Χαϊδαριώτης προσκυνητής στους Αγίους Τόπους διηγείται τη φοβερή του περιπέτεια με τον κορωνοϊό
«Ξύπνησα σε ένα λευκό δωμάτιο, δεν πίστευα ότι θα ζήσω»
Στις 24 Απριλίου, στις 10 το βράδυ, ένα ασθενοφόρο μπαίνει στη οδό Σινασού στο Χαϊδάρι. Παρά την περασμένη ώρα και τους περιορισμούς, μια μικρή ομάδα ανθρώπων το περιμένει στον δρόμο, κάποιοι γείτονες έχουν βγει στα παράθυρα. Με το που φθάνει και η πόρτα ανοίγει, ο κόσμος αρχίζει να χειροκροτεί και να επευφημεί, ο οδηγός του ασθενοφόρου παρασύρεται από τη γιορτινή ατμόσφαιρα και αρχίζει να κορνάρει.
Πηγή: kathimerini.gr,Γιώργος Λιάλιος
Λίγο πριν από την άφιξή τους στην Ιερουσαλήμ, είχε αναχωρήσει από το ίδιο ξενοδοχείο για την Ελλάδα το προηγούμενο γκρουπ προσκυνητών, από την Αμαλιάδα. «Το ταξίδι ήταν υπέροχο. Δεν φάνηκε να υπάρχει πρόβλημα, τα μαγαζιά λειτουργούσαν κανονικά, ο κόσμος ήταν στους δρόμους. Σε όλα τα προσκυνήματα υπήρχαν μεγάλες ουρές, στον Πανάγιο Τάφο περιμέναμε μία ώρα για να μπούμε. Ηταν γεμάτο κόσμο, από όλα τα μέρη της Γης. Μείναμε επτά ημέρες και πραγματικά ήταν ένα υπέροχο ταξίδι. Δεν ξέραμε, βέβαια, τι μας περίμενε».
Το βράδυ της 5ης Μαρτίου, το ζεύγος Περγάμαλη έφθασε σπίτι. «Επιστρέψαμε κουρασμένοι, κοιμηθήκαμε αμέσως. Το πρωί ανοίξαμε βαλίτσες, κάναμε δουλειές. Το απόγευμα, η γυναίκα μου άρχισε να έχει δέκατα και τρέμουλο. Δεν πήγε ο νους μας στο κακό, πήρε ένα αντιπυρετικό και ξάπλωσε. Από την Πέμπτη μέχρι τη Δευτέρα εγώ δεν είχα κανένα σύμπτωμα, η γυναίκα μου εξακολουθούσε να έχει δέκατα. Τη Δευτέρα ξαφνικά άρχισα να έχω κι εγώ πυρετό, που εγώ ποτέ μου δεν κάνω πυρετό, περνάω όλες τις αρρώστιες στο πόδι. Το πρωί της Τρίτης η γυναίκα μου χειροτέρευσε και αποφασίσαμε να πάμε στα εξωτερικά ιατρεία στο “Αττικό”.
Μας εξέτασαν, μας είπαν να γυρίσουμε σπίτι και να μιλήσουμε την επομένη.
Τετάρτη πρωί, μας πήρε η γιατρός τηλέφωνο, μας ζήτησε να πάμε και οι δύο εκεί. Κατάλαβα αμέσως τι ήθελε. Εκεί μας ανακοίνωσε ότι είμαστε και οι δύο θετικοί και πώς η Γιώτα έπρεπε να μείνει, σε εμένα δεν έβλεπαν ακόμα κάτι ανησυχητικό. Γύρισα σπίτι, πήγα και της έφερα ρούχα, έκανε εισαγωγή. Το επόμενο βράδυ η κατάστασή μου επιδεινώθηκε απότομα. Άρχισε ένας τρομερός ξερόβηχας και υψηλός πυρετός. Παρασκευή πρωί πήρα τηλέφωνο στο “Αττικό”, τους είπα τι συνέβαινε και μου είπαν να πάω αμέσως. Πήρα το αυτοκίνητό μου και πήγα, ευτυχώς μετά το πρόσεξαν οι άνθρωποι γιατί έμεινε τόσο καιρό εκεί. Με το που έφτασα και μπήκα στο δωμάτιο, λιποθύμησα και μόλις συνήλθα άρχισα να παραληρώ. Φοβήθηκαν για εγκεφαλικό, μου έκαναν αξονική, τελικά δεν ήταν αυτό».
Η επιδείνωση
Η κατάσταση του κ. Περγάμαλη επιδεινώθηκε γρήγορα. «Αρχισα να μην μπορώ να αναπνεύσω, δεν ήμουν σε θέση να κουνηθώ, ένιωθα ότι χάνομαι. Εκείνο το απόγευμα οι γιατροί αποφάσισαν να με διασωληνώσουν.
Ο ένας μου πνεύμονας ήταν χάλια, δεν ήθελαν να διακινδυνεύσουν τον δεύτερο. Το τελευταίο που θυμάμαι από το “Αττικό” ήταν τους γιατρούς με τις μάσκες από πάνω μου. Με διασωλήνωσαν και με έστειλαν στον “Ευαγγελισμό”».
Οι ημέρες από τις 19 Μαρτίου μέχρι τις 3 Απριλίου, για τον ίδιο τον κ. Περγάμαλη δεν υπήρξαν ποτέ. Οσο ήταν σε καταστολή, όμως, έβλεπε όνειρα. Κάποια από αυτά, τα πιο έντονα, δεν θέλει να τα μοιραστεί. «Εβλεπα το χωριό μου, τις Μικροθήβες Μαγνησίας. Εβλεπα την οικογένειά μου, τους φίλους μου. Είχα πολύ ζωντανά όνειρα, σαν να τα ζούσα».
Ομως οι ημέρες εκείνες, από τις οποίες ο ίδιος δεν θυμάται τίποτα, ήταν που έκριναν τη ζωή του. Το τι συνέβη το έμαθε μετά από τις κόρες του. Οτι κάποια στιγμή κινδύνευσε σοβαρά, ότι οι γιατροί τις προετοίμασαν για το χειρότερο ενδεχόμενο. Οτι πέρασαν μέρες μέχρι ο οργανισμός του να αρχίσει να ανταποκρίνεται και πάλι, ότι κάθε ημέρα που περνούσε ήταν μια μικρή νίκη. Οπως δεν έμαθε ότι η σύζυγός του πήρε εξιτήριο, ευτυχώς χωρίς να χρειαστεί να νοσηλευθεί σε εντατική.
«Ξύπνησα σε ένα λευκό δωμάτιο. Κοίταξα γύρω μου. Ηταν ακόμα ένας ασθενής σε ένα κρεβάτι, διάφορα μηχανήματα γύρω μας. Αρχισα να λέω ασυναρτησίες, τα θυμάμαι τώρα και γελάω. Ζήτησα να μου φέρουν ένα κινητό να μιλήσω με τους δικούς μου. Οι νοσοκόμες μού είπαν ότι θα το κάνουν μόλις είμαι καλύτερα. Τις ειδοποίησαν και Μεγάλη Παρασκευή μου το έφεραν. Κάλεσα τη γυναίκα μου, τις κόρες μου, τις άκουσα να κλαίνε. Νόμιζαν ότι δεν θα με ξαναδούν. Κάναμε Ανάσταση».
Το εξιτήριο
Τη Δευτέρα του Πάσχα ο κ. Περγάμαλης μετακινήθηκε από την εντατική στη μονάδα αυξημένης φροντίδας, κάθε ημέρα ήταν και καλύτερα. Πήρε το πολυπόθητο εξιτήριο την ίδια Παρασκευή. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ την επιστροφή μου στο σπίτι. Δεν μπορώ να περιγράψω τη χαρά που ένιωσα. Αλλάζει η ψυχολογία σου στο σπίτι. Η γυναίκα μου με περίμενε να με περιποιηθεί όπως η μάνα το μωρό, ό,τι ήθελα το είχα στο χέρι. Κάθε ημέρα είμαι και καλύτερα. Μόνο που δεν περπατάω καλά ακόμα, είναι από την ακινησία, 1,5 μήνα στο νοσοκομείο. Τώρα θέλω απλά να συνεχίσω τη ζωή μου».
Εξιστορώντας την προσωπική περιπέτειά του, ο κ. Περγάμαλης ζήτησε μια χάρη. «Θέλω να ευχαριστήσω όλους τους γιατρούς, ιδίως τον κ. Ψαράκη στο “Αττικό” και τον κ. Βασιλείου στον “Ευαγγελισμό”, τις νοσοκόμες, το προσωπικό και στα δύο νοσοκομεία. Τα παιδιά αυτά είναι ήρωες. Οι δουλειές αυτές δεν πληρώνονται. Με τάιζαν, με έλουζαν, με ξύριζαν στο κρεβάτι κι όλα αυτά με κέφι, όχι αγγαρεία. Κόντεψα να πεθάνω και με γύρισαν στη ζωή».