέσουν, να τον θαυμάξουν για το έργο του, μα ως αιρετικός της ύλης ήθελε το φαίνον νάχει ποιητική, ήθελε «το γραφικό ενάντια στο ψηφίο» (από τον «Κήπο με τις αυταπάτες», του Οδυσσέα Ελύτη), ήθελε το έργο του νάχει τη μη μαθηματική ισομετρία της τιμής στη φύση. Γι’ αυτό και δεν εννοούσε την προβολή του, δεν είχε φύση υπολογιστική, μα του αρκούσε η δημιουργική αιθερημία του σκοπού -καθώς…, στον τόπο τον μακρυνό, τον αποστερημένο, η έγνοια ήθελε τόσο να δουλευτεί και η ποιότητα πόσο να εκφραστεί, που καταντούσε αλγινή η βλέψη προς την κοσμική! Με έννοια ασκητική νοούνταν η τέχνη η μαστορική και ενδότεροι ήταν οι μυχοί που κάμαν την πράξη ποιητική. Ο θεωρός της γης, ο νοός, ο έντρυφος της φύσης, έπρεπε να «ταξιδέψει» στο άβατό της, έπρεπε νάχει υπόμονη σπουδή για να ιδεί την ρίζα-τέχνη, να νοιωστεί με την ακέρια δημιουργία.

Τόσος, όμως, κόπος και μαστορική, για έργο προσωρινό;… Για έργο που, στην περίπτωση που επληρώσει το σκοπό του, θα τ’ απορροφήσει η γης;… -γιατί, το φράγμα που θα πληρωθεί με φερτές ύλες (κάποιες δεκαετίες μετά τη δημιουργία του, μπορεί όμως, αναλόγως της φύσης του χειμαρρικού ρεύματος, και εντός της δεκαετίας!), θα σβεθεί στη γης, θα γενεί ένα με αυτήν όσο η γης τρώγεται, καθώς ο ρόλος του είναι να αναχαιτίζει τη χειμαρρική ορμή και να φορτώνεται με ύλη, για να μην πάγεται αυτή καταστροφικά στα κατάντη33. Ναι, έργα τέτοια, πώχουν σκοπό πιότερο του υπολογιστικού, τη συνύπαρξη δηλαδή του δημιουργήματος με τη φύση, πρέπει να τα ιδείς με τις αξίες της φύσης και να τα προσδώσεις χαρακτηριστικά του αναστήματός της. να τα κάμεις με τέχνη. Δεν είχε συνεπώς υπερβολή η τέχνη η φραγματική, ούτ’ ήταν σπατάλη δυνάμεων παραγωγικών η ενάσκησή της, καθώς στη φύση έπρεπε να στέκεις υψηλώς, χωρίς να μετράς τη διάρκεια ζωής του έργου σου και να υπολογίζεσαι μαθηματικώς. Ήταν τα έργα αυτά -τα φράγματα που φτιάχτηκαν με τέχνη για νάν’ προσωρινά!- ωσά τα έργα του χιονιού ή της άμμου των καλλιτεχνών -μόνο που εδώ έμενε ο πρακτικός σκοπός. Κι ήταν, για τη διαφορετική τους διάσταση, εμβληματικά του φυσικού χώρου.

Έργα αρμοστά με το φυσικό περιβάλλον, τόσο δεμένα με αυτό κι αναδεικτικά του, πώλεες: τέτοια έργα φτιάχνει ο άνθρωπος για να δίνει πνοή στη φύση και να τη δένει με αυτόν. Έργα με τέχνη μαστορική, που αρμόζουν στην καλλιτεχνική της φύσης υπόσταση. Έκπληκτα στη ματιά, καθάρια, μαρμάρινα τα έλεες -ως μνημεία!-, απαστράπτοντα στον ήλιο -το άλλο φυσικό στοιχείο με το οποίο δένουνταν…- λόγω της λευκής ποταμίσιας πέτρας τους. Αναδεικνύονταν με τα στοιχεία της φύσης, καθώς, δεμένα ήταν με αυτήν. Δεν ήθελες να ρεύσει το νερό πάνω τους, να πορώσει τις πέτρες τους, να τις λερώσει. Τα ήθελες απείραχτα, αχάλαστα. Όμως ο προορισμός τους ήταν να «θυσιαστούν», δηλαδή να γενούν ένα με τη φύση!..

Οι άνθρωποι στα ψηλά συνέχιζαν, με τα φράγματα που έστηναν, τον πολιτισμό που είχε ως βάση την πρακτική κι αισθητική αξία της πέτρας. αυτόν που οι πρόγονοι του τόπου δημιούργησαν και οι τεχνίτες μαστόροι τον έκαμαν πράξη, με τα πέτρινα σπίτια που κατασκεύαζαν, με τα τοξωτά γεφύρια, με τα ξωκκλήσια, με τα καλντερίμια, με τις ξερολιθιές κ.ά. Ήταν ένας πολιτισμός που χαρακτήριζε τον ορεινό χώρο από τα αρχαία χρόνια κι αποτελούσε τη στέρεη παράδοση του τόπου, η οποία προέκυπτε από την επαφή του ανθρώπου με τη φύση καθορίζοντας τη σχέση του με τη ρίζα του. Στην περίπτωση όμως των φραγμάτων, σε αντίθεση με ότι συνέβαινε στο παρελθόν, είχαν τον επιστήμονα της φύσης (το δασολόγο) να τους καθοδηγεί, κι αυτό ήταν ένας «νεοτερισμός» τον οποίο καλοδέχτηκαν, αφού, όχι απλά δεν έθιγε τα ισχύοντα, αλλά συμβάδιζε με ότι επιτάσσονταν από το αξιακό τους πρότυπο ακολουθώντας όμως τους κανόνες της επιστήμης.

Γιατί πια δε διευθετούμε;
«
Nature is blamed for failings that are Man’s,
and well-run rivers have to change their plans»

(«Water» by Sir Alan Herbert)

Σήμερα έχουμε πάψει να διευθετούμε. Έχουμε πάψει να οργανώνουμε και να δημιουργούμε. Λειτουργούμε μετά το συμβάν (το πλημμυρικό, που εν προκειμένω μελετούμε), το οποίο οφείλεται σε δική μας υπαιτιότητα!, προσπαθώντας να περιορίσουμε τις αρνητικές του συνέπειες και ν’ αποκαταστήσουμε τις ζημιές από τη δράση του. Είν’, αλήθεια, τραγικό να λειτουργείς με τον τρόπο αυτό, δηλαδή να παραβλέπεις το αίτιο (την αρνητική ανθρώπινη ενέργεια) και να επεμβαίνεις στο αποτέλεσμα. Είναι θα λέγαμε η αργία των καιρών, η απομάκρυνση του ανθρώπου από τα θέμελα και η προσύλωσή του στην παραγωγή και κατανάλωση ύλης, που τον έκαμαν ασυναίσθητο της γης, ακάτεχο της ευθύνης του, αδιάφορο της φύσης και των στοιχείων της. Φτάνουμε έτσι σήμερα να παράγουμε τη «στεκάμενη» εξέλιξή μας, χωρίς να δημιουργούμε, χωρίς να «φτιάχνουμε χώρα», χωρίς πολιτισμό και τέχνη να μας κινεί, χωρίς να γέμουμε και να υψωνόμαστε. Στην τέτοια μας θεώρηση χάνουμε τον άνθρωπο, χάνουμε τη Ελλάδα!..

Πνιγμένοι στη «στεκάμενη» εξέλιξή μας!.. (γελοιογραφία του ΚΥΡ στην «Ελευθεροτυπία»)..

Κι είναι κυριολεκτικό αυτό, δεν είναι ιδεολόγημα. Αφού, η φιλοσοφική διάσταση του ζητήματος εμπλέκεται κι εντέλει επιβεβαιώνεται από την πρακτική, που προκύπτει από τις Χίμαιρες των νέων καιρών. Η χώρα παρασέρνεται με τον (όποιο) πλημμυρισμό της, και ο Έλληνας χάνεται στη δίνη ορμητικών «Χιμαιρικών» νερών!..34

Και καθώς…, «Χιμαιρικά» είναι τα χειμαρρικά νερά -ως «υπνώττοντα τέρατα» τα χαρακτήρισε ο καθηγητής της Δασικής Υδραυλικής στη Δασολογική Σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών κατά το Μεσοπόλεμο κ. Άγγελος Γκίνης, θέλοντας να δείξει το αιφνίδιο και καταστροφικό στοιχείο της φύσης τους-, ας τα δούμε σε σχέση με την αποχή του ανθρώπου από τη δημιουργία, που εν προκειμένω αφορά στη διευθέτησή τους, και τις συνέπειες της πράξης του αυτής.

Σήμερα λείπει η οργανωμένη και συστηματική προσπάθεια διευθέτησης του τεταραγμένου χειμαρρόπληκτου ορεινού χώρου -κάτι που, όπως προαναφέραμε, έχει επιπτώσεις και στον υποκείμενο πεδινό χώρο. Λείπει η εναργής και συνειδητή προσπάθεια της συμπόρευσης του ανθρώπου με τη φύση, η προσήλωση στον ευγενή σκοπό της αποκατάστασης του υποβαθμισμένου από τις ανθρώπινες πράξεις φυσικού περιβάλλοντος και της θεραπείας της πληγωμένης γης, που θα προκύψει από τον αποδοχή σφαλμάτων και λανθασμένων αντιλήψεων. και εν συνεχεία, από τη θετική ενέργεια, την πνοημένη από το σκοπό. Λείπει η έγερση και το κίνητρο της δημιουργίας. Λείπει, για να το πούμε υπολογιστικά, η πρόνοια του ανθρώπου για το μέλλον του. Καθώς, κείνο που παλαιότερα τον προβλημάτιζε, η κατάσταση της γης, την οποία συναρτούσε με το μέλλον του σε αυτήν, σήμερα δεν τον αγγίζει, αφού προτιμά ν’ απολαμβάνει το παρόν αδιαφορώντας για το μέλλον. και μόνο το επώδυνο συμβάν στέκεται ικανό να τον ταρακουνήσει και να τον κάμει κάπως ενεργό.

Έτσι, η μνημειώδης προσπάθεια τη δασικής υπηρεσίας ν’ αποκαταστήσει τη χειμαρρόπληκτο χώρα και να διευθετήσει τους επικίνδυνους χειμάρρους της, δε βρήκε συνεχιστές. Τότε απεδώθησαν διευθετημένοι επικίνδυνοι χείμαρροι (μετά των λεκανών απορροής τους), οι περισσότεροι από τους οποίους σήμερα θεωρούνται πρακτικώς αποσβεσμένοι. Όμως το έργο δεν είχε ολοκληρωθεί κι απέμεινε αρκετό ακόμη να γίνει. Εκτός αυτού, υπήρχε ανάγκη συντήρησης, συμπλήρωσης κι επισκευής των δημιουργηθέντων έργων, τα οποία είχαν υποστεί τη φυσική τού χρόνου φθορά, αλλά και τη ζημιά του ανθρώπου! Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 κι έκτοτε, η δασική υπηρεσία εγκατέλειψε την προηγούμενη συστηματική προσπάθεια διευθέτησης του ορεινού χώρου, κι αυτό μοιραία πρέπει να συσχετιστεί με την εγκατάλειψη του χώρου αυτού από τους ανθρώπους του. Η πολιτεία, έποντας, τον εγκατέλειψε κι αυτήν!..

Το νεαρό πευκοδάσος που καίγεται, δε θα μπορέσει ν’ αναγεννηθεί μετά την καταστροφή του από την πυρκαγιά. Από τη γυμνή γη του θα ξεκινήσουν χείμαρροι ορμητικοί…

Yπάρχει όμως και η ποιοτική διαφορά στο έργο το σημερινό, σε σχέση με το παρελθοντικό. Το «καλλιτεχνικό» παραδοσιακό φράγμα, στο οποίο παντρεύτηκε η μαστορική με την επιστήμη, κρίθηκε ως αντιοικονομικό, ογκώδες και μη αποτελεσματικό, σε σχέση με το σκυρόδμητο ή -ακόμη περισσότερο- με το μεταλλικό, σχαρωτό διαλογικό σημερινό φράγμα. Λιγότερη τέχνη και οικολογία λοιπόν, περσότερη τεχνολογία και μηχανική. Σκέψη (υπο)λογιστική κι όχι δημιουργική, αγνόηση του επιτοπίου φυσικού υλικού κατασκευής και προτίμηση του φτιαγμένου σε εργοτάξια ή φερμένου από εργοστάσια υλικού, ξένου με τη φύση, την οποία αποκαθιστάς! Τέτοια αντίληψη ως προς την αποκατάσταση του φυσικού χώρου επικράτησε στην ύστερη πορεία του. Μιαν αντίληψη στην οποία παράγοντες περισσότερο (ή κατά βάσιν) οικονομικοί κι αυστηρά τεχνοκρατικοί καθόρισαν τις ανθρώπινες ενέργειες, και λιγότερο περιβαλλοντικοί/οικολογικοί κι αισθητικοί.

Σήμερα βρισκόμαστε σε εντελώς διαφορετική λογική σε σχέση με το παρελθόν στην επέμβαση στο φυσικό χώρο -αντίθετη θα υποστηρίζαμε, όσο κι αν μετ’ επιτάσεως προβάλλεται η φιλοπεριβαλλοντική διάσταση των έργων διαχείρισης του χώρου αυτού! Σήμερα, η μηχανική και η τεχνολογία έχουν επικρατήσει της οικολογίας και της μαστορικής. δηλαδή έχει επικρατήσει η τεχνοκρατική αντίληψη της επέμβασης στο φυσικό χώρο, κάτι που δηλοί επικράτηση της κατασκευής έναντι της δημιουργίας. Κρυερά και σιδηρά υλικά πλέον χρησιμοποιούνται κατά κόρον (οπλισμένα σκυρόδεματα, σιδηροκατασκευές, σχάρες κ.ά.), ενώ τα χρησιμοποιούμενα μέσα που εξυπηρετούν την κατασκευή και λειτουργία των έργων, αλλά και γενικότερα τη διαχείριση του φυσικού χώρου, είναι κατά κανόνα μηχανικά -κάτι που σημαίνει περαιτέρω επιβάρυνση κι αλλοίωσή του, με τη δημιουργία π.χ. υποδομών (δρόμων) για την εξυπηρέτηση των μετακινήσεων με τα μέσα αυτά ή εργοταξίων εντόνου επιβαρύνσεως στο φυσικό περιβάλλον!35

Η αποκατάσταση του φυσικού χώρου σήμερα, δεν είναι συστηματική αλλά περιπτωσιακή, γι’ αυτό και το αποτέλεσμά της δε μπορεί να συγκριθεί με το προηγούμενο της δασικής υπηρεσίας. Βέβαια, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι από τη δεκαετία του ’80 κι έπειτα, νέες ανάγκες δημιουργήθηκαν σε σχέση με την προστασία των φυσικών οικοσυστημάτων, λόγω της κατακόρυφης αύξησης του αριθμού των δασικών πυρκαγιών και των καταστροφών από αυτές, καθώς και από τις εκχερσώσεις των δασών της χώρας36. Η δασική υπηρεσία εστίασε στην προσπάθεια περιορισμού των αρνητικών επιπτώσεων της παραπάνω καταστροφής και της αποκατάστασης της ζημιάς που προκαλείτο, με έργα υδρονομικά, δηλαδή τεχνικά (χωμάτινα φράγματα, κλαδοπλέγματα, αποστραγγιστικές τάφρους, συρματοπλέγματα κ.ά.) και φυτοτεχνικά-αναδασωτικά, μην προβαίνοντας όμως στη συστηματική χειμαρρική διευθέτηση των χειμαρρόπληκτων περιοχών της χώρας, που οι νέες καταστάσεις (των καταστροφών) επανέφεραν ως αδήριτη ανάγκη. Ενδεικτικό της αδιέξοδης κατάστασης στην οποία εγκλωβίστηκε (η δασική υπηρεσία), αποτελεί το γεγονός ότι στη δεκαετία του ’90 είχαμε ρεκόρ κατασκευής υδρονομικών έργων στον ορεινό χώρο (1.518,47 χιλιάδες κ.μ. χωμάτινα φράγματα κατασκευάστηκαν και περίπου 370 χιλιάδες κ.μ. σκυρόδμητα, έναντι 300 χιλιάδων κ.μ. λιθόδμητων και μόλις 70 χιλιάδων κ.μ. χωμάτινων κατά τη δεκαετία του ’60!), χωρίς όμως το αποτέλεσμά τους να φανεί, αφού το μέγεθος της υποβάθμισης από την καταστροφή ήταν τέτοιο, που η επενέργεια της αποκατάστασης γίνονταν ελάχιστα αντιληπτή κι είχε μικρή ανταπόκριση στο φυσικό σύστημα -απολογιστικά, λέμε ότι η δεκαετία του ’90, ήταν «δεκαετία καταστροφής». Το βασισμένο στην προηγούμενη ανάγκη «επείγον» και «άμεσο» της κατασκευής, δηλούται από την πρόταξη δημιουργίας χωμάτινων φραγμάτων, έναντι των πιο στέρεων -αλλά οικονομικά πιο επώδυνων!- λιθόδμητων ή σκυρόδμητων φραγμάτων -που βέβαια, δικαιολογείται με το επιχείρημα ότι τα χωμάτινα φράγματα είναι πιο «οικολογικά»!..

Στις μέρες μας, χείμαρροι που μείναν κατά το παρελθόν αδιευθέτητοι, εξακολουθούν να «τρώγουν» τη χώρα, άλλοι δε επανήλθαν σε ενεργότητα/δραστηριότητα λόγω πλήρωσης των φραγμάτων διευθέτησής τους με φερτά υλικά ή καταστροφής των φυτοκομικών ή των τεχνικών έργων διευθέτησης. Σε τούτα έρχεται να προστεθεί η υποβάθμιση του ελληνικού φυσικού περιβάλλοντος, που αποτελεί το μόνιμο κι εύκολο θύμα των ανθρώπινων ενεργειών, αλλά και η αγνόησή του από τον νεοέλληνα, ο οποίος έχει αποστασιοποιηθεί από αυτό και λίγο τον απασχολεί η κατάστασή του. Θα λέγαμε ότι, λόγω μη ολοκλήρωσης της προηγούμενης προσπάθειας διευθέτησης του χειμαρρόπληκτου ορεινού χώρου, αλλά και της γενικότερης απαξίωσης του χώρου αυτού, με τη συνεχή υποβάθμισή του, η χειμαρρική απειλή αποτελεί σήμερα έναν από τους μεγαλύτερους κινδύνους για την «ακεραιότητα» της χώρας!..

Απότρελο, το λοιπόν, ξεχυέται το χειμάρρι στο ντορό. Σωρί μαζεύεται η χώρα στη δαιμονία των καιρώνμικραίνεται αψοφητί κι ανυπόπτως στη φαγωσιά του νερού. Μια απειλή από το παρελθόν, η χειμαρρική, στοιχειώνει τη χώρα και την τρομοκρατεί, επιβεβαιώνοντας το χαρακτηρισμό που της αποδόθηκε, ως «χώρα των χειμάρρων». Δεν αποβλήθηκε (η απειλή αυτή) ποτέ. Απομακρύνθηκε χάρη στον δουλευτικό επιστημονικό άνθρωπο και τον μαζί του γνωστικό άνθρωπο της υπαίθρου. Και γένεται πάλι γιγαντική χάρη στον εναγή ελεγειακό άνθρωπο…

Ενάντια στου χειμάρρου την ορμή… 13
Σήμερα, τέτοια υψηλά έργα λείπουν, και δεν υπάρχουν δασάρχες -όπως ο εικονιζόμενος-, που, περήφανοι για τη δημιουργία τους, να στέκουν ομπρός τους πλήρεις… (από το αρχείο της δασικής υπηρεσίας) .

του Αντώνιου Καπετάνιου

Σημειώσεις

27 Ιδού μια παραστατική μαρτυρία από γηραιό χωρικό της Αχαΐας, την οποία κατέγραψα το 1993: «Έφτασε στο χωριό μας ο Δασάρχης τον Μάρτη του ’55. Μας είπε ότι θα μελετήσει το βουνό μας και θα το στήσει. Ο Ξηριάς αυτό το χειμώνα ξεχύλισε τρεις φορές και μας γέμισε λάσπες του βουνού. Τον φιλοξενήσαμε (τον Δασάρχη) κοντά ένα μήνα και κάθε μέρα δουλεύαμε μαζί του. Πηγαίναμε στο βουνό και το μετρούσαμε. Όταν έφυγε μάς είπε ότι θα ξανάρθει για να το φτιάξουμε. Δεν τον πιστέψαμε. Είπαμε ότι είναι ένας ακόμη από αυτούς των γραφείων που συνηθούν να μας περιπαίζουν. Δε μας κορόϊδεψε. Ήρθε στα μέσα του Ιούλη κι είπε ότι είναι έτοιμα τα σχέδια κι αρχίζουμε δουλειά. Ήταν μια καταπληκτική δουλειά, γιατί στήσαμε το βουνό μας και περάσαμε ωραία. Ο θαυμάσιος αυτός άνθρωπος μάς έμεινε αξέχαστος, γιατί μάς νοιάστηκε κι έκανε τον τόπο μας σταθερό. Ήρθε μετά από χρόνια να δει το έργο του και συγκινηθήκαμε όλοι».

28 Δηλαδή διευθετήθηκε περίπου το 23,5% της έκτασης των λεκανών απορροής. εν έργο τεραστίας κλίμακας κι εξαιρετικής δυσκολίας!..

29 Τέτοια περίπτωση αποτελεί ο οικισμός Παλιοκαρυά Ν. Τρικάλων, που βρισκόταν σε χαράδρωση του Πορταϊκού χειμάρρου και μεταφέρθηκε προπολεμικά σε άλλη θέση, λόγω των μεγάλων καταστροφών του από το χείμαρρο. Μεταπολεμικά όμως (το έτος 1951), και ενώ τα δασοτεχνικά έργα στην περιοχή προχωρούσαν κι αυτή «στερεωνόταν», οι κάτοικοι του οικισμού ζήτησαν επίσημα (από την Πολιτεία) να επανέλθουν στις οικείες τους κι άρχισαν να χρησιμοποιούν αυτές ως δεύτερη κατοικία, δραστηριοποιούμενοι μάλιστα στα αποκατεστημένα εδάφη! Η απογοήτευση του Δασάρχη για την κατάσταση αυτή, είναι εμφανής στην παρακάτω υπηρεσιακή αναφορά: «Γενεαί κτηνοτρόφων ειργάσθησαν διά την καταρράκωσιν και εξαφάνισιν εν πολλοίς της εξ ελάτης, οξυάς, δρυός και αειφύλλων πλατυφύλλων πλουσίας βλαστήσεως της περιοχής. Αποτέλεσμα της τοιαύτης καταστάσεως ήτο η κατολίσθησις εκτάσεως εφ’ ης ήτο κτισμένος ο συνοικισμός του χωρίου. Σήμερον δε, μετά την εν εξελίξει αποκατάστασιν του τόπου, επενέρχονται οι κατοικοί του καταστρέφοντες το ίδιον» (από υπηρεσιακή αναφορά προς το «Σεβαστόν Υπουργείον» -με αξιοζήλευτη καλλιγραφία παρακαλώ…-, με ημερομηνία 10-9-1951).

30 Τέτοια περίπτωση αποτελεί η απομάκρυνση προπολεμικώς από τη λεκάνη απορροής του χειμάρρου Γλαύκος Πατρών των κτηνοτρόφων της κοινότητας Σουλίου, στα διοικητικά όρια της οποίας περιλαμβάνονταν η λεκάνη, αποζημιούμενοι για τις αίγες τους που θυσιάστηκαν στο «βωμό της αποκατάστασης» του τόπου, μετατρεπόμενοι πλέον σε αγρότες. Πλην όμως, επανήλθαν κατά την Κατοχή στην περιοχή, ξαναδημιουργώντας ποίμνια. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 είχαν ήδη αναπτύξει εκεί 2.000 αίγες και 1.000 πρόβατα, επιφέροντας περαιτέρω περιβαλλοντική υποβάθμιση της περιοχής!

31 Αναφερόμαστε στα λιθόδμητα και ξηρολίθινα φράγματα των χειμαρρικών ρευμάτων, που είχαν μιαν επιμελημένη αισθητική, πέρα από την άριστη τεχνική τους.

32 Εδώ η έννοια της ποίησης ταυτίζεται με την έννοια της δημιουργίας, που σημαίνει ότι, ο «ποιητής» πράττει με μέτρο κι όραμα, με συναίσθημα κι όνειρο, με συνείδηση κι αξίες. Αυτά κάμουν την ποίηση τέχνη. Ως έργο δεν είναι κατασκευή, μα καλλιτέχνημα. Δεν το δημιουργεί η οικοδομική, μα η αρχιτεκτονική.

33 Η πλήρωση με φερτές ύλες του φράγματος, καθιστούσε αυτό ανενεργό. Έπρεπε τότε, εφόσον το χειμαρρικό φαινόμενο εξακολουθούσε (δεν πραγματοποιήθηκε ακόμη η επιδιωκώμενη απόσβεση), να ανυψωθεί το υπάρχον φράγμα για να συνεχίσει τη λειτουργία του ή να κατασκευασθεί άλλο, που θ’ αντικαταστήσει αυτό.

34 Εδώ εννοούμε την προερχόμενη από το αρχαίο τέρας της μυθολογίας διάσταση του γεγονότος, από τη Χίμαιρα δηλαδή, γι’ αυτό και χρησιμοποιούμε στο σχετικό επιθετικό προσδιορισμό τη με πρώτο κεφαλαίο γράμμα γραφή. Μπορούμε όμως με την έκφραση αυτή να εννοήσουμε και το απραγματοποίητο της πράξης, και να χρησιμοποιήσουμε μικρό πρώτο γράμμα στον επιθετικό προσδιορισμό, αφού τελικώς η μη πραγματοποίηση από τον άνθρωπο του επιβαλλόμενου, οδηγεί στην απομείωση και την απαξίωσή του, και τελικά στην αγνόησή του, σε τέτοιο βαθμό, που φαντάζει μη δυνατή η πραγμάτωση του αυτονόητου!!!

35 Σήμερα δημιουργούνται μεγάλα εργοτάξια στο φυσικό χώρο, για την κατασκευή έργων διαχείρισης και «αξιοποίησής του», καθώς και υποδομές εξυπηρέτησης των «θηριωδών» μέσων που χρησιμοποιούνται στις πραγματοποιούμενες εργασίες (των εκσκαπτικών και μεταφορικών μηχανημάτων)!

36 Ο μέσος όρος του αριθμού των πυρκαγιών κατ’ έτος στην Ελλάδα στις δεκαετίες του ’50 και ’60 ήταν 752 πυρκαγιές, με μέσο όρο καμένης κατ’ έτος δασικής γης 114.520 στρέμματα, ενώ τ’ αντίστοιχα μεγέθη στη δεκαετία του ’80 ήταν 1.168 πυρκαγιές και 519.452 στρέμματα καμένης δασικής γης (Υπουργείο Γεωργίας, 2000). Δηλαδή, μεταξύ των παραπάνω συγκρίσιμων χρονικών διαστημάτων υπήρξε αύξηση κατά 35,61% του αριθμού των πυρκαγιών και κατά 78% των στρεμμάτων κάμενης δασικής γης!!!

Βιβλιογραφία – Πηγές

– Ανδριανόπουλος Αντ., «Μηχανικοί ή δασολόγοι διά τη διευθέτησιν των χειμάρρων;», περιοδικό «Δασική Επιθεώρησις», έτος Α΄, τεύχος 1ο, Αθήνα 1931.
– Brandt C. J., «Mediterranean desertification and land use», J. Wiley, London 1996.
– Γιάσογλου Ν., «Φυσικοί πόροι και ερημοποίηση», από τον συλλογικό τόμο «Ερημοποίηση», Εθνική Επιτροπή κατά της Ερημοποίησης και Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων, Αθήνα 2004. Γιάσογλου Ν., Κοσμάς Κ., «Η ερημοποίηση», από τον συλλογικό τόμο «Ερημοποίηση», Εθνική Επιτροπή κατά της Ερημοποίησης και Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων, Αθήνα 2004.
– Γκίνης Άγγ., «Δασική υδραυλική», Ε.Μ.Π., Αθήναι 1923.
– Γκιόλας Μ., «Ιστορία της Ευρυτανίας στους νεότερους χρόνους (1393-1821)», εκδόσεις Πορεία, Αθήνα 1999.
– Γραικιώτης Π., «Υπάρχει αλπική ζώνη εις την Ελλάδα;», περιοδικό «Δασικά Χρονικά», τεύχη 143 & 144, Σεπτ. & Οκτ. 1970.
– Γρίσπος Π., «Δασική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος», έκδοση Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, Αθήνα 1973.
– ΕΥΔΑΠ, «Ο κύκλος του νερού στην Αττική», www.eydap.gr.
– Ευτυχίδης Γ., «Η διάβρωση στον ελληνικό χώρο», περιοδικό «Η Νέα Οικολογία», Οκτ. 1987.
– Fairbridge R. W., «The encyclopedia of geomorphology», Dowden, Hutchinson & Ross, Strousburg 1968.
– Ζάμπακας Ι., «Γενική Κλιματολογία», Αθήνα 1981.
– Grove, A. T., & O. Rackham, «The nature of Mediterranean Europe: An ecological history», New Haven: Yale University press 2001.
– Ινστιτούτο Χημείας και Γεωργίας Νικόλαος Κανελλόπουλος, «Η διάβρωσις των εδαφών», Πειραιάς 1938.
– Καπετάνιος Αντ., «Μεταπυρικά αντιδιαβρωτικά έργα στην Αιγιάλεια», μελέτη, Δασική Υπηρεσία, Αίγιο 1998.
– Καπετάνιος Αντ., «Η θλιβερή ιστορία των δασών της Ελλάδος», περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη», εκδοτικός οργανισμός Πάπυρος, τεύχος 404, Φεβρ. 2002.
– Καπετάνιος Αντ., «Τη χώρα που μου πήρανε γυρεύω», εκδόσεις Ηλιοτρόπιο, Αθήνα 2003.
– Καπετάνιος Αντ., «Τοπιογράφοι, ελάτε γρήγορα σ’ αυτή τη χώρα…», εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 2009.
– Καρακώστας Γ., «Πλημμύρες και λειψυδρία στον ελλαδικό χώρο και το παγκόσμιο σύστημα», περιοδικό «Γεωτεχνική Ενημέρωση», Φεβρουάριος 1995.
– King C., «Techniques in gemorphology», London 1966.
– Κοντός Π., «Δασική Ελληνική Ιστορία», Αθήνα 1929.
– Κοντός Π., «Δασική Πολιτική, ιδία εν Ελλάδι, μετά στοιχείων Αγροτικής Πολιτικής», Θεσσαλονίκη 1933.
– Kubiena W. L., «The soils of Europe», Thomas Murdy and Co, London 1953.
– Κωτούλας Δ., «Γενική υδρολογία και υδραυλική», πανεπιστημιακή έκδοση, Θεσσαλονίκη 1986.
– Κωτούλας Δ., «Διευθετήσεις χειμαρρικών ρευμάτων», Μέρος Ι & ΙΙ, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1985 & 1987.
– Κωτούλας Δ., «Τα χαμηλά φράγματα», Γεωτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, Θεσσαλονίκη 1987.
– Κωτούλας Δ., «Νέοι τύποι φραγμάτων στις διευθετήσεις χειμάρρων», Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1989.
– Κωτούλας Δ., «Ένα καίριο εθνικό πρόβλημα: Φυσικό περιβάλλον και διάβρωση εδάφους», Κέντρο Πολιτικής Έρευνας και Επιμόρφωσης, περιοδικό Επίκεντρα, Φθινόπωρο 1998.
– Λάζος Ν., «Τα δημόσια δάση της Ελλάδος», έκδοση Υπουργείου Γεωργίας, Αθήνα 1929.
– Λιακόπουλος Α., «Υδρολογία επιφανειακών νερών, διευθέτηση ποταμών», τεύχος 2ο, Θεσσαλονίκη 1977.
– Lindh G., «Water and the city», Unesco 1983.
– Μακρυγιάννη στρατηγού, «Απομνημονεύματα», εκδοτικός οργανισμός Πάπυρος, Αθήνα 1996.
– Μάουρερ Γκ. Λ., «Ο ελληνικός λαός», επιμέλεια: Τάσος Βουρνάς, μετάφραση: Όλγα Ρομπάκη, έκδοση αφών Τολίδη, Αθήνα 1976.
– Μαραγκός Χρ., «Τεχνικά έργα υποδομής: Κατασκευές στην επιφάνεια βράχου, υπόγειες κατασκευές, φράγματα», Θεσσαλονίκη 1999.
– Μαργαρόπουλος Π., «Τεχνική και φυτοκομική διευθέτησις χαραδρωσιγενών, ολοσθησιγενών και ρηξιγενών επιφανειών», έκδοση Υπουργείου Γεωργίας, Αθήνα 1962.
– Μαργαρόπουλος Π., «Η υδατική διάβρωσις και το χειμαρρικόν φαινόμενον», Αθήνα 1963.
– Μαριολόπουλος Ηλ., «Το κλίμα της Ελλάδος», Αθήνα 1938.
– Μεταξάς Ν., «Τα υδραυλικά έργα Θεσσαλίας και οι χείμαρροι αυτής», περιοδικό «Δασική Ζωή», τεύχος 27, Μάρτιος 1936.
– Μουλόπουλος Χρ., «Οι χείμαρροι της παλαιάς Ελλάδος», Θεσσαλονίκη 1929.
– Μουλόπουλος Χρ., «Η εξέλιξις της ορεινής υδρονομικής», πανεπιστημιακή έκδοση, Θεσσαλονίκη 1932.
– Μπαλούτσος Γ., «Ο Υδρο-Παράλογος κύκλος των Πλημμυρών», περιοδικό «Γεωτεχνική Ενημέρωση», Μάρτιος 1994.
– Νιτσιώτας Γ., «Στατική των γραμμικών φορέων», τόμος 1ος & 2ος, β΄ έκδοση, Θεσσαλονίκη 1976.
– Νιτσιώτας Γ., «Ελαστοστατική», Θεσσαλονίκη 1978.
– Ξένος Γ., «Το ελληνικόν υδατικόν πρόβλημα», έκδοση Υπουργείου Γεωργίας, Αθήνα 1948.
– Παπαμίχος Ν., «Δασικά εδάφη. Σχηματισμός, ιδιότητες, συμπεριφορά», πανεπιστημιακή έκδοση, Θεσσαλονίκη 1985.
– Πλάτωνας, «Τιμαίος & Κριτίας», έκδοση Κάκτος, Αθήνα 1993.
– Remmert H., «Ecology», Berlin 1980.
– Σέττας Ν., «Η Ελλάς και το κλίμα της», έκδοση Ακαδημίας Αθηνών, Αθήνα 1975.
– Στεφανίδης Π., «Πετρογραφία, Γενική και Τεχνική Γεωλογία», εκδόσεις Χριστοδουλίδη, Θεσσαλονίκη 2002.
– Στεφάνου Αν., «Αι δρυάδες των αρχαίων και τα δάση των νεωτέρων χρόνων», έκδοση Υπουργείου Γεωργίας, Αθήνα 1935.
– Στουρνάρας Γ., «Νερό. Περιβαλλοντική διάσταση & διαδρομή», εκδόσεις Τζιόλα, Αθήνα 2007.
– Williams M. O., «New Greece, The Centenarian, Forges Ahead», National Geographic magazine, December 1930.
– Υπουργείο Γεωργίας – Γενική Γραμματεία Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος, «Αποτελέσματα Πρώτης Εθνικής Απογραφής Δασών», έκδοση Υπουργείου Γεωργίας, Αθήνα 1992.
– Υπουργείο Γεωργίας – Γενική Δ/νση Ανάπτυξης & Προστασίας Δασών & Φυσικού Περιβάλλοντος, «Δάση και νερό», έκδοση Υπουργείου Γεωργίας, Αθήνα 2003.
-Χριστοδουλόπουλος Αντ., «Τα παραγωγικά έργα Σερρών και οι χείμαρροι», περιοδικό «Δασική Ζωή», τεύχος 34, Μάρτιος 1936.

Οι φωτογραφίες του φωτογραφικού αρχείου της δασικής υπηρεσίας ψηφιοποιήθηκαν με ψηφιακή επεξεργασία υψηλής ανάλυσης από τον συγγραφέα, ο οποίος τις διατηρεί υπό αυτή τη μορφή.

Παρόμοια Άρθρα

Εγγραφή
Notify of
guest
0 Comments
Παλαιότερα
Νεότερα Δημοφιλέστερα
Inline Feedbacks
Δείτε όλα τα σχόλια
Back to top button
0
Πάρτε μέρος στη συζήτηση!x