ΑΡΘΡΑ

O “ρωσικός γίγαντας” και η ταπεινή αρβύλα του δασοπυροσβέστη

Παναγιώτης Καμπούρογλου, δασοπόνος

Με έτρωγε μέσα μου σαν σκουλήκι που έπρεπε να βγει… Συγνώμη από όσους πυροσβέστες, φίλους μου και μη, αδικώ με τις γενικεύσεις που αναγκαστικά θα κάνω….

To δόγμα της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας και η καταστροφή των δασών

Παρακολουθώντας τις καταστροφικές πυρκαγιές αυτό το καλοκαίρι ειλικρινά δεν ήξερα τι με πονούσε και τι με θύμωνε περισσότερο: τα δάση που καίγονταν, οι περιουσίες που χάνονταν ή τα ψέματα και η παραπληροφόρηση των δημοσιογράφων που άλλοτε απέκρυπταν έντεχνα την απουσία μιας ουσιαστικής πυροσβεστικής παρέμβασης, ακόμη κι όταν για ώρες κάλυπταν φλόγες και ενεργά μέτωπα χωρίς κανείς να επεμβαίνει ή άλλοτε καλούσαν καθηγητές «μαϊντανούς» άσχετων ειδικοτήτων, για να επιβεβαιώσουν τους πάντες για το ακραίο των καιρικών συνθηκών και την άψογη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού.

Κι αυτό το αλλόκοτο παιχνίδι με τις πυροσβεστικές δυνάμεις να εξαντλούνται σε ένα χορό αεροπυρόσβεσης με τα ελικόπτερα και το ρώσικο αεροσκάφος Beriev σε πρωταγωνιστικό ρόλο και τους δημοσιογράφους να ασκούν κριτική μόνον κατά του δασαρχείου που δεν διαχειριζότανε, όπως έλεγαν, τα δάση, πραγματικά με ξεπερνούσε. Τα ερωτήματα πολλά, αλλά εμένα με τρώει το γιατί αυτή η καταστροφή και γιατί αυτή η ταυτόχρονη παραπληροφόρηση και η σιωπή για τα πραγματικά αίτια του κακού, αυτή η ιδιότυπη ομερτά…

Γιατί δεν μπαίνουν μέσα στο δάσος οι πυροσβέστες; Φταίει το δόγμα που δυστυχώς φαίνεται να επικρατεί ακόμη σε πολλούς εντός της Π.Υ., το οποίο θέλει την δασοπυρόσβεση ως πάρεργο ή μήπως κάτι άλλο; Και οι δημοσιογράφοι γιατί δεν μιλούν, είναι ο μύθος του ήρωα πυροσβέστη που δεν θέλουν να πληγώσουν και φοβούνται μήπως κριθούν γι αυτό ως πολιτικά μη ορθοί; Ή μήπως είναι επειδή η άγνοιά τους και η έλλειψη ειδικότερων γνώσεων τους έχει οδηγήσει σε λανθασμένα συμπεράσματα ως προς την (εναέρια;) κατάσβεση των δασικών πυρκαγιών; Μήπως τελικά τίποτα από όλα αυτά δεν πλησιάζει την πραγματικότητα, αλλά η εικόνα που προβάλλεται στα κανάλια έχει να κάνει με πολιτικές επιλογές, χρήμα και ζόφο;

Επειδή έτυχε να γνωρίσω από μέσα, ως μόνιμος υπάλληλος, τόσο την Δασική όσο και την Πυροσβεστική Υπηρεσία, θα ήθελα να καταθέσω για όλα αυτά τις δικές μου απόψεις, έτσι ώστε να συμβάλλω σε ένα ουσιαστικό διάλογο για τις αδυναμίες του συστήματος και τη βελτίωσή τους.

Η Πυροσβεστική των Γενικών Καθηκόντων

Στην πυροσβεστική υπηρεσία (Π.Υ.) προσλήφθηκα το 2000 ως μόνιμος πυροσβέστης με την ειδικότητα και το πτυχίο του Δασοπόνου. Πίστεψα τότε πως μια λαμπρή καριέρα ξεδιπλωνόταν μπροστά μου, μια καριέρα που νόμιζα πως θα είχε να κάνει με τη δασοπυρόσβεση που μου άρεσε. Άλλωστε είχα αποκτήσει εμπειρία από τα χρόνια που δούλευα ως εποχιακός δασοπυροσβέστης -επικεφαλής πεζοπόρου τμήματος – δασοκομάντος, όταν ακόμη αυτά τα τμήματα τα χρησιμοποιούσε η δασική υπηρεσία.

Έτσι δεν άργησα να βρεθώ στην σχολή των αξιωματικών της Π.Υ. φέρελπις νέος, αλλά δακτυλοδεικτούμενος ως ολίγον «μαύρο πρόβατο», αφού από νωρίς μου κολλήσανε τη «ρετσινιά» του δασικού -το χρησιμοποιούσαν απαξιωτικά κάποιοι γιατί δεν τους άρεσαν οι απόψεις μου.

Από τότε διέκρινα ότι κανείς, ή μάλλον ελάχιστοι, για να είμαι ακριβοδίκαιος, από τους παλιούς υπαλλήλους της πυροσβεστικής, ήθελαν τη δασοπυρόσβεση, την οποία πρόσφατα είχαν αναλάβει (1998), αφού ήταν μια ακόμη αρμοδιότητα σε τόσες άλλες, η οποία προσέθετε αρκετή δουλειά, χωρίς κανένα για αυτούς προσωπικό όφελος.

Από την πρώτη στιγμή που παρουσιασθήκαμε στο Σώμα μας ορκίσανε ως πυροσβέστες γενικών καθηκόντων, ο μοναδικός θεσμοθετημένος χαρακτηρισμός για όλους τους πυροσβέστες, τον οποίο κανείς δεν μπορεί να αποφύγει. Όσοι υπηρετούν στο Σώμα ασκούν γενικά καθήκοντα υποχρεωτικά και επιλαμβάνονται συμβάντων από πλημμύρες και τροχαία μέχρι απεγκλωβισμούς σε ασανσέρ και φυσικά κατάσβεση αστικών και δασικών πυρκαγιών–δασοπυρόσβεση κτλ.

Αυτή η γενίκευση, ίσως έχει κάποια θετικά στοιχεία, έχει όμως και πολλά αρνητικά. Πέρα από το γεγονός ότι είναι αδύνατο ένας άνθρωπος να γνωρίζει καλά τόσο διαφορετικά αντικείμενα που έχουν να κάνουν με φυσικές ή τεχνικές καταστροφές, δεν επιτρέπει την χρήση εξειδικευμένων ανθρώπων στην κατάσβεση των δασικών πυρκαγιών, τόσο σε επίπεδο αξιωματικών όσο και σε επίπεδο δασοπυροσβέστη.

Για κάποιον που γνωρίζει ελάχιστα γύρω από το εύρος των καθηκόντων της Π.Υ, το οποίο εκτείνεται από βιομηχανικά ατυχήματα, απεγκλωβισμούς ατόμων (από συντρίμμια κτιρίων, τροχαίων κτλ) μέχρι άντληση υδάτων από πλημμύρες και διάσωση ζώων από πηγάδια, γίνεται εύκολα αντιληπτή η αυξημένη δυσκολία στο να ανταπεξέλθει το ίδιο άτομο ικανοποιητικά σε όλα αυτά. Αυτή η αδυναμία χρήσης εξειδικευμένων ανθρώπων σε διαφορετικά καθήκοντα, αναλόγως την εκπαίδευση που έχει λάβει ο καθένας, ώστε να αρχίσει να χτίζει και εμπειρία, αποτελεί κατά την γνώμη μου μια μόνιμη τροχοπέδη στην αποτελεσματική δασοπυρόσβεση.

Έγινε δε η αιτία -ή ίσως η αφορμή- για να μην αξιοποιηθούν όπως έπρεπε πολλοί εξαιρετικοί συνάδελφοι (δασολόγοι και δασοπόνοι) που προσλήφθηκαν από την Π.Υ. Υπενθυμίζω ότι το Πυροσβεστικό Σώμα από το 2000 και μετά σταδιακά προσέλαβε, παραπάνω από 90 δασολόγους και δασοπόνους από τους οποίους ελάχιστοι, τουλάχιστον από όσο μπορώ να γνωρίζω, τοποθετηθήκανε στο συντονιστικό ή ως σύμβουλοι του αρχηγού – υπαρχηγού. Οι περισσότεροι συνάδελφοι χαθήκανε ασκώντας άλλα καθήκοντα στο πυροσβεστικό σώμα, σε αυτό το μεγάλο χωνευτήρι ανθρώπων, ως πυροσβέστες γενικών καθηκόντων…

Κι αυτό νομίζω πως δεν έγινε τυχαία.

Το πρόβλημα: αεροπυρόσβεση χωρίς επέμβαση στο δάσος

Όταν μου δόθηκε η ευκαιρία, με τον διαγωνισμό για την πρόσληψη προσωπικού από τις δασικές υπηρεσίες του 2002, παραιτήθηκα από την Π.Υ. και σε λίγους μήνες βρέθηκα να υπηρετώ στο Δασονομείο Άνδρου για ορισμένα χρόνια και κατόπιν στο Δασαρχείο Λαυρίου, όπου υπηρετούσα μέχρι πρόσφατα εκτελώντας πολλαπλά και διάφορα καθήκοντα λόγω των δραματικών ελλείψεων σε προσωπικό που όλοι γνωρίζουμε.

Όλα αυτά τα χρόνια, ως μόνιμος δασικός υπάλληλος, βίωνα και παρακολουθούσα από κοντά τις δασικές πυρκαγιές, οι οποίες εξελίσσονταν στο δάσος χωρίς εγώ ουσιαστικά να μπορώ να κάνω κάτι. Το δάσος, που υποτίθεται ότι προστάτευα, με ένα σωρό νόμους και φιρμάνια, το δάσος για το οποίο είχα τρυπήσει το στομάχι μου υπερασπιζόμενος στις αίθουσες των δικαστηρίων, εν τέλει, κατέληγε, εν μία νυκτί, να γίνει στάχτη…

Όχι, γιατί κάποιοι προσπάθησαν, αγωνίστηκαν να σβήσουν τη φωτιά και δεν τα κατάφεραν. Όχι… για αυτό, αλλά γιατί κάποιοι, επιφορτισμένοι με αυτό το καθήκον, έστεκαν και κοιτούσαν τη φωτιά από μακριά και για μια ακόμη φορά περίμεναν τα εναέρια μέσα, τα αεροπλάνα και τα ελικόπτερα να τη σβήσουν…

Μα καλά δεν ήξεραν ότι τα εναέρια χρησιμοποιούνται κυρίως για να ρίξουν την ένταση του μετώπου, ώστε να μπορέσουν τα επίγεια μέσα να επιχειρήσουν, χωρίσουν καμένο άκαυτο και να τελειώσουν οριστικά τη δασική πυρκαγιά; Τους έλλειπε η γνώση; Αυτό που με τόσους δασάρχες επικεφαλής κάναμε παλαιότερα αυτοί δεν το γνώριζαν; Ή μήπως απλώς τους έλλειπε η όρεξη να λερώσουν τις καλογυαλισμένες αρβύλες τους και να μπουν μέσα στο δάσος, να κάνουν μια πυροσβεστική εγκατάσταση της προκοπής και να σβήσουν τη φωτιά;

Η αποφυγή ευθύνης και η χρήση πυροσβεστικών δυνάμεων από όλη την Ελλάδα

Σίγουρα τους έλειπε η σαφής εντολή ενός αξιωματικού, ο οποίος να γνωρίζει γιατί και πού να επιχειρήσει κάτι τέτοιο. Σίγουρα τους έλειπε η όρεξη να δεσμευθούν αυτοί και το όχημά τους σε μια μεγάλου μήκους εγκατάσταση, δηλαδή για πάνω από μια ημέρα, αφού θα έπρεπε να γυρίσουν κάποια στιγμή στο μακρινό τους τόπο, στον μακρινό τους πυροσβεστικό σταθμό, από όπου το συντονιστικό τους κάλεσε.

Αυτό είναι κάτι σύνηθες πλέον, κάτι που βλέπουμε να γίνεται ως τακτική από την Π.Υ., η οποία καλεί πυροσβεστικό προσωπικό ακόμη και από το Διδυμότειχο και από την Χρυσούπολη Καβάλας για να εργασθεί, για παράδειγμα στην πυρκαγιά της Βαρυμπόμπης….(πραγματικό περιστατικό).

Μα τι μπορεί να κάνει, όσο κι αν θέλει ένας πυροσβέστης άυπνος που για μιάμιση ημέρα ταξίδευε με ένα αυτοκίνητο UNIMOC χίλια χιλιόμετρα για να έρθει στην πυρκαγιά της Βαρυμπόμπης; Κι αν υποθέσουμε πως τα ξεπερνάει κάποιος όλα αυτά, πώς είναι δυνατόν να επιχειρήσει με μεγάλου μήκους πυροσβεστική εγκατάσταση μέσα σε δάσος πεύκης, σε μια περιοχή που δεν ξέρει; Σε μια περιοχή που δεν γνωρίζει ούτε τους δασικούς δρόμους και τη βατότητα τους σε σχέση με το όχημά του για την διαφυγή το;

Η άριστη γνώση του τόπου και η συνεχής αλλαγή των διοικητών των Πυροσβεστικών Κλιμακίων. Όλοι ξέρουμε ότι η άριστη γνώση του δάσους, του τόπου και των υπαλλήλων που θα χρησιμοποιηθούν σε μια δασική πυρκαγιά είναι θεμελιώδους σημασίας για να μπορέσει κάποιος να τη σταματήσει.

Και οι διοικητές των πυροσβεστικών κλιμακίων όχι μόνον δεν έχουν αλλά, το χειρότερο, ούτε μπορούν να αποκτήσουν ποτέ αυτήν την γνώση. Εναλλάσσονται τόσο συχνά στις διοικήσεις των πυροσβεστικών μονάδων, που μόλις μάθουν τους δρόμους σε μια περιοχή ή τους ανθρώπους που διοικούν, θα πρέπει να φύγουν διότι προήχθησαν εις ανώτερο βαθμό και δεν δικαιολογεί ο σταθμός πλέον τέτοιο. Ακόμη κι αν υπηρετεί όμως τοπικά κάποιος που γνωρίζει πέντε πράγματα, με το ξέσπασμα μιας πυρκαγιάς θα αρχίσει να έρχεται ο αμέσως ανώτερος αξιωματικός που υπηρετεί σε περιφερειακό επίπεδο, ο οποίος μπορεί να έχει μεγαλύτερη εμπειρία αλλά δεν γνωρίζει τίποτε από όσα προανέφερα.

Τα σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα που έχουν οι πυροσβέστες στη διάθεσή τους, οι χάρτες οι ψηφιακοί, τα GPS , τα υπολογιστικά συστήματα (το σύστημα Engage) που δείχνουν τους δρόμους τη βλάστηση σε ορθοφωτοχάρτη και ένα σωρό άλλες πληροφορίες μπορεί να βοηθούν, ωστόσο, δεν αποτελούν πανάκεια και σε τίποτε δεν συγκρίνονται με την ουσιαστική γνώση ενός τόπου. Άλλωστε σε πολλές περιπτώσεις είναι στην ουσία άχρηστα αν ο επικεφαλής δεν μπορεί να ερμηνεύσει όλες αυτές τις πληροφορίες σωστά. Αν δεν μπορεί κάποιος, για παράδειγμα, να καταλάβει αν ο δρόμος που βλέπει στην οθόνη του είναι σε ράχη ή σε ρεματιά πως μπορεί να πολεμήσει την δασική πυρκαγιά;

Δεν τους ειρωνεύομαι. Έχω γνωρίσει εξαιρετικούς αξιωματικούς στην Π.Υ. Ο καλύτερος όμως αξιωματικός από αυτούς που γνώρισα και από όσους είδα πάνω στην δασική πυρκαγιά ήταν ίσος σε ικανότητες και αποτελεσματικότητα με τον χειρότερο δασάρχη… Γιατί κι ο χειρότερος Δασάρχης ήξερε το δάσος σαν το σπίτι του, γνώριζε τις ράχες και τις ρεματιές και την βλάστηση και την πυκνότητά της, ήξερε όχι μόνο που υπάρχουν δρόμοι αλλά και που οδηγούν και ποιοι είναι βατοί και ποιοι όχι για κάθε τύπο οχήματος που έστελνε, γνώριζε το προσωπικό του (συνήθως ντόπιοι δασεργάτες και άνθρωποι της υπαίθρου), με το οποίο είχε συνεργαστεί για χρόνια και ήξερε τις ικανότητες του καθένα, και κυρίως ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος θα έκανε ότι καλύτερο μπορούσε για να σβήσει τη φωτιά.

Δεν θα απέφευγε την ευθύνη, ούτε θα άφηνε το δάσος του να καίγεται χωρίς να κάνει κάτι…

Η κακή νοοτροπία του παρελθόντος: η δασοπυρόσβεση πάρεργο…

Δυστυχώς, αυτό που είδαμε να εξελίσσεται σε όλο του το μεγαλείο στην Εύβοια και στον Πύργο και στην Βαρυμπόμπη και αλλού δεν μπορεί να αποτελέσει έκπληξη για κανέναν δασικό υπάλληλο που έβλεπε όλα αυτά τα χρόνια το πώς η δασοπυρόσβεση μετατράπηκε, αργά αλλά σταθερά, σε αεροπυρόσβεση και σε οφθαλμόλουτρο της πυρκαγιάς από το δρόμο… Κι γι’αυτό οι ευθύνες ορισμένων συναδέλφων που συνηγόρησαν στη μεταφορά της δασοπυρόσβεσης στην Π.Υ. είναι όχι απλά μεγάλες αλλά τεράστιες…

Γιατί αυτό που σήμερα βλέπουμε δεν είναι κάτι καινούργιο. Γιατί αυτά τα ξέραμε όλοι όσοι είχαμε ζήσει την πυροσβεστική υπηρεσία, στον παραδοσιακό της ρόλο, προ της μεταβίβασης των αρμοδιοτήτων της δασοπυρόσβεσης το 1998, να συνδράμει, δηλαδή, τις δυνάμεις των δασαρχείων.

Τα αυτοκίνητα της Π.Υ. εμφανιζόντουσαν στο τόπο της δασικής πυρκαγιάς ξαφνικά, ρίχναν λίγο νερό με την υψηλής πίεσης, σχεδόν οπουδήποτε, χωρίς κανένα σχεδιασμό και εξαφανιζόντουσαν πάλι, ακόμη πιο επιδέξια όταν τα πράγματα στρίμωχναν και έπρεπε να προστατέψουν κάποιο σπίτι, όπως έλεγαν, ή όταν ερχόταν η ώρα της μουτζούρας, η ώρα που έπρεπε να γίνει η πραγματική δουλειά για να εξασφαλιστεί η φωτιά, όταν έπεφτε το μένος της και έπρεπε να χωριστεί καμένο άκαυτο στην περίμετρο, με τσάπες ή με δίκτυο νερού και να τελειώσει οριστικά…

Εκείνες τις ώρες τα πυροσβεστικά αυτοκίνητα δεν τα έβλεπες πουθενά… Είχε έρθει η ώρα της χαμαλοδουλειάς, η ώρα που θα έπρεπε να φύγουν με κάθε τρόπο οι υπάλληλοι με πρόσχημα είτε την αλλαγή της βάρδιας είτε την δήθεν πυρκαγιά σε σπίτι οπότε προέτασσαν την αξία της ζωής και της περιουσίας των πολιτών και απλά… έφευγαν.

Από την προστασία της ζωής και της περιουσίας των πολιτών σε πεζοπόρα χωρίς εργαλεία…

Αυτό ήταν το δόγμα της πυροσβεστικής Υπηρεσίας, η προστασία της ζωής και της περιουσίας των πολιτών και με αυτό το δόγμα φαίνεται ότι συνεχίζει ακόμη και σήμερα να προστατεύει την εικόνα της και να συντηρεί μύθους γύρω από τη δασοπυρόσβεση. Ένα δόγμα από το οποίο απουσιάζουν με θόρυβο τα δάση και η σοβαρή αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών, τα αξιόμαχα πεζοπόρα τμήματα και πολλά άλλα.

Ωστόσο, εγώ προσωπικά ήμουν από τους αιθεροβάμονες που νόμιζαν πως κάτι πήγε να αλλάξει προς το καλύτερο -και ίσως στην αρχή να πήγε πραγματικά κάτι να αλλάξει. Όμως, σταδιακά η κατάσταση χειροτέρεψε μέχρι που αυτό το καλοκαίρι επιβεβαιώθηκαν και οι χειρότεροι φόβοι μου.

Σε πρόσφατη συζήτηση με τη συνάδελφος και φίλη δασοπόνο Μ., που μαζί ξεκινήσαμε από τους δασοκομάντος και η οποία υπηρετεί στο Σώμα (δεν αναφέρω το όνομά της για ευνόητους λόγους), μου ανέφερε αρκετά περιστατικά χαρακτηριστικά της νοοτροπίας που ήθελε ακόμη και σήμερα τη δασοπυρόσβεση ως πάρεργο. Μου εξηγούσε, για αρκετή ώρα, τον αγώνα που έκανε να πείσει στους συναδέλφους της, στο πεζοπόρο της Π.Υ., πως δεν είναι δυνατόν να πηγαίνουν στη φωτιά… χωρίς εργαλεία!

Τότε μου έφυγε κάθε αμφιβολία. Μα πώς γίνεται κορίτσι μου, της είπα, εμείς στους δασοκομάντος είχαμε δύο αλυσοπρίονα, ανά ομάδα, είχαμε τσάπες, επινότιους πυροσβεστήρες και κάναμε ό,τι καλύτερο μπορούσαμε, όπου μας διέτασσαν. Αν ο δασάρχης ήξερε να μας χρησιμοποιήσει, κάναμε δουλειά. Τώρα, πάτε χωρίς εργαλεία, να κάνετε τι;

Η απάντηση αφοπλιστική: «Δεν ενδιαφέρεται κανείς Παναγιώτη. Κανείς.» Ναι, για πολλούς είχε δίκιο. Άρχισαν εικόνες να έρχονται μία -μία στο μυαλό μου. Δεν ενδιαφέρεται κανείς… Όπως τότε στην Άνδρο, που το πεζοπόρο απλώς κοιτούσε τη φωτιά όλη τη νύχτα και όλες τις πρωϊνές ώρες για όσο αυτή σιγόκαιγε κάτω από τα πουρνάρια. Μέχρι που ξεκίνησε το μελτέμι κατά τις 11:00 και η φωτιά θέριεψε και παραλίγο να καούν σπίτια και άνθρωποι στο όμορο χωριό. Όπως τότε που συνάντησα ένα παλιό συνάδελφο από την Π.Υ. σε μια πυρκαγιά της Λαυρεωτικής, ο οποίος έχει έρθει ως πεζοπόρο, και ο οποίος, αφού μιλήσαμε για τα παλιά, κάνει μια έτσι με το χέρι του και σπάζει ένα πευκάκι που στεκόταν ανάμεσά μας και μας εμπόδιζε και δεν βλεπόμασταν καλά. Δεν γ…, είπε, έτσι και αλλιώς τόσα κάηκαν…

Πάγωσα τότε, από αμηχανία, παγώνω και σήμερα από τον πόνο βλέποντας την επικράτηση αυτού του δόγματος που πλέον έχει πάρει άλλη διάσταση… Άσε την πλαγιά να καεί, δεν βαριέσαι, τόσα στρέμματα κάηκαν, άσε να έρθει στο δρόμο μπας και μας βολέψει…

Μάλιστα φέτος το καλοκαίρι το δόγμα σκλήρυνε ακόμη περισσότερο. Μετά το Μάτι, όταν εξελίσσεται μια δασική πυρκαγιά σημασία δεν έχει ούτε καν η περιουσία των πολιτών… μόνον η ζωή έχει σημασία, μόνον η ζωή. Τα σπίτια και τα δάση άστα να καίγονται…Οι εκκενώσεις οικισμών και τα δάση που καίγονται… Οι πολίτες εφέτος διώχνονται από τα σπίτια τους κακήν κακώς με ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις, χωρίς κανείς να μπορεί να αντισταθεί, επειδή κάποιος το διέταξε… προληπτικά, ακόμη και με ελάχιστο ή καθόλου άνεμο.

Μετά το τραγικό περιστατικό στο Μάτι διατάσσονται σωρηδόν προληπτικές εκκενώσεις οικισμών, οι οποίες όμως έχουν τεράστιες συνέπειες. Κανείς δεν σκέφτεται ότι το Μάτι ήταν ένα εξαιρετικό φαινόμενο με 8 μποφόρ, δυτικό άνεμο και δεν μπορεί να συγκριθεί σε τίποτα με ό,τι έχει συμβεί σε αυτό το καλοκαίρι;

Ωστόσο, με τις συνεχείς εκκενώσεις και την αεροπυρόσβεση μόνον έχει κατακαεί η μισή Ελλάδα. Με υψηλή θερμοκρασία ναι, με κατάξερη την καύσιμη ύλη ναι, με παράγοντες άσχημους που δεν ευνοούν την πυρόσβεση ναι. Δεν θα διαφωνήσω με τις αντικειμενικές δυσκολίες που φέτος υπάρχουν. Σε καμία περίπτωση όμως δεν θα συμφωνήσω ότι η δασοπυρόσβεση φέτος ήταν αδύνατη ή ότι θα πρέπει προληπτικά να εκκενώνονται σωρηδόν οι οικισμοί, όταν η φωτιά κινείται αργά χωρίς άνεμο και σιγοκαίει τις αυλές των έρημων σπιτιών και το δάσος.

Μα ποιος θα σβήσει το δάσος, ποιος θα σβήσει τη φωτιά που καίει τα σπίτια; Ο ίδιος πυροσβέστης ή κάποιος άλλος και πόσους πυροσβέστες έχουμε;

Η αποτυχία του συστήματος δασοπυρόσβεσης της χώρας

Ή μήπως νομίζουμε πως τα αλαλούμ των 540 πυροσβεστών και των 140 αυτοκινήτων, που ανακοίνωσε ο Υπουργός, έτσι για εντυπωσιασμό, στην πυρκαγιά της Βαρυμπόμπης, γιατί ως νούμερα δυνάμεων πράγματι είναι μεγάλα, θεωρείται δασοπυρόσβεση; Για αυτό έκαψε η φωτιά το πολυτιμότερο δάσος της Αττικής και τα σπίτια της Βαρυμπόμπης; Για αυτό έφυγε η φωτιά την επόμενη ημέρα, όταν ήταν σε ύφεση και δυστυχώς αργά και νωχελικά, πλησίασε και έκαψε τεράστιες δασικές εκτάσεις και σπίτια; Για αυτό φεύγει συνεχώς η πυρκαγιά τις επόμενες ημέρες από δασικές πυρκαγιές που βρίσκονται σε καταστολή με τις λεγόμενες «αναζωπυρώσεις»;

Εάν όλα αυτά που έγιναν αυτό το καλοκαίρι θεωρούνται επιτυχία του δασοπυροσβεστικού συστήματος της χώρας, του πανάκριβου δασοπυροσβεστικού συστήματος της χώρας με το μεγαλύτερο στόλο εναέριων μέσων στην Ευρώπη, τότε η αποτυχία πώς να μοιάζει άραγε;

Χωρίς η αρβύλα του πυροσβέστη να πατήσει το δάσος δασοπυρόσβεση δεν υπάρχει

Δεν θα αναφερθώ σε οικονομικά μεγέθη του μηχανισμού καταστολής – τραγικά μεγάλα- το έχουν κάνει άλλοι καλύτερα από μένα. Θα σταθώ μόνο σε αυτό: χωρίς να γίνει η απαραίτητη χαμαλοδουλειά στη φωτιά, χωρίς να πατήσει η αρβύλα του πυροσβέστη στο δάσος, ο οποίος θα χωρίσει το καμένο από το άκαυτο, δασοπυρόσβεση δεν υπάρχει.

Ελπίζω κάποτε να γίνει αντιληπτό αυτό από όλους και να αλλάξει. Αλλιώς, εμείς θα βλέπουμε τα δάση μας να καίγονται και οι πυροσβέστες θα τρέχουν πάντοτε, μέσα στα καμένα, πίσω από «αναζωπυρώσεις» προσπαθώντας να περισώσουν ό,τι δεν κάηκε ολοσχερώς…

Τέλος, ζητώ προκαταβολικά συγνώμη από τους πυροσβέστες που με αυταπάρνηση δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους για τη σωτηρία των δασών και κινδυνεύουν καθημερινά σε αυτή την άνιση μάχη και αγώνα. Το ξέρω, τους έχω αδικήσει με όσα γράφω και το δημοσιεύω με πόνο ψυχής. Θέλω να ξέρουν ότι το κείμενό μου δεν απευθύνεται σε αυτούς αλλά σε μια κακή νοοτροπία της Π.Υ. του παρελθόντος, και ιδίως των αξιωματικών της, η οποία υπάρχει και θα πρέπει να τελειώσουμε με αυτή κάποτε οριστικά.

Ζητώ επίσης συγνώμη για το μακροσκελές της επιστολής μου όμως ήταν τόσα πολλά που έπρεπε να πω.

Ελπίζω και εύχομαι να σταματήσει σύντομα όλο αυτό το σκηνικό της καταστροφής των υπέροχων δασών μας, να πάψουμε κάποτε ως κοινωνία να συντηρούμε μύθους, γιατί οι μύθοι είναι τσίμπλες στο μάτι που δεν μας αφήνουν να δούμε την πραγματικότητα και εν τέλει, ελπίζω να ξαναδούμε το θέμα της δασοπυρόσβεσης εκ του μηδενός.

Δεν πιστεύω πως έχουμε ανάγκη από ήρωες πυροσβέστες. Από καλούς επαγγελματίες έχουμε ανάγκη σε όλα τα επίπεδα.

Παναγιώτης Καμπούρογλου, Δασοπόνος

Παρόμοια Άρθρα

Back to top button