Θεοφάνεια – Μονή Δαφνίου
Η Μονή Δαφνίου είναι μνημείο προστατευόμενο από την UNESCO, καθώς η αρχιτεκτονική, το μέγεθός του και ο απαράμιλλης ποιότητας ψηφιδωτός διάκοσμός του, που υποδηλώνουν τη σχέση του με την Κωνσταντινούπολη, το κατατάσσουν στα σημαντικότερα μνημεία της βυζαντινής εποχής και το χαρακτηρίζουν ως μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Για τον ή τους κτήτορες της μονής και τις συνθήκες ίδρυσής της δεν υπάρχουν μαρτυρίες, επομένως πληροφορίες μπορούμε να αντλήσουμε μόνο από το ίδιο το μνημείο. Έτσι, με βάση την αρχιτεκτονική του καθολικού και τον διάκοσμό του η ίδρυση της μονής τοποθετείται χρονικά στα τέλη του 11ου αιώνα, πιθανώς γύρω στο 1080. Όπως απέδειξαν ανασκαφές στον χώρο, το καθολικό έχει κτιστεί επάνω στα ερείπια αρχαίου ιερού του Δαφναίου ή Δαφνίου Απόλλωνα, αριστερά της αρχαίας Ιεράς Οδού, που οδηγούσε από την Αθήνα στην Ελευσίνα. Στην ίδια θέση φαίνεται ότι υπήρχε και χριστιανική βασιλική του 6ου αιώνα. Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας (1204-1456) το μοναστηριακό συγκρότημα περιήλθε σε κιστερκιανούς μοναχούς και υπήρξε χώρος ταφής των Φράγκων δουκών των Αθηνών, ενώ αμέσως μετά την οθωμανική κατάκτηση (1456) επανήλθε σε ορθοδόξους μοναχούς.
Σύμφωνα με μαρτυρίες, η μονή άκμασε κατά τον 16ο αιώνα, όπως συνέβη και με τις άλλες μονές της Αττικής. Πρωτοστάτης υπήρξε ο μοναχός Ακάκιος, ο οποίος στις πηγές αναφέρεται ως πρώτος ανακαινιστής και δεύτερος κτήτωρ της. Από τον 17ο αιώνα, όμως, άρχισε να παρακμάζει και υπέστη λεηλασίες από επιδρομές κουρσάρων. Μάλιστα, το 1802 ο λόρδος Έλγιν αφαίρεσε τους αρχαίους ιωνικούς κίονες από τον εξωνάρθηκα του καθολικού της. Την εποχή της επανάστασης, λόγω της στρατηγικής θέσης της και του ισχυρού περιβόλου της, χρησιμοποιήθηκε ως οχυρό και το 1826, κατά την εισβολή του Κιουταχή, καταλήφθηκε και πυρπολήθηκε από τους Τούρκους. Το 1833, με τον νόμο της Αντιβασιλείας του Όθωνα, το μοναστήρι διαλύθηκε και κατά το χρονικό διάστημα 1883-1885 στον χώρο του στεγάστηκε το Δημόσιο Ψυχιατρείο. Το 1888, έπεσε ο τρούλος του καθολικού λόγω σεισμού, και στη συνέχεια τα ψηφιδωτά του επισκευάσθηκαν από Ιταλούς συντηρητές, οι οποίοι κατά την αποκατάσταση έκαναν πολλά λάθη. Σοβαρές ζημιές υπέστη το μνημείο και από τον μεγάλο σεισμό του 1999.
Το συγκρότημα της μονής οριοθετείται και προστατεύεται από τετράγωνο περίβολο, οχυρωμένο με πύργους και επάλξεις, με δύο πύλες εισόδου, στην ανατολική και στη δυτική πλευρά. Στο εσωτερικό του σώζονται κατάλοιπα των κελιών και της τράπεζας, και περίπου στο κέντρο του δεσπόζει το καθολικό. Ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του λεγόμενου «ηπειρωτικού» οκταγωνικού σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού και είναι κτισμένο με το συνηθισμένο, αλλά ιδιαίτερα φροντισμένο, πλινθοπερίκλειστο σύστημα τοιχοποιίας των βυζαντινών χρόνων. Χαρακτηριστικό του αρχιτεκτονικού αυτού τύπου είναι ότι ο κυρίως ναός είναι ενιαίος χώρος, καθώς οι οκτώ πεσσοί (τετράπλευροι κίονες) που στηρίζουν τον τρούλο απωθούνται προς τα πλάγια. Στα ανατολικά του κυρίως ναού έχει προσαρτηθεί το τριμερές Ιερό Βήμα, ενώ στα δυτικά διαμορφώνονται δύο νάρθηκες, από τους οποίους ο εξωνάρθηκας είναι μεταγενέστερος, του 12ου αιώνα. Πάνω από τον νάρθηκα υπήρχε όροφος που χρησίμευε ως κατοικία του ηγουμένου ή ως βιβλιοθήκη. Κατά τον 13ο αιώνα οι κιστερκιανοί μοναχοί επισκεύασαν τον εξωνάρθηκα και μετέτρεψαν την κρύπτη κάτω από τον νάρθηκα σε χώρο ταφής των Φράγκων δουκών των Αθηνών.
Στο εσωτερικό του ναού δεσπόζουν τα λαμπρά ψηφιδωτά στα οποία οφείλει τη μεγάλη φήμη της η Μονή. Ο ψηφιδωτός αυτός διάκοσμος του τέλους του 11ου αιώνα αποτελεί πραγματικό αριστούργημα της βυζαντινής τέχνης, είναι από τα καλύτερα έργα της εποχής του, και η άψογη τεχνική του εκτέλεση παραπέμπει στην τέχνη της Κωνσταντινούπολης. Το εικονογραφικό πρόγραμμα ακολουθεί την καθιερωμένη διάταξη της μεσοβυζαντινής περιόδου. Στον τρούλο δεσπόζει η μορφή του Παντοκράτορα, στην κόγχη του ιερού η Παναγία, ενώ στον κυρίως ναό εικονίζονται σκηνές από τον βίο του Χριστού και άγιοι και στον νάρθηκα σκηνές από τη ζωή της Παναγίας. Οι λίγες τοιχογραφίες που σώζονται στον ναό είναι μεταγενέστερες και ανάγονται στον 17ο-18ο αιώνα.