Γ. Μπαμπινιώτης: Δεν έχουμε ανάγκη από περισσότερα πρότυπα, αλλά από καλύτερα δημόσια σχολεία

“Η γλώσσα δεν είναι απλώς ένα εργαλείο επικοινωνίας. Είναι ο πολιτισμός, η Ιστορία, η σκέψη, η ταυτότητά μας. Οφείλουμε να δαπανάμε κόπο και χρόνο ώστε να μπορούμε να τη χρησιμοποιούμε σωστά, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό μας λόγο».
Ο πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γεώργιος Μπαμπινιώτης, μιλά στην Καθημερινή και την Βίκυ Κατεχάκη την για τη γλώσσα, αλλά και το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Η γλώσσα είναι το «μεγάλο εθνικό κεφάλαιο» το οποίο παραμένει αναξιοποίητο, τονίζει. «Ιδεολογικά και πνευματικά δεν πιστεύουμε στην αξία της γλώσσας, διότι δεν έχουμε καταφέρει να εμπνεύσουμε αγάπη και ενθουσιασμό για αυτήν ήδη από τα σχολικά χρόνια», λέει στη συνέντευξη που παραχώρησε στην «Κ», τονίζοντας ότι η βάση της γλώσσας είναι το ρήμα, που χρησιμοποιείται για να αποτυπώσει την ατέρμονη ροή της ζωής μας. «Το έχει πει ο Ηράκλειτος: η ζωή του ανθρώπου είναι ένα γίγνεσθαι. Μέσα από το ρήμα εκφράζουμε όλες τις σκέψεις και τα συναισθήματά μας».
Παρ’ όλα αυτά, μέσα στις σχολικές αίθουσες η διδασκαλία της γλώσσας περιορίζεται σε τυπικές κατηγοριοποιήσεις, αποτυγχάνοντας –εντέλει– να γίνει ελκυστική στη νέα γενιά. «Οταν για παράδειγμα λέμε “ο επιθετικός προσδιορισμός” ή “ο επιρρηματικός προσδιορισμός του τάδε”, δεν συγκινούμε κανέναν», τονίζει.
ΚΡΙΣΙΜΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ
Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Τι χρειάζεται να αλλάξει; Ποιες είναι οι βαθύτερες «πληγές» του;
«Εδώ και πολλά χρόνια βιώνουμε μια οδυνηρή εκπαιδευτική περιπέτεια», απαντά ο καθηγητής, εστιάζοντας στο Λύκειο ως τον πιο «αδύναμο κρίκο» του συστήματος. «Εχουμε ένα απαξιωμένο Λύκειο. Τα παιδιά μας στην ηλικία των 15-18, στην καλύτερη νοητική τους ανάπτυξη, βρίσκονται υποδουλωμένα σε ένα σύστημα που τα κάνει να αφοσιώνονται αποκλειστικά σε τέσσερα μαθήματα για την εισαγωγή τους στο πανεπιστήμιο, αποκλείοντας οτιδήποτε άλλο από τη ζωή τους: και τον χρόνο και την πνευματική ηρεμία που χρειάζεται η γνώση», εξηγεί.
Εχει ωριμάσει ο καιρός για να εφαρμοστεί το Εθνικό Απολυτήριο, το σύστημα που λαμβάνει υπόψη του την επίδοση ενός μαθητή σε τρία χρόνια και όχι μέσα σε τρεις ώρες.
«Δεν είναι δυνατόν αυτό το απάνθρωπο σύστημα, αυτό το δαπανηρό για την ελληνική οικογένεια σύστημα, αυτό το σύστημα που έχει μεταθέσει την εκπαίδευση από το σχολείο στο φροντιστήριο να συνεχίσει τη ζωή του, διότι προκαλεί πολύ κακό στη γενικότερη συγκρότηση των παιδιών μας, που θα μπορούσε να επιτυγχάνεται σε αυτά τα καθοριστικά τρία χρόνια του σχολείου.
Εχει ωριμάσει ο καιρός για να εφαρμοστεί το Εθνικό Απολυτήριο, το σύστημα που λαμβάνει υπόψη του την επίδοση ενός μαθητή μέσα σε τρία χρόνια και όχι μέσα σε τρεις ώρες. Αυτός θα πρέπει να είναι ο κύριος τρόπος για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο. Φαίνεται πως υπάρχει αυτή η πρόθεση από το υπουργείο Παιδείας, κι εύχομαι η ηγεσία του να πάρει τη σωστή απόφαση», προσθέτει, θυμίζοντας τις προεκλογικές εξαγγελίες της κυβέρνησης, που όμως σήμερα «σκαλώνουν» στους φόβους για το αδιάβλητο και το κόστος του εξεταστικού φορτίου.
«Πρόκειται για ουσιαστική μεταρρύθμιση που μπορεί να εξασφαλίσει το αδιάβλητο μέσα από την “τράπεζα” θεμάτων και άλλους συναφείς τρόπους, οι οποίοι εφαρμόζονται ήδη και σε άλλες χώρες. Είναι το μοναδικό πλεονέκτημα του σημερινού συστήματος και δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να χαθεί».
H «ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ» ΤΟΥ IB
Ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης σχολιάζει επίσης την πρόθεση του υπουργείου Παιδείας να εφαρμόσει το διετές απαιτητικό πρόγραμμα σπουδών ΙΒ (International Baccalaureate) στα πρότυπα Λύκεια της χώρας, με αφετηρία τον Σεπτέμβριο του 2026. Με την εφαρμογή του, μαθητές της Β’ και Γ’ τάξης θα έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν ανάμεσα στο ΙΒ και στο ισχύον σύστημα εισαγωγής στα ελληνικά πανεπιστήμια.
Tο θέτουμε μπροστά στην ελληνική οικογένεια, της οποίας οι βλέψεις, στην πραγματικότητα, δεν είναι να στείλουν τα παιδιά τους στο εξωτερικό για να σπουδάσουν επί πληρωμή, αλλά στα καλά ελληνικά πανεπιστήμια.
«Το ΙΒ είναι μια περιπέτεια, αφού από τη μία θα βάλει τα παιδιά να εμβαθύνουν σε συγκεκριμένα αντικείμενα στα αγγλικά και από την άλλη το κράτος θα πρέπει να βρει και να χρυσοπληρώσει εκπαιδευτικούς που θα διδάξουν αυτά τα αντικείμενα. Είναι κίνηση εντυπωσιασμού, ότι δήθεν αυτό που εφαρμόζεται σε ορισμένα ιδιωτικά σχολεία για παιδιά που θα φοιτήσουν στο εξωτερικό το φέρνουμε και στη δημόσια εκπαίδευση, δηλαδή το θέτουμε μπροστά στην ελληνική οικογένεια, της οποίας οι βλέψεις, στην πραγματικότητα, δεν είναι να στείλουν τα παιδιά τους στο εξωτερικό για να σπουδάσουν επί πληρωμή, αλλά στα καλά ελληνικά πανεπιστήμια», τονίζει ο κ. Μπαμπινιώτης.
«ΧΡΕΟΣ» ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
Ζητούμενο είναι η ποιοτική εκπαίδευση. Αυτή, όπως λέει ο ίδιος, σχετίζεται με την κατάρτιση και την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, με το αναβαθμισμένο σύστημα και τις καλύτερες μεθόδους διδασκαλίας, με το περιεχόμενο των σπουδών, καθώς και με το πώς αντιμετωπίζουμε «την αγραμματοσύνη» που υφίσταται στα σχολεία.
«Αναφέρομαι στον λειτουργικό αναλφαβητισμό», διευκρινίζει. «Το παιδί πηγαίνει στο σχολείο, μαθαίνει γράμματα, αλλά έχει μεγάλη δυσκολία να γράψει και να καταλάβει ένα κείμενο, να κατανοήσει την εκφώνηση ενός θέματος, να εκφραστεί. Για αυτό συχνά βλέπουμε άσχημα αποτελέσματα σε διαγωνισμούς. Αυτά είναι τα μεγάλα λάθη, τα οποία χρωστούμε στην ελληνική οικογένεια να τα θεραπεύσουμε».
Φοβάμαι ότι φορτώνουμε παιδιά 10 και 11 ετών με μια αγωνία και μια ανταγωνιστικότητα που δεν θα έπρεπε να υπάρχει σε αυτή την ηλικία.
Σε μια εποχή, που όλο και περισσότεροι γονείς στην Ελλάδα παροτρύνουν τα παιδιά τους, τελειώνοντας την έκτη, να διαγωνιστούν για μία θέση στα πρότυπα Γυμνάσια, κάτω από συνθήκες «μικρών πανελλαδικών», ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης κρίνει τον θεσμό ως υπερεκτιμημένο.
«Θεωρώ ότι υπάρχει μια υπερβολή, ένας γιγαντισμός που στην εκπαίδευση είναι επικίνδυνος. Οι γονείς θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους ότι όταν μιλάμε για πρότυπο σχολείο δεν είναι αυτό που γνωρίζαμε παλαιότερα ως “Βαρβάκειο”. Είναι σχολεία πιο προσεγμένα από τα κοινά δημόσια, τα οποία δεν προσφέρουν καν τους όρους της συνεχούς επιλογής και αξιολόγησης. Σε αυτά διδάσκουν ακόμη και αναπληρωτές», λέει και προσθέτει: «Φοβάμαι ότι φορτώνουμε παιδιά 10 και 11 ετών με μια αγωνία και μια ανταγωνιστικότητα που δεν θα έπρεπε να υπάρχει σε αυτή την ηλικία».
Η πρόκληση θα ήταν να δημιουργήσουμε ένα καλό δημόσιο σχολείο […] το οποίο θα συγκεντρώνει τα παιδιά της γειτονιάς, θα τα “ανεβάζει” και θα τα εκπαιδεύει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Η αληθινή πρόκληση στην εκπαίδευση έχει διαφορετική αφετηρία, λέει ο Ελληνας καθηγητής και επιμένει πως δεν έχουμε ανάγκη από περισσότερα πρότυπα σχολεία, αλλά από καλύτερα δημόσια. «Η πρόκληση θα ήταν να δημιουργήσουμε ένα καλό δημόσιο σχολείο με επιμορφωμένους και καταρτισμένους εκπαιδευτικούς, με σύγχρονα προγράμματα και καλύτερο εξοπλισμό, το οποίο θα συγκεντρώνει τα παιδιά της γειτονιάς, θα τα “ανεβάζει” και θα τα εκπαιδεύει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο», εξηγεί.
AI KAI ΙΔΙΩΤΙΚΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑ
Ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης, έχοντας συμπληρώσει σχεδόν μισό αιώνα σταδιοδρομίας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, εξηγεί πως δεν είναι αρνητικός απέναντι στην προοπτική λειτουργίας μεγάλων διεθνών πανεπιστημίων στην Ελλάδα. «Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, εφόσον γίνουν σωστά και κρατηθούν σε ένα υψηλό επίπεδο απαιτήσεων που είχε εξαρχής απαιτηθεί εξασφαλίζοντας μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά, αλλά υψηλού επιπέδου ιδρύματα, τότε θα αποτελέσουν μία πρόκληση ανταγωνισμού. Ωστόσο τα μεγάλα ελληνικά πανεπιστήμια δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν», τονίζει.
Δεν παραλείπει να μιλήσει για τις σύγχρονες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία με τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης ως επανάσταση στη γνώση. «Η ΤΝ με έχει εντυπωσιάσει. Αυτό το σύστημα επιτυγχάνει τουλάχιστον τρία σημαντικά πράγματα: Πρώτον, επιλέγει προσεκτικά τα δεδομένα με τα οποία απαντά σε κάθε ερώτημα, ως μια μορφή κριτικής σκέψης. Δεύτερον, κάνει σύνθεση της πληροφορίας και τρίτον κρατά μια ηθική στάση, χωρίς ύβρεις και μειωτικούς χαρακτηρισμούς. Αξιοποιώντας την επεξεργασία της ΤΝ και ενσωματώνοντας τη δική μου άποψη, παίρνω ένα άριστο υλικό στο οποίο μπορώ να βασιστώ, όχι όμως για να το παρουσιάσω αυτούσιο ως δικό μου, διότι τότε θα αναδεικνύονταν ηθικά ζητήματα. Ολα τελικά σχετίζονται με το πώς επιλέγουμε να χρησιμοποιήσουμε την τεχνητή νοημοσύνη».
ΕΝΑΣ ΔΙΑΡΚΗΣ ΑΓΩΝΑΣ
Η συζήτηση επιστρέφει στο σημείο από όπου ξεκίνησε. Στην αξία της γλώσσας. Σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία, πώς μπορούμε άραγε να εμπνεύσουμε τους νέους να την αγαπήσουν;
Η γλώσσα καθαυτή δεν έχει νόημα αν δεν τη δούμε ως έκφραση της σκέψης μας. Αυτό είναι κάτι που εμείς, ως δάσκαλοι, οφείλουμε να μεταδώσουμε.
«Χρειάζεται ένας διαρκής αγώνας που ξεκινάει από το σχολείο. Η νεότερη γενιά μπορεί να βρει τον γλωσσικό της δρόμο μόνο εφόσον συνειδητοποιήσει ότι επενδύοντας στη γλώσσα, επενδύει στη νόηση και τη σκέψη της. Ο,τι σχετίζεται με τη γλώσσα μας, η γραμματική, η σύνταξη, οι ίδιες οι λέξεις – όλα συνδέονται άρρηκτα με τον τρόπο που σκεφτόμαστε. Η γλώσσα καθαυτή δεν έχει νόημα αν δεν τη δούμε ως έκφραση της σκέψης μας. Αυτό είναι κάτι που εμείς, ως δάσκαλοι, οφείλουμε να μεταδώσουμε».
Πηγή: “Καθημερινή”