Δημήτρης Τσουκάλης
Ένα κείμενο-απάντηση από τα σχόλια των αναγνωστών σε άρθρο του Τάκη Θεοδωρόπουλου από την Καθημερινή. Υπέροχο και αληθινό κείμενο, το σχόλιο. Μάλλον υπέροχο γιατί είναι αληθινό. Ένα κομμάτι απ’ την ιστορία αυτής της χώρας κι αυτού του λαού. Διαβάστε το. Αξίζει τον κόπο.
Όσα προβλήματα κι αν προκαλεί η σημερινή μετανάστευση, όσο δύσκολη είναι η διαχείρισή της, όσους δικαιολογημένους ή αδικαιολόγητους φόβους προκαλεί, δεν επιτρέπεται ποτέ και για κανέναν λόγο να ξεχνάμε… (Στις φάμπρικες της Γερμανίας από τον μέγιστο Στέλιο)
Οσο περισσότερα γραφεις για αυτά τα θέματα, αλλο τόσο προβληματίζομαι για την ορθότητα της δημοσιογραφικής σου κρίσης.
Και εξηγούμαι: γραφεις, “δεν είναι πρόβλημα φυλής ή θρησκεύματος, είναι ο τρόπος ζωής και δη αυτός που σου επιβάλλεται από τις συνθήκες……κτλ. κτλ.”
Τι θέλεις να κάνουν αγαπητέ μου; Τι ξέρεις εσύ από “συνθήκες”;
Ελα μαζί μου, να στα κάνω λιανά!
Ηλθα στη Αυστραλία τον Γενάρη του 1960 και αποβιβάστηκα πρώτα στο Σίδνεϋ. Κοιμήθηκα το πρώτο μου βράδυ στο σπίτι ενός ελληνα σε ενα δωμάτιο με δύο αλλους και στα αλλα δωμάτια έμενε η οικογένεια του σπιτονοικοκύρη και αλλοι ελληνες μετανάστες στο πισινό δωμάτιο. Μια τουαλέτα εξω, ενα μικρό μπανάκι, μια μικρή κουζινα με ενα τραπέζι και καρέκλες, ενα μικρό σαλονάκι με δυό κρεβατάκια στις ακρες για κανέναν απρόσμενον και ακάλεστον, μια ασπρόμαυρη (τότε) τηλεόραση και τη σειρά για όλους και για όλα, ακόμη για να ψήσεις ενα ελληνικό καφεδάκι, έπρεπε να περιμένεις την σερά σου…Δεν διαφωνούσαμε σε τίποτε, ζούσαμε με αυτοσυγκράτηση, αυτοπειθαρχία, κατανόηση και μιλούσαμε για την δουλειά, το ποδόσφαιρο και….την πατρίδα πίσω, στη γλώσσα μας!!!! Δεν μιλούσαμε απλά για επαναπατρισμό, αλλά ΠΟΤΕ θα γυρίσουμε, του χρόνου ή σε τρία χρόνια…. Και κάθε μήνα συνήθως γράμμα στο σπίτι και δέκα λίρες μέσα. Και όταν ερχόταν το γράμμα από την πατρίδα σε κάποιον, ήταν γράμμα για όλους μας, αυτά τα φάκελα με τις μπλέ γραμμούλες γύρω-γύρω, ήταν γράμματα και για τους αλλους, ήταν ιερά, εφερναν σιωπηλά χαιρετίσματα από την πατρίδα, οχι το περιεχόμενο, αλλά το γράμμα…Και οταν κάποιο γράμμα εφερνε “κακά μαντάτα” σε κάποιον, θρηνούσαμε και οι αλλοι για τον χαμό του πατέρα, της μητέρας του παππούλη, σαν να ήταν δικός μας άνθρωπος…Και οταν βγαίναμε εξω, συνήθως βγαίναμε 2,3,4, μαζί, για παρέα, σιγουριά, ίσως από συνήθεια, μας άρενε η συντροφίά του φίλου, του πατριώτη, του συγχωριανού…Αυτούς είχαμε. Θέλεις να διαβάσεις και άλλα κ. Θεοδωρόπουλε;
Μετά πήγα στην Μελβούρνη, γιατί εκεί ήταν πολλοί συγχωριανοί μου. Η ίδια κατάσταση, η ίδια ζωή, οι ίδιες ανησυχίες, τα ίδια προβλήματα, Το Brunswick, Carlton, Richmond, Fitzroy, και αλλα εσωτερικά προάστεια της Μελβούρνης, είχαν γίνει οι φωλιές των ελλήνων και ο Νεος Κόσμος (ελληνική εφημερίδα) ήταν γεμάτος από διαφημίσεις για : ΔΩΜΑΤΙΑ ΠΡΟΣ ΕΝΟΙΚΙΑΣΗ. Από εκει ξεκινήσαμε φίλε μου, από τέτοιους δρόμους ερχόμαστε, αυτές είναι οι δικές μας εμπειρίες, οι δικές σου ποίες είναι και τι ξέρεις εσύ από “συνθήκες ζωής” σε ποίο σκολειό πήγες να μάθεις τη ζωή; Λιγα χιλιόμετρα πιό εξω από την Μελβούρνη, υπήρχαν “τα κέντρα υποδοχής” όπως τα ονομάζεις πιό πάνω. Εκεί ζούσαν ελληνες που δεν είχαν κάπου αλλού να μείνουν, εργένηδες, παντρεμένοι (αλλά χωριστά από τους συντρόφους τους), ανήλικα παιδιά, με πειθαρχία, μισή ελευθερία, συσσίτιο, ζέστη χωρίς εστω και εναν ανεμιστήρα… Αντέχεις να διαβάσεις και άλλα;
Τα χρόνια περνούσαν, ο ρατσισμός σε κάθε μας βήμα, το wog / wogs ήταν το δεύτερο ονομά μας, αλλά επιβιώσαμε, αγοράσαμε τα δικά μας σπίτια, ανοίξαμε τα μαγαζιά μας, μορφώσαμε τα παιδιά μας, μαθαμε τη γλώσσα, καναμε οιοκονομίες, γίναμε καλύτεροι από τους υβριστές μας, ΚΕΡΔΙΣΑΜΕ τη θέση μας στην κοινωνία που ζούμε!
Και τώρα δεν με λέει κανένας wog, οι φίλοι μου και γνωστοί μου με αποκαλούν σχέτο Τζών και όσοι δεν με γνωρίζουν προσωπικά, λένε ” ο Ελληνας που κατοικεί στο μεγάλο γωνιακό σπίτι με τις καμάρες…
Και εγώ τους καλημερίζω όταν περνάνε με τα σκυλιά τους εξω στο σπίτι μου και το θεωρώ τιμή μου που με αποκαλούν ελληνα! Γιατί αυτό είμαι του κερατά! Δεν μπορώ να αλλάξω ποίος είμαι, ουτε και το θέλω, γεννήθηκα έλληνας και θα πεθάνω ελληνας ή μάλλον ελληνοαυστραλός.
Ηλθα νόμιμα εδώ το εξήντα, αλλά ξερω παρα πολλούς ελληνες (μαζί τους και ενας μπατζανάκης μου) και ειδικά ναυτικούς που “πήδηξαν καράβι” οπως λέμε εδώ, παράνομα ήλθαν και παράνομα εμειναν, αλλά με τον καιρό τους νομιμοποίησαν και εγιναν πρότυπα πολήτη. Και στην Αμερική δεν συνέβησαν παρόμοια πράγματα; Δεν εχεις ακουστά ή έχεις διαβάσει παρόμοιες ιστορίες;
Μήπως σε ενοχλεί το χρώμα, η καταγωγή και η θρησκεία των ανθρώπων; Αν όχι, γράψε κατι να μας διαφωτίσεις.
Οι αγέρες της περίστασης φίλε μου, σπρώχνουν τον κόσμο εκει που υπάρχει ήρεμο λιμάνι, σωτηρία, τροφή, στέγη, προπτική και μελλον. Προσωπικά λυπάμαι τους πρόσφυγες, αλλά καταλαβαίνω και τους οικονομικούς μετανάστες. Θα κάνω ο,τι μπορώ για τους πρώτους και θα δεχθώ τους αλλους όταν τους χρειάζομαι. Θα το επαναλβάνω αυτό όταν μου δίνεται η ευκαιρία! Αλλοι κάνουν το ίδιο από θρησκευτικούς λόγους, εγω το κάνω από προσωπικές εμπειρίες με παρέα τη συνειδησή μου. Εσύ που στέκεσαι και ποίος είναι ο σκοπός των γραπτων σου; Πρέπει να εξηγήσεις μια ημέρα
της θέση σου, γιατί ο Γραικός είναι εξυπνος ανθρωπος/λαός, πιάνει τα πράγματα από μακριά.
Αν σε πήγαινα στην περίοδο εκείνη με κορωνοϊό, όπως σήμερα και σου έδινα μια στήλη στην εφημερίδα “The Age” της Μελβούρνης σαν δημοσιογράφο, τι θα εγραφες; Και πως θα χρωμάτιζες και θα περιέγραφες τη ζωή και τις συνθήκες των συμπατριωτών σου σαν και μενα και τους αλλους έλληνες της εποχής εκείνης; Θα μας παρουσίαζες σαν “μπαμπούλες” λόγω των συνθηκών της τότε ζωής μας και το γεγονός που “”ζούσαμε ο ενας επάνω στον αλλον”;; Μήπως, ως συνήθως θα χρησιμοποιούσες όμορφες κουβέντες και φράσεις συνδεδεμένες με μερικά δικά σου, αυστηρά διαλεγμένα για την περίσταση παραδείγματα, και λίγα γαλλικά κάπου-κάπου για να δικαιολογήσεις τα αδικαιολόγητα; Όταν κατόρθωνες αυτό που ζητούσες και όργιζες τον κόσμο, τι θα ήθελες να κάνουν την οργή τους; Και όταν πήγαινες το βράδυ σπίτι, τι είδους ύπνο θα είχες;
Γ.Γκ. Σίδνεϋ
ΥΓ. Δεν θέλω να ακούσω διαφωνίες για παράνομους μετανάστες και ερμα σημάδια… Οι ρατσιστές και οι υβριστές μας, γνώριζαν πως η τεράστια πλειοψηφία των μεταναστων ήταν νόμιμοι. Και εν τούτοις μερικοί, (όχι όλοι προς θεού!), μάς μισούσαν και μας έβριζαν….