“Το Δαφνί… μια φανταστική πολιτεία” 100 χρόνων!
Συμπλήρωσε έναν αιώνα πολυτάραχης ζωής το Ψυχιατρείο. Μέσα σε κατά κανόνα πολύ δύσκολες συνθήκες σήκωσε το βάρος της ψυχιατρικής περίθαλψης στην Ελλάδα. Η ιστορία του καταγράφηκε από έναν απ’ τους ψυχιάτρους που δούλεψαν εκεί, τον συγγραφέα και τέως διευθυντή του ιδρύματος, Κώστα Φιλανδριανό. Το βιβλίο “Το Δαφνί… μια φανταστική πολιτεία” εκδόθηκε το 1977.
Στην εισαγωγή του ο αείμνηστος Φιλανδριανός αναφέρει τις δυσκολίες που συνάντησε στη συγγραφή του βιβλίου: τις αλλεπάλληλες ιστορικές μεταβολές (Πόλεμοι, Κατοχή, Εμφύλιος κτλ). Είχαν ως συνέπεια να χαθούν και να καταστραφούν πολύτιμα αρχεία, το θάνατο των περισσοτέρων απ΄ τους ανθρώπους που έζησαν και δούλεψαν στα πρώτα άσυλα και τις θολές, ασαφείς και μερικές φορές αντικρουόμενες αναμνήσεις όσων επέζησαν.
«Στερημένος έτσι από επίσημο κι εγγυημένο υλικό, ξεκίνησα την προσπάθεια με βασικό εφόδιο τις προσωπικές αναμνήσεις μου, που τις συμπλήρωσα με μερικά διάσπαρτα στοιχεία από το αρχείο μου», γράφει, «καθώς και με όσα μπόρεσα να συγκεντρώσω, ανασκαλεύοντας τις μνήμες και διασταυρώνοντας τις πληροφορίες, κατά τις μακρές συζητήσεις μου με πρόσωπα, που είχαν κατά καιρούς μικρή ή μεγαλύτερη συμμετοχή στα διάφορα γεγονότα» συνεχίζει.
«Ύστερα απ’ αυτά, είναι περιττό νομίζω να επισημάνω ότι η παρούσα ιστόρηση δεν διεκδικεί το αλάθητο κι ότι είναι αυτονόητο πως μπορεί να βρεθούν σ’ αυτή σημεία, στα οποία δεν εξασφαλίζεται η απόλυτη ακρίβεια» επισημαίνει ο συγγραφέας.
Κάνει και μια αναλυτική περιγραφή του τι είχε προηγηθεί πριν την ίδρυση του Δημοσίου Ψυχιατρείου Αθηνών στο Δαφνί, αναφέρεται στο Άσυλο της οδού Κυδαθηναίων, σ’ αυτό του Μοσχάτου αλλά και στο μεταγενέστερο της Αγίας Ελεούσας που ‘περιέθαλψαν’ ψυχικά πάσχοντες αν και κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε επί της ουσίας. Απλώς οι ψυχικά πάσχοντες εγκλείονταν, περιορίζονταν και απομονώνονταν μαζί με άλλα άτομα που θεωρούνταν κοινωνικώς επικίνδυνα και η Αστυνομία είχε τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο για την ‘φροντίδα’ τους, για αρκετά χρόνια.
Τα πράγματα άρχισαν ν’ αλλάζουν περίπου γύρω στο 1924 όταν διορίστηκε κι ανέλαβε αμέσως υπηρεσία ο διακεκριμένος Νευρολόγος-Ψυχίατρος από τη Σμύρνη, Ισαάκ Ταστσόγλου, με πρωτοβουλία του Φωκίωνα Κοπανάρη, που είχε τοποθετηθεί στη θέση του Γενικού διευθυντή Υγιεινής του Υπουργείου Πρόνοιας. Ο Κοπανάρης, συγκρότησε επίσης το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο του Ιδρύματος και ονόμασε το Ίδρυμα «Δημόσιον Ψυχιατρείον Αγίας Ελεούσης«.
Παρά τις βελτιώσεις και τις προσπάθειες των εμπλεκομένων, η κατάσταση στο ψυχιατρείο αυτό έφτασε στο απροχώρητο, αφού με τις συνεχόμενες νέες εισαγωγές έφτασαν να διαμένουν εκεί σε άθλιες συνθήκες, πάνω από 500 πάσχοντες, ενώ, όπως εξηγεί ο Φιλανδριανός, το οίκημα στις καλύτερες των περιπτώσεων θα μπορούσε να στεγάσει “το πολύ 60 άτομα-βία να πήγαιναν στα 65-70”.
“Το Δαφνί… μια φανταστική πολιτεία”
Τότε “ήρθε σαν από ύψους βοήθεια η απαλλοτρίωση από το Κράτος στο Δαφνί, ενός κτήματος, που ανήκε στην υπηρεσία της Αεράμυνας και ακούστηκε μ’ ανακούφιση ότι τούτο παραχωρήθηκε για να ιδρυθεί και να εγκατασταθεί εκεί οριστικά το Δημόσιο Ψυχιατρείο”. Το 1925 έγινε απαλλοτρίωση και παραχώρηση αρχικά, 70 περίπου στρεμμάτων και το 1926 άρχισε μια υποτυπώδης προετοιμασία για τη διαμόρφωση του χώρου (περίφραξη, μεταφορά λυόμενων παραπηγμάτων κ.α.)
“Ήταν νωρίς το καλοκαίρι του 1928 που στάλθηκαν στο Δαφνί μ’ επείγουσα εντολή, ο Αρχινοσοκόμος Γιάννης Συνοδινός με 2-3 νοσοκόμες και περί τους 50 διαλεγμένους αρρώστους σαν εργάτες, για να προετοιμάσουν το έδαφος. Αυτοί και λίγοι απαραίτητοι ειδικοί και τεχνίτες δούλεψαν εντατικά και σκληρά για να δημιουργήσουν το συντομότερο τις βάσεις μιας πρόχειρης εγκατάστασης αρχίζοντας απ’ το μηδέν”.
Χάρη σε κείνους καθαρίστηκαν και βάφτηκαν τα 5 λυόμενα (παράγκες) που υπήρχαν, διορθώθηκαν οι ελλείψεις τους, κατασκευάστηκαν τα έπιπλα (κρεβάτια, καρέκλες, τραπέζια κτλ), μεταφέρθηκε ο ατομικός ιματισμός, το υγειονομικό υλικό κτλ. Η περιοχή ήταν αραιοκατοικημένη, νερό κουβαλούσαν με κουβάδες αρχικά από κάποιο πηγάδι της περιοχής, ηλεκτρικό ρεύμα και θέρμανση δεν υπήρχαν, το φαγητό των πρώτο καιρό το έστελναν μέσα σε χύτρες απ’ την Αγία Ελεούσα, το προσωπικό διέμενε διασκορπισμένο κι όπου υπήρχε ελάχιστος διαθέσιμος χώρος και οι μεταφορές γινόταν με μια σούστα και δυο άλογα (αργότερα τους δόθηκε κι ένα σαραβαλιασμένο αμαξάκι τύπου Βικτώριας).
Το διαφορετικό στοιχείο όμως, είναι πως τώρα οι πάσχοντες μπορούσαν να κυκλοφορούν ελεύθερα στον περίβολο και το τι σήμαινε αυτό μπορούμε λίγο-πολύ να το καταλάβουμε όλοι. Ο Φιλανδριανός πάντως με την περιγραφή του που αξίζει να σας παραθέσω, μας μεταφέρει σε κείνες τις στιγμές κι είναι σαν να βλέπουμε κι εμείς με τα δικά του μάτια σκηνές άλλων εποχών:
«Σχετικά με την ατμόσφαιρα μέσα στο χώρο εκείνο, δεν αντέχω στον πειρασμό και θ’ αναφερθώ σε μιαν εντύπωση ή μάλλον εικόνα, που έχει μείνει ανεξάλειπτη στη μνήμη μου, από μια-δυο επισκέψεις, που έτυχε να κάμω στον περί ου ο λόγος περίβολο, κάπου γύρω στο 1932 με ’33. Το θέαμα συνοδευόμενο και από… αφθονία ακουσμάτων, ήταν ομολογουμένως απίθανο κι’ είχε στην όλη έκφραση του κάτι το φανταστικό. Κάτι που θύμιζε πολύ την Αυλή των Θαυμάτων του Βίκτωρος Ουγκώ. Κι ήταν πραγματικά μια Αυλή των Θαυμάτων ο περίβολος εκείνος…
Ένας κόσμος παράξενος, παρδαλός, ανακατωμένος κι’ ετερόκλιτος στην ομοιομορφία του σαν σύνολο. Ένας κόσμος που στο μεγαλύτερο μέρος του πήγαινε κι ερχόταν σε μιαν αέναη κίνηση χωρίς έννοια, ή εκδηλωνόταν με τους πιο περίεργους κι απροσδόκητους τρόπους, ενώ σ’ ένα μικρότερο ποσοστό του παρέμενε αδρανής και αδιάφορος προς ό,τι γινόταν γύρω του θωρώντας τα πάντα από μια σκοπιά ειρωνείας και χλευασμού κι άλλοτε τελείως ξένος και μετουσιωμένος σ’ άλλες σφαίρες.
Άλλος κεραυνοβολούσε το σύμπαν με πύρινα θρησκευτικά κηρύγματα και καλούσε σε μετάνοια, άλλος με μεγαλόπνοους πολιτικούς λόγους παρουσίαζε το πρόγραμμα του, άλλος διαφήμιζε τις ιδέες του, άλλος διαλαλούσε τη δύναμη και τις υπερφυσικές ικανότητες του, -άλλος χόρευε κι άλλος τραγουδούσε, ενώ αρκετοί έδειχναν σκεπτικισμό, έβλεπταν σκωπτικά και μυκτήριζαν. Δεν ήταν σπάνιο να ιδεί κανείς και μερικούς να κλαίνε. Άγιοι και άγιες, βασιλιάδες και βασίλισσες, πρόεδροι και κυβερνήτες, αριστοκράτες και τιτλούχοι όλων των ειδών, προφήτες, στρατηγοί και ναύαρχοι, εφευρέτες και μυστηριώδεις κατάσκοποι, καλλιτέχνες, ταχυδακτυλουργοί, ακκιζόμενες Πομπαντούρ και κυρίες των τιμών, συναγωνίζονταν σ’ επίδειξη υπεροχής και διεκδικούσαν την απόσπαση της γενικής προσοχής.
Άλλοι κι’ άλλες περιποιημένοι κάπως και καλοστεκούμενοι, άλλοι ατημέλητοι και κουρελήδες, άλλοι κι’ άλλες με στέμματα κάθε λογής, με λοφία, με κορδέλες ποικιλόχρωμες, με χάντρες και στολίδια και παράσημα (όλα τα είδη από τενεκέδες και χρυσόχαρτα ήταν σε χρήση), άλλοι με σπάθες, (ξύλινες), με περικεφαλαίες και διάσημα, με τρικαντώ, (χάρτινα) κι άλλοι τέλος μ’ εκπληκτικής εφευρετικότητας διακοσμήσεις, έδιναν το παρών στην τραγελαφική αυτή ομήγυρη κι’ απάρτιζαν ένα σύνολο, που δημιουργούσε την αίσθηση του απόκοσμου.
Πάρα πολλοί απ’ αυτούς, περίφημοι «τύποι» της εποχής, φημισμένοι ανά το Πανελλήνιο, (ο Γιάννης ο Θεός, -ο Ηλίας της Επιμελείας, -ο Δελαπατρίδης, -ο Βδελόπουλος, – Ο Ανδρέας ο Ουρανοβάμων, – η Βασίλισσα του Σαββά, – Ο Θανάσης ο Απλός, – ο Μικρό Μεγάλο Παστρεύει, -ο Γιάννης το Υπερντρέτνωτ, – ο Δαίδαλος κλπ, ελάχιστο δείγμα μιας ατέλειωτης σειράς), καθένας με τη χάρι του και τα… καμώματα του, συμπλήρωναν την εκτός τόπου και χρόνου αίσθηση, με την οποία ζούσε το αλλόκοτο εκείνο πλήθος… Πόσοι ανεπανάληπτοι «τύποι»… (Αλήθεια τι έγιναν τώρα οι «τύποι»;) Σήμερα δεν βλέπομε τέτοια πράγματα. Ο οδοστρωτήρας των ψυχοφαρμάκων ισοπέδωσε τις ψυχικές αρρώστιες, εξαφάνισε τις πηγαίες συμπτωματολογίες, μετέτρεψε τους αρρώστους σε απλά ομοιόμορφα νούμερα..»
Συνεχίζοντας ο Φιλανδριανός, αναφέρεται στα χρόνια της ακμής και παρακμής του Δαφνιού. Στην προπολεμική περίοδο δηλαδή και στα χρόνια που ακολούθησαν: «Κι ενώ το Δαφνί έκανε την πορεία του στον ανηφορικό δρόμο προς την ολοκλήρωση του, με τόσες προσπάθειες και δυσκολίες, η συνύπαρξη της Αγίας Ελεούσας συνεχιζόταν, με τη διαφορά πως το πρώτο μεν ανέβαινε συνεχώς, η δεύτερη δε όλο και παραμεριζόταν κι έφθινε. Η κίνηση και ο αριθμός των αρρώστων μεγάλωναν στο Δαφνί, ενώ η Αγία Ελεούσα χρησίμευε για το παθητικό υλικό των ακαθάρτων, χρονίων και ανιάτων (…)
Ως προς την καθαυτού Ψυχιατρική Θεραπευτική, εφαρμοζόταν ακόμη συμπτωματική κυρίως αγωγή και ακολουθούνταν οι γνωστές και σε χρήση τότε θεραπευτικές μέθοδοι. Το Ψυχιατρείο ήταν από τα πρώτα Ιδρύματα στην Ελλάδα που υιοθέτησε κι’ εφάρμοσε σ’ ευρύτερη κλίμακα από το 1936, τη Σπασμοθεραπεία με ενδοφλέβια ένεση Cardiazol, η οποία λίγο πριν είχε επινοηθεί από τον VON MEDUNA της Βιέννης. Αργότερα, από το 1938 περίπου, ίσως και νωρίτερα, άρχισε να εφαρμόζεται, πρωτοπορειακά επίσης και η άλλη νέα θεραπεία με Ινσουλινικά κώματα, που σύντομα πήρε έκταση κι οργανώθηκε με τέλειο τρόπο, ώστε να εκτελήται lege artis και ν’ αποτελέση πρότυπο. Ιδιαίτερη σημασία είχε δοθή στην τήρηση και κανονική ενημέρωση των φύλλων νοσηλείας».
Πέρα απ’ την προσπάθεια που γινόταν σ’ επιστημονικό επίπεδο να εκσυγχρονιστεί το Ψυχιατρείο, όλες λίγο-πολύ οι υπηρεσίες εξελίσσονταν. Εκτενώς και δικαίως αναφέρεται ο συγγραφέας στις προσπάθειες του γεωπόνου Ε. Σαχινίδη και μας μεταφέρει μοναδικές εικόνες:
“Ολόκληρο το Κτήμα φυτεύθηκε (από την Γεωπονική υπηρεσία με επικεφαλής τότε τον Ευθύμιο Σαχινίδη) και καλύφθηκε από εκλεκτές ράτσες οπωροφόρων, (μηλιές, ροδακινιές, κυδωνιές, βερυκοκκιές, αχλαδιές, βυσσινιές, κερασιές κ.α.), που με συνεχή επίβλεψη και περιποίηση πρόκοψαν πολύ γρήγορα. Προστατεύτηκαν με συρματόπλεκτη περίφραξη γύρω στο κτήμα και σε λίγα χρόνια δημιουργήθηκε εκεί ένα περίφημο άλσος, όλο αρώματα κι’ ομορφιά.
Δυστυχώς, σε μια μεγάλη πυρκαϊά, το καλοκαίρι του 1942, καταστράφηκε ολότελα. Στα βορειονατολικά του κτήματος, ψηλά προς το βουνό, διαμορφώθηκαν τέλειες εγκαταστάσεις χοιροστασίου, που πλουτίστηκαν με διαλεχτές ράτσες χοίρων. Αγοράστηκαν επίσης αγελάδες για τον ίδιο σκοπό. Η φροντίδα των ζώων γινόταν από κτηνοτρόφους αρρώστους, κάτω από την επίβλεψη και καθοδήγηση του Γεωπόνου. Η δουλειά αυτή πρόκοψε και για ένα σημαντικό διάστημα γινόταν τακτικά συσσίτια με κρέας από την παραγωγή μας (κυρίως χοιρινό). Αυτά όλα εξαφανίστηκαν κατά τον Πόλεμο και την Κατοχή”.
Προσλήφθηκε επιπλέον προσωπικό, άρχισαν οι εφημερίες, ξεκίνησε να συνεδριάζει το Επιστημονικό Συμβούλιο άρχισε να λειτουργεί μικροβιολογικό εργαστήριο, οδοντιατρείο, φαρμακείο, βελτιώθηκαν οι συνθήκες διαβίωσης χάρη στις υπηρεσίες Ύδρευσης και Ηλεκτροφωτισμού, το παλιό χειροκίνητο τηλέφωνο αντικαταστάθηκε με αυτόματο, ανακαινίστηκαν τα μαγειρεία, κτίστηκε Εκκλησία, λειτουργούσε ραφείο, ολοκληρώθηκαν νέες κτηριακές εγκαταστάσεις (μόνιμα περίπτερα), βελτιώθηκε η σίτιση, δόθηκε προσοχή στον ιματισμό των νοσηλευομένων κ.ο.κ.
Υπήρχαν ωστόσο κι άλλα πράγματα που έπρεπε να διευθετηθούν:
«Και σήμανε η μεγάλη ώρα. Στις 21-2-34 δημοσιεύτηκε ο Νόμος 6077 “Περί οργανώσεως Δημοσίων Ψυχιατρείων”. Ο Νόμος αυτός αποτέλεσε σταθμό κι εγκαινίασε μια νέα περίοδο στην περαιτέρω ανάπτυξη και εξέλιξη του Δημοσίου Ψυχιατρείου Αθηνών.Δημιούργησε όμως και ανατροπές που δυσχέραναν το έργο του Δαφνιού:
«Ήταν νωρίς το 1936, (δεν θυμάμαι ακριβώς το μήνα), χειμώνας ακόμα, με κακοκαιρία και βροχές, όταν, όλως ξαφνικά κι’ απρόσμενα πήραμε μια μέρα επείγουσα διαταγή, που έλεγε ότι “το Παράρτημα Αγίας Ελεούσας” διαλύεται και ότι πρέπει αμέσως να γίνη μεταφορά των αρρώστων, του προσωπικού και όλου του υλικού στο Δαφνί (…) Αμέσως την επόμενη της διαταγής, φορτηγά, καμιόνια και άλλα μεταφορικά, άρχισαν να φορτώνουν και μέσα σε λίγα 24ωρα, οι άρρωστοι, (περί τους 200-250), το προσωπικό, ο εξοπλισμός, τα πάντα, μεταφέρθηκαν στο Δαφνί.
Εκ των ενόντων και σε ρεκόρ χρόνου, με παληοσανίδες, ξύλα, λαμαρίνες κι’ ο,τι άλλο πρόχειρο υλικό, κατασκευάστηκαν μερικά ισόγεια, άθλια παραπήγματα, που τοποθετήθηκαν στο χώρο του περιβόλου. Στα παραπήγματα αυτά βολεύτηκε όπως-όπως το μεγαλύτερο μέρος των αρρώστων που διακομίστηκαν, ενώ ένας μικρότερος αριθμός στριμώχτηκε, όσο γινόταν, εδώ κι’ εκεί, στις υπάρχουσες εγκαταστάσεις, σε διαδρόμους κι όπου ήταν δυνατό να βρεθή θέση..”
Μέχρι να επανέλθει πάλι το Δαφνί στην κανονική του λειτουργία πέρασε καιρός (πάνω-κάτω ένα χρόνο, ίσως και περισσότερο λειτουργούσαν αυτά τα παραπήγματα, μέχρι να δημιουργηθούν άλλοι μόνιμοι χώροι) κι ο συγγραφέας χαρακτηρίζει ως “πισωγύρισμα” και “ζημιά” αυτές τις αλλαγές που προέκυψαν απ’ την αιφνίδια διάλυση της Αγίας Ελεούσας. Το Δημόσιο Ψυχιατρείο Αθηνών πολλές φορές υπέστη τέτοια πισωγυρίσματα και εκεί που διαφαινόταν ότι όλες οι εκκρεμότητες τακτοποιούνται, νέα προβλήματα έρχονταν να προστεθούν.
«Η κατάκριση ωστόσο είναι εύκολη”, όπως σωστά επισημαίνει ο Φιλανδριανός. “Το δύσκολο είναι η κατανόηση, η αντικειμενικότητα και η δίκαιη κρίση. Όταν λείπουν τα τελευταία μπορεί να παρασυρθή κανείς και να υιοθετήσει χαρακτηρισμούς και ονομασίες, σαν αυτούς που συχνά ακούμε: “Αίσχος!” κτλ. Επί του προκειμένου, δεν παραγνωρίζονται η υστέρηση, τα παντοειδή ελαττώματα και τα σφάλματα του παρελθόντος, ούτε, (κατά μείζονα λόγο), χειροκροτούνται οι αθλιότητες του. Υποστηρίζεται μόνο, πως θα ήταν σωστό να γίνεται θεώρηση τους μ’ ένα δίκαιο μέτρο κρίσεως και προ παντός χωρίς προκατάληψη”.
Οπωσδήποτε όμως υπάρχει και το κομμάτι της προσφοράς του Ιδρύματος στο κοινωνικό σύνολο: “Παραμερίζοντας την περίοδο του Άσυλου και κρίνοντας μόνο τη δεκαετία που λειτούργησε σαν Νοσηλευτικό, θα διαπιστώσωμε πως η συμβολή του στην αντιμετώπιση του ψυχιατρικού προβλήματος ήτανε μεγάλη και ότι τούτο στάθηκε πραγματικό καταφύγιο της δυστυχίας για ένα μεγάλο μέρος του κοινωνικού συνόλου, τις δεινοπαθούσες δηλ. λαϊκές τάξεις. Μπορούμε να πούμε πως υποχρεώθηκε να πάρη απάνω του το μεγαλύτερο ποσοστό από την Ψυχιατρική κίνηση της χώρας κι’ αυτό δεν ήταν λίγο.
Μα κι αν παρουσίασε αδυναμίες κι’ αν είχε ελλείψεις και ατέλειες, δεν ήταν από δικό του φταίξιμο, αλλά απ΄τις τόσο δυσμενείς προϋποθέσεις και προπαντός από τη συνεχή πίεση Πολιτείας και Κοινού, που το ανάγκαζαν να επωμίζεται βάρη πολύ μεγαλύτερα από όσα θα μπορούσε να σηκώση (όλο και περισσότεροι άρρωστοι, όλο και λιγότερα μέσα), έτσι που δεν του ‘μεναν ποτέ περιθώρια να μεριμνήση για το καθαυτό έργο του, για την πλήρωση δηλ. των κενών, την οργάνωση και τη βελτίωση του επιπέδου του”.
Με τον Πόλεμο άρχισε η παρακμή και η πτώση του Ψυχιατρείου. Αρχικά όλοι, όπως κι ο γενικός πληθυσμός, βρέθηκαν αντιμέτωποι με το φάσμα της Πείνας. Το συσσίτιο ήταν ίδιο για τους πάσχοντες και το προσωπικό: “Το πρωί ένα τσάι του βουνού, ή κάποιο άλλο χορταρικό με λίγη ζαχαρίνη, (μεγάλη υπόθεση ήταν κάπου-κάπου ένας ρεβυθοκαφές), το μεσημέρι τα συνηθισμένα τότε λαχανικά, ή όσπρια, μαγειρεμένα με… μηχανόλαδο, (εμείς το λέγαμε γράσο), το βράδυ κάτι ανάλογο, ένα κατασκεύασμα της εποχής, ή και… τίποτα”.
Παράλληλα όλοι είχαν να παλέψουν και με το κρύο: “Όταν δε με τον πρώιμο χειμώνα του 1941-42 ήρθαν το μεγάλο κρύο κι’ οι παγωνιές, (θέρμανση ούτε για ιδέα, ρουχισμός και μέσα με το χρόνο ελλιπέστερα), τα πράγματα πήραν δραματική μορφή. Το μεγαλύτερο μέρος των νοσηλευομένων παρουσίασε “οιδήματα της πείνας” κι’ οι θάνατοι ακολούθησαν κατά μάζες. Άνοιγαν το πρωί οι θάλαμοι και βρίσκονταν πολλοί άρρωστοι πεθαμένοι και ξυλιασμένοι στα κρεβάτια τους ή στο δάπεδο.
Η μεταφορά πτωμάτων στο Νεκροτομείο δεν σταματούσε όλο το 24ωρο κι’ επειδή ο χώρος του ήταν ανεπαρκής, τα τοποθετούσαν εκεί κατά στιβάδες, όπως τις σαρδέλες, το ένα πάνω στο άλλο. Το χειμώνα εκείνο 1941-42 αποδεκατίστηκαν πολλοί άρρωστοι. Παρά το γεγονός ότι δεν είχαν ελαττωθεί οι είσοδοι ο αριθμός των νοσηλευομένων συνεχώς έπεφτε και από 2000 περίπου που ήταν μέχρι τότε, έφτασε σε λίγους μήνες στους μισούς και λιγότερους. Πείνα και κρύο θέριζαν. Όσοι άρρωστοι κρατιόταν κάπως, είχαν αφηνιάσει. Οι αποδράσεις ήταν πολύ συνηθισμένες”.
Το Προσωπικό απ’ την πλευρά του είχε άλλα προβλήματα. Καθώς δεν υπήρχαν συγκοινωνίες, οι εργαζόμενοι πήγαιναν στο Δαφνί με τα πόδια και καταλαβαίνει κανείς πόσο τους εξουθένωνε αυτό, τα κτήρια του ψυχιατρείου ρήμαζαν και συνεχώς έπρεπε ν’ αντιμετωπίζουν καταστροφές κι ελλείψεις και κυρίως είχαν αρχίσει οι διώξεις και οι συλλήψεις από τις Αρχές Κατοχής που φυσικά έκαναν ελέγχους παντού.
Παρ’ όλα αυτά και την περίοδο του Πολέμου, παρά τις τραγικές συνθήκες που βίωναν τότε οι νοσηλευόμενοι εκεί και το προσωπικό, έκρυψαν και ανθρώπους που κινδύνευαν: “Δεν θα ήταν σωστό να παραλειφθή η συνδρομή του Νοσοκομείου στους διωκόμενους πατριώτες, πολλοί από τους οποίους βρήκαν εκεί άσυλο, αποκρύφτηκαν και προστατεύτηκαν με σοβαρότατο κίνδυνο. Θυμάμαι αόριστα τους Εβραίους… Μπαρού και Δαυίδ… (δεν είναι σίγουρο ότι αυτά ήταν τα πραγματικά ονόματα τους), καθώς και κάποιους άλλους, που ήταν διωκόμενοι και πέρασαν εκεί πολύ χρόνο καμουφλαρισμένοι σε αρρώστους.”
Ο συγγραφέας πάντως δεν προσπαθεί να εξωραΐσει την κατάσταση, αλλά να διατηρήσει ίσες αποστάσεις και να αποδώσει τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, αναφορικά με όσα έλαβαν χώρα στο πολύπαθο ψυχιατρείο:
“Το Προσωπικό στην ολότητά του κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες, είχε καρτερικότητα, ακόμα και αυταπάρνηση έδειξε σε μεγάλο μέρος του. Για τούτο, έγινε δυνατό να διατηρηθούν σε λειτουργία οι Υπηρεσίες του νοσοκομείου και να συνεχιστούν χωρίς διακοπή η παρακολούθηση και η νοσηλεία των αρρώστων, με πολλήν ατέλεια βέβαια και στο όριο του εφικτού κάτω από τέτοιες συνθήκες. Όμως έρχεται κάποια στιγμή που ο άνθρωπος αποκάνει και η αντοχή του κάμπτεται. Περισσότερο, που ο καθένας είχε τότε και το δικό του, προσωπικό ή οικογενειακό δράμα. Έτσι, πολλοί έφυγαν σ’ αναζήτηση τρόπου και μέσων βιοπορισμού, άλλοι παράτησαν τον αγώνα, έπεσαν στη μοιρολατρεία κι’ έγιναν αδιάφοροι κι’ άλλοι αναμίχτηκαν σε διαφόρων ειδών ενέργειες και καταστάσεις.
Ίσως υπήρξαν και μερικοί, (δεν είχα προσωπικές διαπιστώσεις, αλλ’ αναφέρθηκαν), που στην αποκορύφωση του κακού και κάτω απ’ την άγρια πίεση του ενστίκτου, κύτταξαν να επιβιώσουν σε βάρος των αρρώστων και καταχράστηκαν (όταν μπόρεσαν), μέρος από το ελάχιστο εκείνο, που δινόταν για συντήρησή τους. Η απόγνωση δεν ξέρει ηθικούς φραγμούς κι’ εκεί έπαψε πια να υπάρχη νόμος. Ο σώζων εαυτόν… Τόση σύγχυση βασίλευε άλλως τε, που ώρες ώρες ήταν ν’ αναρωτιέται κανείς; Υπήρχε το Προσωπικό για τη φροντίδα των αρρώστων, ή οι άρρωστοι αποτελούσαν το πρόσχημα για να διατηρηθή στη ζωή το Προσωπικό;”
Από τα μέσα του 1942 και με την κατακραυγή της Παγκόσμιας Κοινής γνώμης για το Ελληνικό Δράμα, την παρέμβαση του Ερυθρού Σταυρού κτλ, η κατάσταση άρχισε να βλειτώνεται ιδίως στον επισιτιστικό τομέα. Ο κόσμος μπορούσε τουλάχιστον τώρα να επιζήσει παρά τα τεράστια προβλήματα και τις ελλείψεις κι έτσι σιγά-σιγά άρχισε να αποκαθίσταται η ομαλότητα και στο ψυχιατρείο: λιγόστεψαν οι θάνατοι, οι υπηρεσίες βρήκαν τον ρυθμό τους κτλ. Η καλυτέρευση συνεχίστηκε το 1943, μετά την πτώση της κυβέρνησης Λογοθετόπουλου και τότε αρκετοί απ’ το προσωπικό επέστρεψαν στις θέσεις τους και ήρθαν και νέοι υπάλληλοι. Λίγο πριν την Απελευθέρωση:
«ο Γερμανός επικεφαλής της ομάδας που κατείχε το Ταστσόγλειο, θέλησε να εκβιάση το Μαρουλίδη (τον τότε Διοικητικό Διευθυντή), ζητώντας του ένα ποσόν, (δε θυμάμαι 100 ή 200 χρυσές λίρες), με απειλή πως αν δεν το ‘παιρνε, θα τίναζε στον αέρα το κτίριο…» Το ποσό αυτό δεν μπορούσε φυσικά να συγκεντρωθεί και να δοθεί κι ευτυχώς το μόνο που έγινε ήταν μιαν απόπειρα ανατινάξεως στο ένα από τα κτήρια των Σανατορίων που ήταν κενό, γιατί δεν είχε ολοκληρωθεί η κατάσκευή του. Πέρα απ’ τις υλικές ζημιές που έγιναν εκεί, δεν κινδύνεψε κανείς. Και σύντομα, ήρθε η μέρα της Απελευθέρωσης που όλοι περίμεναν…
Πόλεμος λοιπόν, κι όλοι έκαναν όνειρα για τις καλύτερες μέρες που πίστευαν ότι θα ερχόταν. Η Απελευθέρωση όμως δεν έφερε την λύτρωση που ο κόσμος περίμενε. Νέα δείνα προέκυψαν:
“Επικράτησε κατά την περίοδο εκείνη μεγάλη αταξία, έγιναν πολλές αυθαιρεσίες, παρανομίες, ακόμη και βιαιότητες κι’ έτσι πέρασαν οι πρώτοι μήνες με συνεχώς ογκούμενη την απειλή και αυξανόμενες τις ανησυχίες, μέχρι που φτάσαμε στη σύγκρουση του Δεκέμβρη.
Στο διάστημα αυτό, οι παραπάνω ανωμαλίες και αναταραχές είχαν φυσικά σοβαρό αντίκτυπο στη λειτουργία του Νοσοκομείου, αλλ΄ οπωσδήποτε κατόρθωνε τούτο να στέκη και ν’ ανταποκρίνεται με κάποιο τρόπο στον προορισμό του (…) Από την πρώτη μέρα της σύγκρουσης, τη Διοίκηση του Νοσοκομείου ανέλαβε ένα Συμβούλιο της Αριστεράς, που αντιπροσωπευόταν κυρίως από τη διοικούσα Επιτροπή(…) Πρόεδρος της ήταν ο τεχνίτης Ανδρέας Αλυγιζάκης (ανήκε στο Κομμουνιστικό κόμμα, ήταν δε σώφρων κι’ έντιμος άνθρωπος),ένας-δύο υπάλληλοι μέλη της, τη δυναμική της δε πλευρά αποτελούσαν οι φυματικοί, που είχαν και την πλειοψηφία σ’ αυτήν”.
Όσο διοικούσε το Συμβούλιο αυτό πάρθηκαν διάφορα μέτρα, που άλλα έτυχαν της αποδοχής του προσωπικού κι άλλα όχι, όπως εξηγεί ο συγγραφέας:
“Έγινε π.χ. δεκτή κι εφαρμόστηκε μια απόφαση, να δοθή από το Νοσοκομείο 1/2 οκά ζάχαρη για κάθε παιδί της περιοχής του Χαϊδαρίου (είχε σημειωθεί εκεί μεγάλη έλλειψη). -Έκαμαν ενέργειες και πήραν μέτρα για να καταπολεμήσουν τη φθειρίαση που αναπτύχθηκε τότε ανάμεσα στους αρρώστους. -Επειδή έλλειψαν τα Καύσιμα, έκαμαν συνεργεία από Προσωπικό και αρρώστους και τα’ στελναν στις γύρω περιοχές, (Σκαραμαγκά κτλ) για να μαζεύουν ξύλα. -Αντιμετώπισαν το επισιτιστικό πρόβλημα στέλνοντας υπαλλήλους στον Ασπρόπυργο, την Ελευσίνα και άλλα χωριά για την προμήθεια τροφίμων (…)
Τέλος, πήραν και διάφορες άλλες αποφάσεις, μερικές από τις οποίες είχαν κομματικό χαρακτήρα, για τούτο και συνάντησαν αντίδραση από ένα μεγάλο μέρος του Προσωπικού που δεν συμπαθούσε την παράταξη των διοικούντων, όπως λ.χ. οι ακόλουθες: Άδειασαν το 1ο περίπτερο από αρρώστους και βάλθηκαν να το ετοιμάσουν για να γίνη Νοσοκομείο Περίθαλψης Τραυματιών του αντάρτικου στρατού. Σε άλλη περίπτωση πήραν απόφαση να επιστρατεύσουν το Προσωπικό, να οργανώσουν μονάδες και να τις κατεβάσουν στην πόλη για ενίσχυση των μαχόμενων ανταρτών. Αυτές οι δύο αποφάσεις δεν πραγματοποιήθηκαν, η τελευταία μάλιστα έγινε αιτία να σκορπίση το Προσωπικό, πολλά μέλη του οποίου το’ σκασαν με φανερό κίνδυνο. (…)
Γεγονός ωστόσο είναι και ομολογείται από όλους, ότι στο διάστημα της μεσοβασιλείας, που άσκησαν τη Διοίκηση του Νοσοκομείου το Συμβούλιο και οι Επιτροπές, παρά τον φανατισμό που επικρατούσε τότε γενικά, δεν έγιναν ακρότητες ή εγκλήματα, δεν έλαβαν χώρα σοβαρές διώξεις αντιθέτων και καταβλήθηκε προσπάθεια για την κατά το δυνατό ομαλή συνέχιση της λειτουργίας του Ιδρύματος. Η Επιτροπή (…) στάθηκε γενικά μετριοπαθής, παρά τις πιέσεις που σε πολλές περιπτώσεις είχε, από σκληρούς και φανατισμένους εξωνοσοκομειακούς παράγοντες”.
Και πως εξελίχτηκαν τα πράγματα στη συνέχεια; “Οπωσδήποτε όλο το 1945 καταναλώθηκε σε λήψεις μέτρων, ανακρίσεις και πολύς χρόνος μετα απ’ αυτό απαιτήθηκε ώσπου να βρη το δρόμο του το Ίδρυμα”.Τα κτήρια και οι εγκαταστάσεις είχαν υποστεί μεγάλες ζημιές, τα μέσα και τα υλικά ήταν πενιχρά, το προσωπικό ανεπαρκές, ανεκπαίδευτο και άπειρο. Χαρακτηριστικά αναφέρει ο Φιλανδριανός: “Προ παντός έλειψαν οι ψυχίατροι, από τους οποίους λίγο λίγο απογυμνώθηκε σχεδόν το Νοσοκομείο. Αρκεί ν’ αναφερθή πως για μια περίοδο από το 1947 μέχρι και το 1949, την υπεύθυνη ψυχιατρική εργασία όλου του Ιδρύματος την έκαναν τρεις (!) ψυχίατροι μόνο (…) Τα τρία τμήματα που λειτούργησαν τότε κάτω από τη διεύθυνση τους, είχαν πάνω από 600 αρρώστους το καθένα και εξυπηρετούσαν μια τεράστια κίνηση”.
Παρά τις μεγάλες αυτές δυσκολίες όμως, προσπαθούσε το επιστημονικό προσωπικό ν’ ανταποκρίνεται στο έργο του, να παρακολουθεί τις εξελίξεις και να εφαρμόζει ακόμα-ακόμα και τις νέες θεραπευτικές μεθόδους της εποχής:
“Αργότερα από το τέλος του 1945 περίπου, η Επιστημονική κίνηση άρχισε πάλι ν’ αναζωογονήται όλο και περισσότερο. Τότε εγκαινιάστηκε η εφαρμογή της σπασμοθεραπείας με Electroshock, που σύντομα παραμέρισε και τελικά κατάργησε το Cardiazol. Την ίδια εποχή, μια καινοτομία οφειλόμενη στην έμπνευση του πορτογάλου γιατρού ΜΟΝΙΖ, έμπνευση που την επιβεβαίωσε με πειράματα, είχε μεγάλη απήχηση και εφαρμόστηκε σε μεγάλη κλίμακα. Ήταν η θεραπεία των ψυχικών νοσημάτων και ιδιαίτερα της Σχιζοφρένειας με χειρουργική επέμβαση στον Εγκέφαλο, με τη Λευκοτομή όπως ονομάστηκε, επειδή μ’ αυτή γινόταν τομή στη λευκή ουσία του εγκεφάλου.
Εφαρμογή της μεθόδου έγινε τότε και σε μας, στο Ψυχιατρείο, σε μεγάλη έκταση και επί αρκετά χρόνια. Την εποπτεία της όλης Εργασίας-Μελέτης, είχε ο Καθηγητής Κωνστ. Κωνσταντινίδης, τις δε επεμβάσεις έκανε ο χειρουργός Β. Στρουσόπουλος. Ο τελευταίος αφού προηγουμένως εσπούδασε με προσοχή κι έκαμε πολλή άσκηση στην τεχνική, απόκτησε μεγάλη ικανότητα κι’ εκτελούσε τις επεμβάσεις με εξαιρετική επιτυχία. Ούτε ένα ατύχημα σημειώθηκε κατά τη μακρά και σε μεγάλο αριθμό αρρώστων εφαρμογή της. Πάνω στο θέμα αυτό ο Κωνσταντινίδης έκαμε πολλές επανειλημμένα ανακοινώσεις και δημοσίευσε πολλές εργασίες με τα συμπεράσματα και τις απόψεις του”.
Από τα τέλη του 1945 πάντως, νέο πρόβλημα δημιουργήθηκε με τις αυξήσεις των εισαγωγών.Τις αιτίες μας τις αναλύει ο Φιλανδριανός:
“Στην απότομη αυτή συμφόρηση συντέλεσαν οι παρακάτω λόγοι:
1. Μπορούμε να πούμε, πως γενικά σημειώθηκε αύξηση της νοσηρότητας, (δικαιολογημένα), μετά τα συγκλονιστικά χρόνια που έζησε ο Ελληνικός Λαός, εξ’ αιτίας της τρομοκρατίας, των διώξεων, εξοριών, φυλακίσεων κτλ.
2. Με Κυβερνητική απόφαση, ανατέθηκε στο ψυχιατρείο η ψυχιατρική νοσηλεία και παρατήρηση για γνωματεύσεις (καθορισμού ανικανότητας), όσων από τους υπηρετούντες στις Ένοπλες Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας, παρουσίαζαν ψυχικές ανωμαλίες και διαταραχές.
Συστήθηκε μάλιστα γι’ αυτούς ιδιαίτερη Κλινική, δυνάμεως 50 κρεββατιών (έφτασε σ’ εποχή τα 70) η οποία ενσωματώθηκε στη Β’ ψυχιατρική Κλινική του Κ. Φιλανδριανού, όπου και λειτούργησε πάνω από 10 χρόνια (…) 3. Άλλη κατηγορία που μεγάλωνε τη συμφόρηση, ήταν οι στρατευόμενοι πολίτες, που υπήρχαν λόγοι να κριθούν καθώς και πολλοί εξόριστοι, φυλακισμένοι, υπόδικοι ή κατάδικοι, για τους οποίους έπρεπε να ξεκαθαριστή αν ήταν πραγματικά άρρωστοι ή υποκριτές (…)
4. Ο σοβαρότερος τέλος λόγος, ήταν η οικονομική εξαθλίωση που επικρατούσε τότε στη Χώρα, λόγω της οποίας το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού δεν είχε την ευχέρεια να πληρώνη νοσήλεια, δεν ήταν στο μεγαλύτερο ποσοστό ασφαλισμένο, και δεν μπορούσε να καταφύγη σε Κλινικές ή άλλου είδους δαπανηρή περίθαλψη».
Ο οικονομικός παράγοντας όπως ήταν φυσικό, έπαιζε τον πρώτο ρόλο σε κάθε τι:
«Οι περιορισμένες (ανύπαρκτες) οικονομικές δυνατότητες, δεν άφηναν περιθώρια για επανορθώσεις και αναδιοργανώσεις. (Μα πως να γίνη και σκέψη ακόμα γι’ αυτά, τη στιγμή που ο ελληνικός Λαός περίμενε να επιζήση από τις αποστολές της ξένης βοήθειας και να καλύψη τη γύμνια του με τα δέματα από το εξωτερικό!…) Η πενιχρή ενίσχυση του κράτους για πρόχειρες βελτιώσεις και συντήρηση ήταν βέβαια κάποια βοήθεια, αλλά περισσότερο όμως συντέλεσαν η πίστη και αφοσίωση εκείνων που πίστεψαν σ’ αυτό το σκοπό κι’ εργάστηκαν για την επιτυχία του.
Έτσι παρά τις αντιξοότητες και τις ανυπέρβλητες δυσκολίες, με την πάροδο των χρόνων σημειώθηκε πρόοδος και βελτίωση σε όλους τους τομείς και τούτο αποτελεί ένα λόγο παραπάνω για να εκτιμηθεί το γενόμενο έργο, που δεν θα’ ταν υπερβολή αν το χαρακτήριζε κανείς σαν αξιοθαύμαστο επίτευγμα. Το επαναλαμβάνομε για πολλοστή φορά για τους μεμψίμοιρους.
Σ’ αυτό το έργο κλείνονται η περίθαλψη χιλιάδων δυστυχισμένων αρρώστων, η ίαση ενός μεγάλου αριθμού απ’ αυτούς, το ότι δόθηκε άσυλο και προστασία σ’ ένα σημαντικό αριθμό καταδιωκωμένων, η προσφορά ανακούφισης στην τόσο χειμαζόμενη τότε Ελληνική Κοινωνία και τέλος η συμπαράσταση και διέξοδο, που δόθηκαν στην Πολιτεία, για ν’ αντιμετωπίση τις κοσμοϊστορικές καταστάσεις της εποχής εκείνης.
Οπωσδήποτε πέρασαν σιγά-σιγά οι κακές μέρες, οι Κρατικές Υπηρεσίες μπήκαν από το 1950 λίγο λίγο σε μια τάξη και το Ψυχιατρείο άρχισε να παίρνη το δρόμο για την αποκατάσταση. Από τότε, προχώρησε με μεγάλα βήματα στην ολοκλήρωση του προορισμού του, όπως θα ιδούμε παρακάτω”.
Το Δαφνί αρχίζει πάλι να μπαίνει σε ανοδική πορεία το διάστημα 1950-1955. Τότε έγιναν ριζικές ανακαινίσεις και βελτιώσεις στις υπάρχουσες κτηριακές υποδομές, εφοδιάστηκε το Νοσοκομείο με τον απαραίτητο εξοπλισμό, δημιουργήθηκαν νέες μονάδες και στελεχώθηκαν με εκπαιδευμένο προσωπικό: “Διορίστηκαν οι πρώτες τέσσερις αδερφές νοσοκόμοι, απόφοιτοι της Σχολής τριετούς φοιτήσεως, Κυρίτση, Σκουλούδη, Μερκούρη και Λαδά. Το γεγονός είχε ξεχωριστή σημασία από το λόγο ότι ήταν μια καινοτομία, που εγκαινίαζε την εξύψωση της στάθμης του Νοσηλευτικού Προσωπικού”.
Επίσης, το 1952 ιδρύθηκε το Παθολογικό Τμήμα, άρχισε να λειτουργεί το Παθολογοανατομικό Εργαστήριο, έγινε Δερματολογικό Ιατρείο, ιδρύθηκε ΩΡ Λαρυγγολογικό Ιατρείο και έγιναν οι πρώτες ενέργειες για τη συγκρότηση του Απασχολησιοθεραπευτικού Τμήματος: “Η απόφοιτος της Σχολής Απασχολ/πείας μονοετούς φοιτήσεως του Ε. Ε. Σ. Βασιλική Μαλικούρτη, διωρίστηκε το Δεκέμβρη του 1953 ως νοσηλευτική υπάλληλος, αποσπάστηκε όμως στον Απασχ/πευτικό τομέα και ανέλαβε την διοργάνωση του τμήματος”.
Φυσικά διορίστηκαν και πολλοί νέοι γιατροί και η κατάσταση εξομαλύνθηκε σε μεγάλο βαθμό, αλλά δεν διορθώθηκαν όλα εν μία νυκτί. “Ελλείψεις, υπήρχαν βέβαια ακόμα πολλές και μεγάλες: Η στενότητα και σε μεγάλο βαθμό ακαταλληλότητα των χώρων, δημιουργούσε αξεπέραστα προβλήματα το προσωπικό ήταν ανεπαρκές και σε μεγάλο ποσοστό απαίδευτο. Υπήρχε σημαντική υστέρηση σε μέσα και οργάνωση και άλλες δευτερεύουσες ελλείψεις και ατέλειες.
Οπωσδήποτε όμως, τέθηκαν οι βάσεις, έγιναν αρκετά και κυρίως ένας νέος άνεμος αναζωογόνησε το Ίδρυμα και το ‘φερε στο δρόμο για την ολοκλήρωση των στόχων του. Κοντά στ’ άλλα, σημειώθηκε πρόοδος του Επιστημονικού έργου και αναπτύχθηκαν δραστηριότητες τόσο από την καθαρά επιστημονική, (Ακαδημαϊκή), άποψη, όσο και από την Πρακτική της παρακολούθησης των αρρώστων και της παρεχόμενης Γενικής και Ψυχιατρικής Περίθαλψης”.
Και πάλι όμως οι εργαζόμενοι εκεί, βρήκαν μπροστά τους το ίδιο πρόβλημα, “τον διαρκή αυτόν εφιάλτη του Ιδρύματος”: την μεγάλη αύξηση του αριθμού των εισαγωγών. Στο Δαφνί νοσηλευόταν πλέον περίπου 3000 πάσχοντες και είχε δημιουργηθεί το αδιαχώρητο: “Τότε ήταν που σαν λύση (λύση;), στο αδιέξοδο, βρέθηκε η προσφυγή στα “Επάλληλα” κρεβάτια. Ήταν δε “επάλληλα κρεβάτια”, δύο κρεβάτια το ένα πάνω στο άλλο, ενωμένα με οξυγονοκόλληση στα πόδια, ώστε να διπλασιάζεται ο αριθμός τους, (και των αρρώστων φυσικά), στον κάθε νοσηλευτικό χώρο. Τέτοια κρεβάτια… διώροφα, τοποθετήθηκαν σε πολλούς θαλάμους αρκετών Περιπτέρων. Καταλαβαίνει κανείς τι σήμαινε τούτο και ποια επακόλουθα είχε…
Η μεγάλη αυτή πίεση από τη μια και την άλλη το ότι έπειτα από τους μακρούς και επίμονους αγώνες των ειδικών ωρίμασαν τα πράγματα, έκαμαν ν’ αρχίσουν να επικρατούν οι νέες αντιλήψεις και να γίνη πια κοινή συνείδηση η ανάγκη της Αποκεντρώσεως των Ψυχιατρείων, στάθηκαν δε οι λόγοι ώστε ν’ αποφασιστή άμεσα Αποσυμφόρηση, κατά τον όποιο τρόπο.
Το πρώτο βήμα έγινε με την ίδρυση της πρώτης Αποικίας Ψυχοπαθών, στη νησίδα του Αγ. Γεωργίου Περάματος, (παληό Λοιμοκαθαρτήριο), έπειτα από απόφαση του Υπουργείου Κοινωνικών υπηρεσιών της 16-9-53. Μετά από επιλογή, μεταφέρθηκαν εκεί αρχικά περί τους 200 άρρωστοι, που με σταδιακές διακομίσεις και άλλων, έφτασαν τελικά γύρω στους 500. Τούτο ήταν μια πρόσκαιτη ανακούφιση.
Η Αποικία Αγίου Γεωργίου λειτούργησε μέχρι τις 20-3-65, οπότε καταργήθηκε και όσοι άρρωστοι απόμεναν μεταφέρθηκαν στη μεγάλη Αποικία της Λέρου, που είχε ιδρυθεί στο μεταξύ (1958)”.
Και τι έγινε στη συνέχεια; Σύμφωνα με όσα γράφει ο συγγραφέας, το Δαφνί διένυσε μία απ’ τις καλύτερες περιόδους της Ιστορίας του:
“Στο διάστημα που ακολούθησε και συγκεκριμένα στη δεκαετία από το 1956 μέχρι περίπου το 1965, το Ψυχιατρείο πήρε μεγάλη ανάπτυξη και, μπορεί να πη κανείς γνώρισε την καλλίτερη εποχή του. Κατ’ αυτό το διάστημα συμπληρώθηκαν πολλά κενά στην Οργάνωση, την Επιστημονική Πλαισίωση και τον Εκσυγχρονισμό του, ανέβηκε σημαντικά το λειτουργικό επίπεδο του κι’ έφτασε πολύ κοντά στους στόχους του” . Σ’ αυτό συνέβαλλαν τρία κυρίως γεγονότα, σύμφωνα με τον Φιλανδριανό:
Α) Η αναμόρφωση του Οργανισμού που έγινε το 1955 (και με βάση αυτόν άλλαξε ο τίτλος του Ιδρύματος από Δημόσιο Ψυχιατρείο Αθηνών σε Γενικό Νευροψυχιατρικό Νοσοκομείο Αθηνών), Β) Η επικράτηση των Νέων Αρχών και η συνειδητοποίηση της ανάγκης αναπροσανατολισμού στην ψυχιατρική θεραπευτική και Γ) Η εισαγωγή των ψυχοφαρμάκων στην κλινική πρακτική.
Συγκεκριμένα για τα ψυχοφάρμακα ο Φιλανδριανός σημειώνει ότι έφεραν πλήρη ανατροπή στην Ψυχιατρική Περίθαλψη: “Καταργήθηκε η περιοριστική τακτική, άνοιξαν οι πόρτες των Ψυχιατρείων, αυξήθηκε σημαντικά ο αριθμός των εξερχομένων κλπ”.
Κι άλλα γεγονότα όμως συνέβαλαν στις μεγάλες αλλαγές κι αυτά ήταν: “1. Η από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια ολοένα και μεγαλύτερη συμμετοχή στη Θεραπευτική της Δυναμικής Ψυχιατρικής και η σημαντική προσφορά της στην αντιμετώπιση της Ψυχικής νόσου και 2. Η εμφάνιση και βαθμιαία εδραίωση των κλάδων της Ψυχικής Υγιεινής, (της Προληπτικής δηλ. Ψυχιατρικής και της Μετανοσοκομειακής Μέριμνας)”.
Αξιοσημείωτο είναι ότι σ’ αυτή την κατεύθυνση, το 1965 ιδρύθηκαν τα Εξωτερικά Ιατρεία και ο Ιατροπαιδαγωγικός Σταθμός στην Αθήνα. Εκτός των άλλων (παρακολούθηση και φροντίδα κατά την έξοδο απ’ το Ίδρυμα) παρείχαν εντελώς δωρεάν όλα τα φάρμακα που χρειαζόταν οι πάσχοντες: «Τέλος από μια ακόμη Υπηρεσία, (των Επισκεπτριών Αδελφών), γίνονται περιοδικά επισκέψεις σε αρρώστους που βγήκαν από το Νοσοκομείο και μένουν στην περιοχή του Λεκανοπεδίου της Αττικής, για ενημέρωση, ως προς την κατάσταση τους και καθοδήγηση ως προς την ενδεδειγμένη παραπέρα τακτική».
Από το 1956 ήδη, άρχισαν να εγκαθιδρύονται και να αναπτύσσονται και οι “διάφοροι Παρά-Ψυχιατρικοί Κλάδοι”, δηλαδή η Απασχολησιοθεραπεία (Εργοθεραπεία), η Ψυχολογία, η Κοινωνική Εργασία, η Φυσιοθεραπεία κτλ. Συγκεκριμένα, στη θέση της προϊσταμένης, διορίστηκε η διπλωματούχος Ανωτέρας Απασχολ/πευτικής Σχολής του Εξωτερικού Άννα Δεληγιάννη και βοηθός της έγινε η Μαλικούρτη. Ο κλάδος γνώρισε τότε αλματώδη εξέλιξη.
“Ειδικότερα αναπτύχθηκαν:
1) Χειροτεχνικό Τμήμα (Πλεκτική, Κέντημα, Ραπτική, Υφαντική, Ταπητουργία, Καλαθοπλεκτική κτλ)
2) Βιοτεχνικό (Εργαστήρια Ξυλουργικής, Σιδηρουργικής, Υποδημάτων-Παντοφλών, Αργαλειοί)
3. Καλλιτεχνικό (Μουσική με συγκρότημα πλήρες αξιόλογης ορχήστρας, Ζωγραφική, Κεραμική και Αγγειοπλαστική με εγκαταστάσεις ηλεκτρ. Κλιβάνων, Μικρο-κομψοτεχνήματα κ.α.)
4) Ψυχαγωγικό (Οργάνωση συγκεντρώσεων, Γιορτές, Χοροί, Εκδρομές κτλ)
5) Αθλητικό (Κατασκευή πρόχειρου μικρού Γηπέδου, συγκρότηση Ποδοσφαιρικής Ομάδας, επιδείξεις και Αθλοπαιδιές κάτω από την επίβλεψη προσφερθέντος Τεχνικού-Προπονητού)
6) Αγροτικό (Ανθοκομία, Κηπουρική, Δενδροκομία υπό την εποπτεία της Γεωπονικής Υπηρεσίας)
7) Απασχόληση σε διάφορες Υπηρεσίες (Μαγειρία, Γραφεία, Μεταφορές, Τεχνικές Υπηρεσίες κλπ).
8) Βιομηχανικό (Επεξεργασία βιομηχανικού υλικού, κατασκευή κουτιών, σακουλών, εξαρτημάτων κλπ)
9) Τυπογραφικό (Εγκατάσταση μικρού Τυπογραφείου και εκπαίδευση αρρώστων από τυπογράφο, με την συνδρομή μιας Απασχολ/τριας)
10) Τέλος, από έναν αριθμό μορφωμένων και ταλαντούχων αρρώστων πραγματοποιήθηκε η έκδοση μικρού μηνιαίου περιοδικού-εφημερίδας που το ονόμασαν ΕΛΠΙΔΑ.
(…) Πέρα από τις παραπάνω δραστηριότητες, η Απασχολ/πεία οργάνωνε κάθε χρόνο απαραίτητα, εκθέσεις των προιόντων της, συνήθως στο σύλλογο “Παρνασσό”. Οι εκθέσεις αυτές ήταν ενδιαφέρουσες κι’ είχαν πάντα μεγάλη επιτυχία, αλλά και σημαντικές εισπράξεις από τις πωλήσεις.
Οι εργαζόμενοι στην Απασχολ/πεία άρρωστοι, πέρνουν όλοι ένα μικρό συμβολικό ημερομίσθιο και τσιγάρα. Το σπουδαιότερο πάντως είναι ότι η προσφορά του Κλάδου στη Θεραπευτική είναι μεγάλη και τα αποτελέσματα πολλές φορές θεαματικά. Παράλληλα, πολλοί απέκτησαν ένα επιτήδευμα, εφόδιο για την κατοπινή ζωή τους στις περιπτώσεις εξόδου τους από το Νοσοκομείο».
Με τον Οργανισμό του 1955 καθιερώθηκε και ο θεσμός των Κοινωνικών Υπηρεσιών και το 1956, προσλήφθησαν οι πρώτοι κοινωνικοί λειτουργοί: “Με το χρόνο ο αριθμός των τελευταίων αυξήθηκε και σε όχι μεγάλο διάστημα, κάθε κλινική απέκτησε την Κοινωνική Λειτουργό της”.
Ιδρύθηκε επίσης την ίδια εποχή το Ψυχολογικό Εργαστήριο και πρώτη ψυχολόγος διορίστηκε η Θάλεια Βεργοπούλου: “Ο Κλάδος της Ψυχολογίας έχει ένα σημαντικό ρόλο στην εφαρμογή της Ψυχιατρικής Θεραπευτικής, σύμφωνα με τις αρχές των Νέων Προσανατολισμών” τονίζει ο Φιλανδριανός.
“Λίγο αργότερα συγκροτήθηκε σε ανεξάρτητη μονάδα, το προβλεπόμενο από τον Οργανισμό του 1955 Τμήμα Τοξικομανών, στο οποίο Δ/ντής διορίστηκε την 18-9-61 ο Ψυχίατρος Π. Ραπίδης.
Στη μονάδα αυτή και από τον ίδιο Διευθυντή, συσσωματώθηκε τότε και το Τμήμα Υποδικο-Καταδίκων. Πρόκειται για το Ψυχιατρικό Τμήμα, στο οποίο παραπέμπονται άτομα υπόλογα στη Δικαιοσύνη, που παρουσιάζουν ψυχικές ανωμαλίες και παράλληλα προς τη νοσηλεία τους χρειάζεται να παρακολουθηθούν και να μελετηθή η περίπτωσις τους, για να διαπιστωθη η νόσος, ή τυχόν υποκρίνονται και να γίνη υπεύθυνη γνωμάτευση”.
Έγιναν λοιπόν όπως είδαμε παραπάνω, μεγάλα βήματα προόδου σ’ αυτά τα χρόνια και έτσι το Ψυχιατρείο εκσυγχρονίστηκε μεν και είχε “εξέχουσα θέση ανάμεσα στα Ιδρύματα της Ειδικότητας”, αλλά δεν είχε φτάσει στην τελειότητα, ούτε είχε πετύχει να κατακτήσει τους τελικούς του στόχους. Και δυστυχώς, παρά το ότι τα πρώτα μετά το 1965 χρόνια είχε βελτιωθεί γενικά η κατάσταση “δεν έγιναν” όμως “δημιουργικά άλματα και δεν μπορεί να μιλάει κανείς να μιλήση για θεαματική άνοδο του επιπέδου του Ιδρύματος, κατά το διάστημα αυτό.
Η παραγωγική δράση δεν ήταν η αναμενόμενη, κάποια στασιμότητα είχε επικρατήσει, κάτι σαν έλλειψη συντονισμού και δυναμισμού. Αιτία σε τούτο, μπορεί να ήταν και οι γενικότεροι λόγοι της εποχής εκείνης, νομίζομε ωστόσο, πως το σημαντικότερο ρόλο έπαιξε η ανεπάρκεια σε Προσωπικό, Ιατρικό προ παντός, αλλά και Νοσηλευτικό και Ειδικό σ’ ένα βαθμό”.
Αυτό, εκτός των προβλημάτων που επέφερε στην καθημερινή λειτουργία του Ιδρύματος, είχε σαν αποτέλεσμα ν’ αφαιρεθεί τελικά εκείνη την εποχή το δικαίωμα στο Δαφνί να δίνει πλήρη ειδικότητα στη Νευρολογία. “Σ’ αυτή την κατάσταση μιας στασιμότητας και κάποιας αδράνειας, καθηλώθηκε το Νοσοκομείο για μερικά χρόνια της περιόδου εκείνης”.
Το 1966 πάντως, ο Φιλανδριανός αποχώρησε απ’ το Ψυχιατρείο κι έτσι όπως διευκρινίζει για την περίοδο από τότε ως το 1974 όσα αναφέρει τα γνωρίζει από διάφορες πληροφορίες και κάποια στοιχεία που κατάφερε να συγκεντρώσει: “Από το λόγο τούτο, ίσως βρεθούν ατέλειες στην περιγραφή μου, ατέλειες όμως που δεν βαραίνουν, γιατί τα όσα έλαβαν χώρα, σαν πρόσφατα, είναι προσιτά και μπορεί εύκολα ο καθένας να τα ελέγξη.
Ο,τι μπορεί να λεχθή εκ προοιμίου, είναι πως κατά το αναφερόμενο χρονικό διάστημα έγιναν αρκετές μεταβολές και πραγματοποιήθηκαν σπουδαία επιτεύγματα, κυρίως σε Κτηριακές δημιουργίες, αλλά και ως προς τον εφοδιασμό και την εν γένει λειτουργικότητα του Νοσοκομείου. Ακόμη δεν θα ήταν υπερβολή, αν έλεγε κανείς πως από Διοικητική τουλάχιστον άποψη, γνώρισε τούτο μιαν από τις καλλίτερες περιόδους της σταδιοδρομίας του και ότι γενικά η βελτίωση και προαγωγή του υπήρξαν σημαντικές και αναμφισβήτητες”.
Σ’ αυτό το σημείο ολοκληρώνει ο συγγραφέας την ιστορική του αναδρομή και παραθέτει στη συνέχεια έναν κατάλογο που αφορούσε στα ως τότε καταγεγραμμένα περιουσιακά στοιχεία του Δαφνιού, στις κτηριακές εγκαταστάσεις, στις υπηρεσίες και τους κλάδους που λειτουργούσαν κτλ. Στο τέλος κάνει το δικό του απολογισμό, αναλύει διεξοδικά τις απόψεις του για πολλά ζητήματα, αμύνεται στην κριτική που κατά καιρούς είχε δεχτεί το Ψυχιατρείο (τονίζει ότι παραπέμφθηκαν στη Δικαιοσύνη όσοι απ’ το Προσωπικό αποδεδειγμένα άσκησαν βία σε ψυχικά πάσχοντες) κι εκφράζει ένα παράπονο:
«Πώς αυτοί που βρίσκουν τόσα κακά, δεν μπόρεσαν να δουν και κάτι καλό; Καμία αναγνώριση του τόσου δύσκολου ρόλου αυτού του Νοσοκομείου. Καμιά παραδοχή της κολοσσιαίας προσφοράς του. Ούτε λέξη για το έργο που επιτελέστηκε, (και μάλιστα κάτω από ποιες συνθήκες) και επιτελείται και για τις προσπάθειες που καταβλήθησαν και καταβάλλονται για να γίνη αυτό που υπάρχει σήμερα. Ούτε κατανόηση, ούτε συμπαράσταση, ούτε ένας λόγος συμπάθειας για κείνους που μόχθησαν και συνεχίζουν να δίνουν τον εαυτό τους σε ένα καθήκον άχαρο, αγχώδες και αρκετά επικίνδυνο. Επιτιμήσεις, κατάκριση και καταδίκη μόνο. Φαίνεται πως η προκατάληψη παρασύρει μέχρι του βαθμού που να γίνεται εντυπωσιακή άρνηση της πραγματικότητας».
Πηγή: aikaterinitempeli.wordpress.com