Ο Παναγιώτης Μπενέας συζητά με την Μαρκέλλα Κουτίβα για τη μύησή του στο χώρο της λογοτεχνίας, τα δύο του «πνευματικά παιδιά», τις μελλοντικές του σκέψεις και την εσωτερική ανάγκη που τον οδήγησε στο κατώφλι της ποίησης.
Διερωτώμενη ποιο θα μπορούσε να είναι «το ελιξίριο της αιώνιας συντροφιάς» παρακολούθησα πριν από λίγες εβδομάδες, με αμείωτο ενδιαφέρον την παρουσίαση της ομώνυμης, νέας ποιητικής συλλογής «Ιαματικές Πληγές» που έγραψε ο Παναγιώτης Μπενέας, Δικηγόρος Αθηνών, ο οποίος το 2017 εξέδωσε το πρώτο του έργο με τίτλο .
Την προαναφερθείσα εκδήλωση, η οποία έλαβε χώρα στο κατάμεστο αμφιθέατρο της Στέγης Πολιτισμού Χαϊδαρίου, δε θα μπορούσε παρά να ακολουθήσει μία συζήτηση μαζί του για τη μύησή του στο χώρο της λογοτεχνίας, τα δύο του «πνευματικά παιδιά», όπως αποκαλεί τα βιβλία το ο Παναγιώτης Μπενέας, τις μελλοντικές του σκέψεις και την εσωτερική ανάγκη που τον οδήγησε στο κατώφλι της ποίησης.
συνέντευξη στην Μαρκέλλα Κουτίβα
Παναγιώτης Μπενέας: Ζωηρό ενδιαφέρον είχα μόνον για την γλώσσα
Στην πρόσφατη παρουσίαση της τελευταίας σας ποιητικής συλλογής ειπώθηκε από την κυρία Ευαγγελία Παγουλάτου, καθηγήτριά σας, ότι υπήρξατε «ανέκαθεν ποιητής». Έτσι, δε θα μπορούσα παρά ν’ αρχίσω αυτήν τη συνέντευξη ρωτώντας: Πώς ξεκίνησε ο Παναγιώτης Μπενέας να ασχολείται με την ποίηση και σε ποια ηλικία;
Προ πάντων σας ευχαριστώ θερμά που επενδύετε πολύτιμο χρόνο σας σε κάτι τόσο επισφαλές όσο μία συζήτηση μαζί μου. Το εκτιμώ απεριόριστα. Μιας και σταθήκατε όμως στη φράση αυτήν της αγαπημένης μου καθηγήτριας, να πω εξαρχής ότι αισθάνομαι πολύ τυχερός που έχω μπορέσει μέχρι σήμερα να τηρήσω ευλαβικά την καβαφική προτροπή «να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους».
Εγώ τώρα πέραν του ότι ήμουν ένας πολύ καλός, άριστος ομολογουμένως, μαθητής, χαρίσματα άλλα δεν είχα. Δεν είχα έφεση σε καμία αθλητική, καλλιτεχνική ή άλλη δραστηριότητα. Ό,τι εξωσχολικό το έκανα με το ζόρι. Ζωηρό ενδιαφέρον είχα μόνον για την γλώσσα και κάθε τι στο οποίο αυτή ήταν αποτυπωμένη. Τα εφθαρμένα αναγνωστικά και τετράδια των γονιών μου, συλλογές παραμυθιών, εγκυκλοπαίδειες, χάρτες, ένα φρικιαστικό βιβλίο για την ανατομία του ανθρώπου, μια εικονογραφημένη Βίβλος, τα ημερολόγια που κρατούσαν οι αδελφές μου και τι ραδιουργίες επιστράτευα για να τα ξεκλειδώσω…
Θυμάμαι ένα απόγευμα καλοκαιριού, μικρός πολύ στο μπαλκόνι του σπιτιού μου στο Χαϊδάρι, να στέκομαι πάνω από μια λευκή κόλλα χαρτί με το σήμα της «Petrola» όπου εργαζόταν ο πατέρας μου και να λέω στον εαυτό μου: «Δεν πρόκειται να σηκωθείς από εδώ ούτε στον αιώνα τον άπαντα εάν δεν γράψεις ένα ποίημα». Πώς μου ήρθε; Για να μη γίνεται τώρα η συζήτησή μας σ’ εκείνο το μπαλκόνι όλο και κάτι στίχους θα σκάρωσα τότε…
Πιο ουσιαστικά με την ποίηση άρχισα να ασχολούμαι γύρω στα δεκάξι και τούτο το οφείλω κατ’ αποκλειστικότητα στον κύριο Ζήκο Νάστο, καθηγητή μου στο 2ο Λύκειο Χαϊδαρίου, που δεκάξι ζωές θα ‘ταν λίγες για να του ξεπληρώσω την τωρινή που του χρωστώ. Πάντως φυσικό, ας το πούμε, ταλέντο στην ποίηση δεν έχω. Υποπτεύομαι πως το όποιο ταλέντο μου το εμπνεύστηκε η αδυναμία μου να αποδεχθώ ότι γεννήθηκα τόσο μα τόσο ατάλαντος.
Θα ήθελα να μας πείτε λίγα λόγια για το τελευταίο σας έργο…
Εγώ από την άλλη θα ήθελα εσείς να μου πείτε όχι λίγα αλλά πολλά λόγια γι’ αυτό! Πέτυχε η συνταγή; Με απασχολεί πολύ ξέρετε η κρίση των άλλων. Όχι μόνο στην ποίηση αλλά γενικά στη ζωή μου. Δοκιμασμένη συνταγή για αιώνια δυστυχία… Να σοβαρευτώ όμως. Δίχως ν’ απαρνιέμαι ακριβώς το προηγηθέν διάβημά μου πιστεύω πως «Το ελιξίριο της αιώνιας συντροφιάς» αποτελεί από κάθε άποψη τον πρώτο καλά φροντισμένο καρπό της σκληρής ποιητικής δουλειάς μου.
Ασχέτως της άγουρης ενδεχομένως γεύσης του. Είναι άλλο να καίγεσαι να ξεφορτωθείς τον εαυτό σου κι άλλο ν’ αναλαμβάνεις την ευθύνη να τον μοιραστείς με τον άλλον. Κι εγώ έχω κάπως πια κουραστεί να σαρώνω κάθε λίγο τις στάχτες μου.
Μιλήστε μου λίγο για τους τίτλους των ποιητικών σας συλλογών… Τελικά μπορούν οι πληγές κάποιου να είναι «ιαματικές» και η ποίηση να αποτελεί «αιώνια συντροφιά»;
Σε μια πολύ πρόσφατη, ύστερη της έκδοσης του βιβλίου μου, αναζήτηση που διεξήγαγα για την ορθή γραφή της λέξης «ελιξίριο» -νωρίς το θυμήθηκα όπως βλέπετε…- ανακάλυψα πως συνδέεται με το αρχαιοελληνικό «ξηρίον» που σημαίνει την ειδική ξηραντική σκόνη για επούλωση των τραυμάτων και επίσχεση της αιμορραγίας. Αποδεικνύεται λοιπόν πέραν πάσης αμφιβολίας πως η επιλογή τίτλου είτε για τις συλλογές μου είτε για τα επιμέρους ποιήματα είναι μεγάλη πληγή για μένα…
Στο πρώτο βιβλίο βέβαια τα πράγματα ήταν κάπως πιο απλά και ο τίτλος, τρόπον τινά, θεόσταλτος. Θυμάμαι να στέκομαι σε χρόνο ανύποπτο μπροστά σ’ έναν Εσταυρωμένο, να περιεργάζομαι τα χέρια του και να σκέπτομαι πως η ώρα που θα κοντεύουν πια να γιάνουν θα συμπίπτει με αυτήν της επομένης σταύρωσής τους. Έτσι άρχισε να ζυμώνεται μέσα μου η ιδέα πως ίσως μόνη γιατρειά σε μια πληγή είναι μια βαθύτερή της.
Στο δεύτερο βιβλίο ήταν η σειρά μου να μαρτυρήσω – όχι επί ξύλου, επί χάρτου. Είχα στη φαρέτρα καμιά δεκαριά τίτλους τους οποίους και ενάλλασσα διαρκώς. Φανταστείτε ότι με άλλον τίτλο υπέβαλα το έργο προς αξιολόγηση στον εκδότη μου και με άλλον δημοσιεύτηκε. Γιατί κατέληξα σε αυτόν; Αφενός επειδή αναδίδει μια εσάνς θερινής κινηματογραφικής νυκτός. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο τίτλος της ταινίας που ετοιμάζεται να παρακολουθήσει ο αέρινος κι αερικός συνάμα -με μια λέξη ζατελικός– νεαρός του εξωφύλλου, τον οποίον οφείλω στον αγαπημένο φίλο και γατόφιλο Μιχάλη Καραγιάννη. Αφετέρου γιατί έλκει την καταγωγή του απ’ τη χώρα των παραμυθιών.
Πόσες αφηγήσεις τους δεν αναζήτησαν τα ελιξίρια της αιώνιας ζωής, της νιότης και της ομορφιάς; Με τη διαφορά ότι εγώ δεν ενδιαφέρομαι γι’ αυτά. Ακόμη κι αν ανακαλύπτονταν, το μόνο που θα διαιωνιζόταν θα ήταν ο φόβος ότι κάτι στον δρόμο θα στραβώσει και θα στερηθούμε αίφνης τα οφέλη τους.
Δεν αποχωρίζεται έτσι εύκολα ο άνθρωπος τις ελάχιστες βεβαιότητές του, έστω κι αν αυτές είναι της φθοράς και του θανάτου. Ανεκτίμητες και η ζωή και η νιότη και η ομορφιά, όμως το ζητούμενο για μένα είναι μία συντροφιά στον δρόμο για την αιώνια απώλειά τους.
Υπήρξε κάποιος ποιητής έμπνευση και πρότυπο για εσάς;
Θα απαντήσω σαν σε άλλη ερώτηση. Στην ψυχή μου θα υπάρχει για πάντα ένα δωμάτιο κλειδωμένο, μυστικό, μα έμπλεον δέους ιερού για την Κική Δημουλά και τα ποιήματά της. Και να ήθελα όμως δεν μπορώ ν’ αφήσω το μάτι σας να περιπλανηθεί εντός του ούτε όσο επιτρέπει μια χαραμάδα. Γιατί το κλειδί το φύλαξε ως ενθύμιο της συναντήσεώς τους ο έφηβος που υπήρξα κάποτε.
Ξεχωρίζετε κάποιο από τα ποιήματά σας και αν ναι ποιο είναι αυτό;
Ξεχωρίζω ορισμένα ποιήματα που βρίσκονται προς το τέλος του καινούριου βιβλίου και ταξιδεύουν στα πλατιά καλοκαίρια που περνούσα ως παιδί στο χωριό της μάνας μου. Οι γιαγιάδες μου, η Χιονάτη συνταγή τους νάνοι να φαντάζουνε οι φόβοι… Είναι περίεργο αλλά οι αναμνήσεις που έχτισα στην άμμο τους είναι και τα μόνα εσωτερικά μου τεκμήρια παιδικότητας.
Στην πόλη, όπου και ζούσα όλο το υπόλοιπο έτος, με θυμάμαι πάντοτε, ανεξαρτήτως ηλικίας, μεγάλο και κυρίως λαχανιασμένο. Όχι απ’ το πολύ παιχνίδι, αλλά απ’ το πολύ να κυνηγάω για να φτάσω και να ξεπεράσω όλους τους μεγαλυτέρους μου. Είχα βλέπετε τη στάμπα του Βενιαμίν όχι μόνο στην πυρηνική αλλά και στην ευρύτερη οικογένειά μου, γεγονός που με εγκλώβιζε στην ακόρεστη ανάγκη ν’ αποδεικνύω παντοιοτρόπως ότι δεν περισσεύω μέσα σε όλο αυτό το τσούρμο. Το μετανιώνω οικτρά.
Συνεπώς διόλου τυχαία δεν είναι, όπως αντιλαμβάνεστε, ιδίως τώρα που παύω πια να είμαι εκ του ασφαλούς μεγάλος, η τάση επιστροφής μου στα γόνατα των παιδικών καλοκαιρών. Προβλέπω και το φετινό μου καλοκαίρι να νοικιάζει λίγες μέρες στα πεντάστερα χαλάσματά τους. Έτσι, πληγής ένεκεν.
Από πού αντλεί συνήθως έμπνευση ο Παναγιώτης Μπενέας;
Από την αστείρευτη απουσία της.
Έχετε πει ότι «η ποίηση είναι κατάμεστος λόγος σε άδεια αίθουσα»… Στην πιο πρόσφατη παρουσίαση της ποιητικής σας συλλογής βρεθήκατε σε μία κατάμεστη αίθουσα να μιλάτε για το έργο σας. Αισθανθήκατε δικαιωμένος που το κοινό αγκάλιασε την προσπάθειά σας;
Δεν τα λέω και άσχημα, ε; Έτσι είναι όμως. Ο ποιητής, ο συγγραφέας εν γένει, δεν είναι ερμηνευτής ή εκτελεστής καλλιτέχνης. Δεν είναι συνηθισμένος στην τόσο άμεση αλληλεπίδραση με το κοινό, στις «πολλές κινήσεις κι ομιλίες». Κι ούτε χρειάζεται. Εξοικειωμένος είναι μόνο με τα φαντάσματά του. Επομένως ναι, για εμένα ήταν μια πολύ συγκινητική ανατροπή αυτό που συνέβη στη Στέγη Πολιτισμού Χαϊδαρίου.
Ευχαριστώ ξανά από καρδιάς όσους ήταν και όσους θα ήθελαν να είναι εκεί, πρωτίστως δε τους δύο καθηγητές μου, την κυρία Παγουλάτου και τον κύριο Νάστο, που περιέβαλαν με την αγάπη, το κύρος και τους δικούς τους κατάμεστους λόγους τα ποιήματά μου και εμένα.
Τι συναισθήματα πιστεύετε ότι δημιουργεί η ποίησή σας στον αναγνώστη; Θεωρείτε ότι γίνεστε κατανοητός;
Λίγες ημέρες μετά την παρουσίαση του βιβλίου μου κάποιος ζήτησε να μου μεταφερθεί το εξής μήνυμα: «Να πεις στον Μπενέα ότι μπορεί να μην τον καταλάβαμε στο ακριβώς αλλά τον αγαπήσαμε στο εντελώς». Είναι λοιπόν τόσο αναγκαία και σημαντική η κατανόηση; Όπως έχει εύστοχα πει κι ο σπουδαίος Τίτος Πατρίκιος, η καλή ποίηση ξεκινά σαν αυτοβιογραφία του ποιητή, αλλά ολοκληρώνεται σαν αυτοβιογραφία του αναγνώστη.
Όσο για τους στίχους μου, θα ήθελα να ενσταλάζουν στον άλλον το συναίσθημα που προκλήθηκε σ’ εμένα όταν διάβασα σ’ ένα βιβλίο του Λειβαδίτη ότι «απ’ όλα μπορείς να σωθείς εκτός απ’ τη νοσταλγία σου για κάτι πολύ μακρινό που δεν το θυμάσαι». Είναι ανεπανάληπτο συναίσθημα ν’ ανακαλύπτεις γραμμένο κάτι που σ’ εσένα μόνον ως ανείπωτο είχε μέχρι τότε συστηθεί. Ν’ ανακαλύπτεις δηλαδή κι άλλων ψυχών αχνάρια σε αυτό που εσύ τώρα νιώθεις.
Κι επανέρχομαι, ευκαιρίας δοθείσης, σε προηγούμενο ερώτημά σας περί του αν μπορεί η ποίηση να αποτελεί αιώνια συντροφιά. Μα μόνο τότε είναι ποίηση· όταν συντροφεύει και ιδίως όταν συμπάσχει. Μ’ έναν τρόπο όχι ξέφρενο αλλά σαν σιωπή σε θερινό ερημοκλήσι. Η ποίηση είναι το στιγμιαίο άγγιγμα που αφήνει στον ώμο μας η διαίσθηση ότι δεν είναι όσο νομίζουμε έρημη η μέσα έρημός μας.
Κατά το έτος 2017 εξεδώσατε την ποιητική συλλογή «Ιαματικές πληγές» ενώ πριν από λίγο καιρό κυκλοφόρησε «Το ελιξίριο της αιώνιας συντροφιάς». Πιστεύετε ότι μέσα σε αυτά τα χρόνια άλλαξε ο τρόπος γραφής σας;
Ξεθύμωσε λίγο νομίζω… Σε κάποιο ανέκδοτο ποίημα γράφω: «Πάψε επιτέλους. Δε βλέπεις; Προσπαθώ ν’ ακούσω τη φωνή μου». Αυτή η προσπάθεια υπάρχει νομίζω διάχυτη στην πρόσφατη συλλογή μου. Κι αυτό το «πάψε», που ισοδυναμεί με ευνουχισμό, να ξέρετε δεν είναι καθόλου εύκολο να το ξεστομίσει κανείς.
Υπάρχει κάποιο ποίημα ενός Έλληνα ποιητή που θα θέλατε να έχετε γράψει εσείς;
Για να ‘μαι ειλικρινής αυτό που θα ‘θελα περισσότερο απ’ αυτό που με ρωτάτε θα ήταν ένας έστω απ’ τους σπουδαίους ποιητές μας να διεκδικούσε την πατρότητα κάποιου δικού μου ποιήματος. Εν πάση περιπτώσει, όλα τα ποιήματα που διαβάζω και με συγκινούν ή με εντυπωσιάζουν χάρη στην ευφυή σύλληψή τους θα ήθελα βεβαίως να τα έχω γράψει εγώ.
Σ’ αυτή μου τη ζήλια βάζει έγκαιρα φρένο ευτυχώς η σκέψη πως -κακά τα ψέματα- ως άλλων, και μόνον, τα αγάπησα αυτά τα ποιήματα. Να μην υποτιμούμε λοιπόν την πουπουλένια θέση του αναγνώστη. Είναι πιο προνομιούχα απ’ την αγκάθινη εκείνη του δημιουργού.
Σε απάντηση όμως της ερώτησής σας λέω πως παρόλ’ αυτά θα καμάρωνα πολύ αν είχα συνθέσει εγώ το ποίημα «Δρόμοι παλιοί» του Μανόλη Αναγνωστάκη. Διότι σιγοκαίει βασανιστικά εντός μου το παράπονο που δεν έγινε αντιληπτό ή χειρότερα δεν εκτιμήθηκε δεόντως με τι παραφορά τούς αγάπησαν τα βήματά μου.
Πολλά από τα καινούργια σας ποιήματα εμπεριέχουν και νομικούς όρους. Αλήθεια, πιστεύετε ότι υπάρχει κάποια σύνδεση ανάμεσα στη δικηγορία και την ποίηση;
Βρέθηκα πριν κάποιο καιρό στο ακροατήριο ενός πολιτικού τμήματος του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Μετά την τυπική συζήτηση μιας υπόθεσης δημιουργήθηκε αναστάτωση γύρω από το όνομα του δικογράφου που θα είχαν το δικαίωμα εντός τριημέρου να καταθέσουν οι διάδικοι. Προτάσεις ή υπόμνημα;
Απευθυνόμενος τότε προς την Έδρα ένας συνάδελφος λέει: «Κυρία Πρόεδρε, συγγνώμη που επεμβαίνω, αλλά όπως έχει γράψει και ο Σαίξπηρ το τριαντάφυλλο με οποιοδήποτε άλλο όνομα θα μύριζε το ίδιο ωραία…» Τι λέτε; Συνδέονται; Στην κρίση σας.
Η περίοδος της πανδημίας σάς επηρέασε θετικά όσον αφορά την ποίηση;
Με ωφέλησε ως αναγνώστη της ποίησης και κυρίως της πεζογραφίας. Δυστυχώς υπό κανονικές συνθήκες η άνεση χρόνου και η πνευματική καθαρότητα που απαιτεί μια ποιοτική επαφή με τα έργα λόγου, με τα έργα τέχνης εν γένει, σπανίζουν. Πριν λίγο καιρό, Παρασκευή βράδυ ήταν, με πήρε ο ύπνος στο θέατρο από την κούραση των ημερών που είχαν προηγηθεί. Θλιβερό…
Τα ποιήματα που δημοσίευσα τώρα, καίτοι αναφέρονται μερικά στην πανδημία, επ’ ουδενί μπορούν να χαρακτηριστούν «ποιήματα καραντίνας». Τα περισσότερα είχαν αρχίσει εξάλλου να συντίθενται πολύ πριν απ’ αυτήν. Άποψή μου γενικώς είναι πως ποτέ δεν γράφουμε ωραία ποιήματα υπό το κράτος αυτού που εκάστοτε βιώνουμε. Πρέπει πρώτα να κοπάσει η καταιγίδα για να ξεσπάσει η έμπνευση λέω κάπου. Πώς αλλιώς;
Είναι βέβαια άλλο το ζήτημα εάν κάτω από κάποιο ετοιμόρροπο υπόστεγο της καταιγιστικής πραγματικότητας που μας δέρνει αλύπητα, συναγμένοι σε γωνιά όπου νεκρώνει σχεδόν το ραντάρ της συνείδησης, τρίβουν ενίοτε τα νοσηρά χεράκια τους μελλοντικοί μας στίχοι.
Έχετε δεχθεί ποτέ αρνητική κριτική για το έργο σας και αν ναι πώς τη διαχειρίζεστε;
Ας ξεκινήσουμε με την παραδοχή πως η εύλογη κριτική είναι πάντοτε και μόνον ευεργετική. Μεταξύ άλλων συνιστά και προϋπόθεση για την εξέλιξή μας. Όσο με αφορά, έχω ενίοτε δεχθεί κακή αλλά σίγουρα όχι κακοπροαίρετη κριτική για τα ποιήματά μου. Η οποία μπορεί εμένα στιγμιαία να με κατεδάφισε, ωστόσο δεν θα ‘λεγα ότι είχε εξίσου δυσμενή αντίκτυπο σ’ αυτά.
Γιατί όλα τους, ακόμη και τα πιο κακά, είναι κτισμένα επάνω στο έδαφος του στέρεου σεβασμού μου προς τη γλώσσα δίχως βέβαια αυτό να σημαίνει πως είναι και όλα άξια δημοσιεύσεως ή ανεπίδεκτα βελτιώσεως. Ε, αν τώρα κάποια απ’ το πολύ το ταρακούνημα ψιλοκατέρρευσαν και εκρίθησαν ακατάλληλα να στεγάσουν οποιοδήποτε αίσθημα, δεν πειράζει. Όλο και κάποιος στίχος θα απεγκλωβίστηκε αλώβητος από τη μετριότητά τους και θα δοκίμασε αλλού την εφτάψυχη τύχη του.
Πιστεύετε ότι ο έργο σας είναι διαχρονικό;
Άραγε ο Θεός, όταν ποιούσε τόσο γλυκύ το έαρ, γνώριζε ότι διαχρονικά θα τον προδίδει;
1.7 Από το ποίημα «ΑΙΩΝΙΑ Η ΛΗΘΗ» του βιβλίου «Ιαματικές πληγές».
Κατά πόσον είναι εύκολο ένας νέος λογοτέχνης όπως εσείς να εκδώσει σήμερα το έργο του; Έχετε αντιμετωπίσει ποτέ δυσπιστία εκ μέρους των εκδοτικών οίκων;
Αναρωτιέμαι σοβαρά και με καθόλου φιλοπαίγμονα διάθεση κατά πόσον υπάρχει κάτι δυσκολότερο απ’ το να είσαι όχι νέος λογοτέχνης αλλά νέος γενικώς σήμερα… Αλλά να μη μακρηγορώ. Είναι αρκετοί οι εκδοτικοί οίκοι που δεν επέλεξαν το έργο μου και επίσης αρκετοί αυτοί που αξίωσαν την εκ μέρους μου διάθεση υπέρογκων χρηματικών ποσών για την έκδοσή του. Εξίσου αρκετές και οι φορές που αποθαρρύνθηκα. Όμως αν δεν προσκυνήσεις τον ανήφορο, τη θέα πώς θα μεταλάβεις; Κι εγώ χαίρομαι ειλικρινά πολύ που μεταλαμβάνω τελικά αυτή τη θεάρεστη θέα πλάι στον Δημήτρη Καραναστάση και την Κάκια Ξύδη των Εκδόσεων Ανεμολόγιο. Τους ευχαριστώ θερμά και από εδώ που βρήκαν χώρο στο ράφι τους για το ελιξίριό μου.
Αν και είναι ακόμη νωρίς, υπάρχουν σκέψεις για επόμενα έργα;
Θα σας απαντήσω με δυο στίχους απ’ τη νέα συλλογή μου: «Κάθε τι, τα πάντα τελευταία / μέχρις εκκολάψεως του Επομένου». Πρόκειται ουσιαστικά για το ποίημα με τον τίτλο «Τεκμήριον». Είθε ν’ ανατραπεί.
Μπορείτε να προμηθευτείτε τη νέα ποιητική συλλογή του Παναγιώτης Μπενέας «Το ελιξίριο της αιώνιας συντροφιάς» (Εκδόσεις Ανεμολόγιο, 2023)
(α) είτε απευθείας από το βιβλιοπωλείο των Εκδόσεων Πνοή που κείται επί της οδού Ζωοδόχου Πηγής 2, στην Αθήνα,
(β) είτε από οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο σάς εξυπηρετεί κατόπιν παραγγελίας,
(γ) είτε κατόπιν ηλεκτρονικής παραγγελίας στον ακόλουθο σύνδεσμο οπότε και θα σας αποσταλεί με κούριερ: Παναγιώτης Μπενέας
………………………………………………..
Δείτε και αυτή τη συνέντευξη της Μαρκέλλας Κουτίβα