Πριν από αρκετά χρόνια ένα άρθρο του Κίμωνα Μιχαηλίδη στο περιοδικό ΠΑΝΑΘΗΝΑΙΑ, που ανακάλυψε τυχαία σε μια δημοπρασία, οδήγησε τον γνωστό συμπολίτη μας, συλλέκτη και ερευνητή της ιστορίας της πόλης μας Γιάννη Ιγγλέση στην εκτίμηση ότι η περίφημη –και αγνοούμενη μέχρι τότε- τοιχογραφία του Νίκου Γύζη “4 εποχές” βρισκόταν θαμμένη κάτω από τους σοβάδες “στην ισόγαια κάμαρα» της έπαυλης στο ΠΑΛΑΤΑΚΙ”. Εκτίμηση που ως γνωστόν αποδείχθηκε ορθή και οδήγησε στην αποκάλυψη του μοναδικού αυτού έργου του μεγάλου ζωγράφου.
Σ’ ένα περιοδικό ακόμη παλιότερο, με τον τίτλο “ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ”, του Απριλίου του 1908, ο Γ. Ιγγλέσης ανακάλυψε έναν ακόμη θησαυρό. Πρόκειται για ένα δισέλιδο άρθρο με υπογραφή Β. Ρ. (εικάζεται ότι πρόκειται για τον γνωστό λογοτέχνη Βασίλη Ρώτα) που αναφέρεται στο Χαϊδάρι της εποχής εκείνης και μας δίνει πολύτιμες πληροφορίες για την Έπαυλη και τον περιβάλλοντα χώρο, για τους ιδιοκτήτες τής έκτασης, ενώ μας παρέχει και τη μοναδική μέχρι σήμερα αυθεντική περιγραφή του εσωτερικού του Πύργου με την πανάκριβη επίπλωση και διακόσμηση. Το άρθρο συνοδεύεται από επίσης μοναδικές και άγνωστες μέχρι σήμερα φωτογραφίες.
Το κείμενο αρχίζει με μια γλαφυρή περιγραφή του κτήματος Χαϊδάρι, που φαντάζει στα μάτια τού συγγραφέα τεράστιο. (Έχει διατηρηθεί η ορθογραφία και τα τυπογραφικά λάθη του κειμένου)
“…Ατελείωτο αυτό το Χαϊδάρι. Αρχίζει από τον δεξιόν χάνδακα της Ιεράς οδού και πολύ προ του Δρομοκαϊτείου, περιλαμβάνον όλον τον λοφίσκον του Προφήτ΄ Ηλία με τον ναΐσκον του, προχωρεί εις βάθος έως τους πέρα λόφους και φθάνει σχεδόν έως την θάλασσαν. Περνώ μίαν γέφυραν επάνω από μίαν στενήν κοίτην χειμάρρου και να τώρα μέσα από τα δένδρα, μέσα από πυκνότατον φύλλωμα, σκοτεινόν εις το λυκόφως, στυγνόν την όψιν και επιβάλλον ορθούται παράδοξον οικοδόμημα. Ένας πύργος με επάλξεις, με πολεμίστρες, ολόκληρος από πέτρες και μάρμαρον, στερεός, δεσπόζων όλης της εκτάσεως. Γύρω του ένας ελαιών θαυμάσιος και ένας πευκών από τρυφερώτατα και καταπράσινα πεύκα και παρεκεί κυπαρίσσια και δένδρα οπωροφόρα. Απ΄ όλα υπάρχουν γύρω του, ροδάκινα θαυμαστά και σταφύλια εύχυμα, και σύκα και πεπόνια και λαχανικά. Μία υψηλή μάνδρα τριγυρίζει τον πλούσιον αυτόν κήπον εις το μέσον του οποίου ορθούτε ο περίκομψος πύργος…”
Συνεχίζει με τους στόχους και τις επιδιώξεις της εκμετάλλευσης του κτήματος από τον ιδιοκτήτη του, Νικ. ΘΩΝ. Πληροφορούμαστε ότι ο ίδιος είχε και ένα άλλο κτήμα στη Θεσσαλία και…
Εσκέπτετο να καλλιεργήση τα ελληνικά τυριά επιστημονικώς. Να κάμη φέρμα, να βελτιώση τα γνωστά τυριά μας και να τα παραδώση εις το εμπόριον όχι τυλιγμένα εις βρωμοτσούβαλο ή σε τουλούμι από δέρμα, αλλά τυλιγμένα μέσα εις φύλλα κασσίτερου, εις τα χρυσά χαρτιά του σκυλλόφραγκου. Τετραγωνικό μυαλό, όπως απεδείχθη.
Όμως αφού κατασκεύασε τον πύργο, περί το 1900 (με αρχιτέκτονα τον ίδιο αρχιτέκτονα που του έχτισε την βίλλα του στους Αμπελόκηπους, τον Ερνέστο Τσίλλερ), το 1906 πέθανε και άφησε το κτήμα στον γιο του Αγαμέμνωνα, που τον σπούδασε στην μεγάλη Γεωπονική σχολή του Beauvais στη Γαλλία.
Στη συνέχεια ο συγγραφέας εισέρχεται στον κήπο της Έπαυλης, δια της πύλης (που σώζεται μέχρι τις μέρες μας) και περιγράφει τον περιβάλλοντα χώρο του πύργου με τις προτομές του Φαβιέρου και του Εϋνάρ. Αναγνωρίζει την εκτίμηση του Θων στους ήρωες της επανάστασης του 1821, όπως και με το ηρώον των αγωνιστών στους Αμπελόκηπους. Επισημαίνει ότι ο πλούσιος αυτός Κροίσος, ήταν από τους ελάχιστους που αφιέρωσαν λίγο χώρο για να τιμήσει τον «φιλέλληνα Γαλάτη», που πολέμησε σ΄ αυτό τον τόπο εναντίον των Τούρκων το 1826 και συνεισέφερε στην απελευθέρωση αυτού του χώρου, που ο ίδιος έχτισε την βίλλα του.
Εις το άλλο άκρο της αλλέ ορθούται ο πύργος. Αριστερά του προ της μαρμάρινης κλίμακος του μια αναθηματική στήλη με την προτομήν του Φαβιέρου, τριγυριζομένη από φοινικοειδή και άλλα φυτά των τροπικών και παρεκεί όπισθεν του πύργου φαίνεται μέσα εις φοίνικας άλλη προτομή, του Εϋνάρ. Εκεί εις την στενωπόν του Δαφνιού ο Φαβιέρος συνήψε κρατεράν μάχην προς τους Τούρκους και ο Θων ετίμησε την μνήμην του φιλέλληνος Γαλάτου. Αι δύο αυταί προτομαί προδίδουν εις τον επισκέπτην αμέσως τον κτίσαντα τον πύργον. Πρέπει να ομολογηθή τούτο. Μόνος ο Θών ίσως εξετίμησε τον ευγενή αγώνα των ηρώων του ’21. Πολλοί Κρόισσοι μας έκτισαν επαύλεις, αλλά δεν διέθεσαν ολίγον χώρον δια την μνήμην εκείνων, οίτινες απηλευθέρωσαν το έδαφος εφ΄ ού ωκοδόμησαν την στέγην των.
Η περιέργεια του αρθρογράφου επικεντρώνεται τώρα στο εσωτερικό τού παράξενου, του κρυμμένου και εν πολλοίς άγνωστου αυτού πύργου.
Και έπειτα από καταπλήξεως εις κατάπληξιν…
Περιδιαβαίνει ένα – ένα τα δωμάτια και περιγράφει την θέση τους, την πολύτιμη επίπλωσή τους, την διακόσμησή τους και μαθαίνουμε λεπτομέρειες, που μέχρι σήμερα αγνοούσαμε. Για παράδειγμα μαθαίνουμε ότι το γραφείο του Θων ήταν το δωμάτιο δεξιά από την είσοδο, σε επαφή με την μεγάλη αίθουσα – τραπεζαρία τότε, αίθουσα «ΜΕΛΙΝΑΣ ΜΕΡΚΟΥΡΗ» σήμερα…
Μία είσοδος μεγαλοπρεπής, δεξιά ένα πολυτελέστατο γραφείον εκ μωσαϊκού και όλα του τα εξαρτήματα, βαρύτιμα, όλα από μωσαϊκόν. Και παντού επίστρωμα εκ λινελαίου. Παρεκεί η τραπεζαρία, ευρεία, πλουσιωτάτη. Μία θερμάστρα κολοσσιαία, μέχρις οροφής. Μία τράπεζα εκ μωσαϊκού και αυτή, ένα μπουφέ επίσης, σερβάντα, καθίσματα όλα από μωσαϊκόν. Και παντού σκορπισμένα αντικείμενα τέχνης, μεγάλης αξίας, και έργα Ελλήνων καλλιτεχνών, ταμπλώ, ακουαρέλλες. Εδώ μία προτομή, εκεί ένας Κρητικός πολεμιστής, παρεκεί μία σκηνή από την Επανάστασιν, άνωθεν μιάς θύρας ένα ανάγλυφον. Άλλη εκδήλωσις αυτή στοργή του κτήτορος προς τη Ελληνικήν καλλιτεχνίαν. Εις κάθε γωνίαν έν ελληνικόν έργον, όπως η έπαυλίς του της Λεωφόρου Κηφισσίας, είναι γεμάτη κυριολεκτικώς από καλλιτεχνικά έργα.
Από την τραπεζαρίαν βγαίνουν εις μίαν ωραίαν βεράνταν. Από την άλλην πλευράν ένας κοιτών με έπιπλα από φλαμούρι, μεγάλης αξίας, χρυσοκόσμητα, με θερμάστραν και άλλα πάλιν έργα. Έπειτα μία κλίμαξ εκ πολυτίμου ξύλου οδηγούσα εις τον άνω όροφον και άλλα δωμάτια άφθαστα εις πλούτον και ασύλληπτα εις χλιδήν. Ένας κοιτών…
Στη συνέχεια αναφέρεται στον άλλο θησαυρό της Έπαυλης, δίπλα στην δεξαμενή με την μεγάλη ατμοκίνητη αντλία, που αρδεύει όλο τον κήπο. Μιλάει για το ισόγειο, που σωζόταν και τότε από την παλαιά οικοδομή του Νάζου (προηγούμενος ιδιοκτήτης) με τις τοιχογραφίες του ψυχογιού του, του Νικ. Γύζη, στις οποίες τόλμησε ο τότε άσημος και μετέπειτα εθνικός μας ζωγράφος… να θέσει την υπογραφή του.
Το εξώφυλλο του περιοδικού “ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ”, 1908
Και άλλος θησαυρός περικλείεται εκεί μέσα. Κάτω εις τον γραφικόν του κήπον, κοντά εις τον σταύλον και εις την μεγάλην ατμοκίνητον αντλίαν, δι΄ ής αρδεύεται ο κήπος, σώζεται εν ισόγαιον από την παλαιάν οικοδομήν του Νάζου, εις το οποίον διητάτο ο ψυχογυιός του και σώζονται εις τους τοίχους ακόμη αι εικόνες των θυγατέρων του προστάτου του εις φυσικόν μέγεθος στηριζόμεναι από εν είδος ζωγραφιστής βεράντας με κληματαριάς κλ. Ο άσημος εκείνος ψυχογυιός κατεγίνετο εις την ζωγραφικήν και είχε τολμήσει να θέση και την υπογραφήν του. Και ευδιακρίτως αναγιγνώσκεται: Ν. Γκύζης. Είναι του μεγάλου Γκύζη το πρώτον ίσως έργον. Με τι ποσόν αγοράζεται αυτό; Ο Θων το είχε κλειστόν το δωμάτιον αυτό και το εφύλαττεν ως κειμήλιον.
Το βράδυ πια, μετά από την ολοήμερη ξενάγηση του αρθρογράφου στα άδυτα του πύργου και το γεύμα στην υπέροχη βεράντα με την απόλαυση της δροσιάς και των αρωμάτων του κήπου, συνδυασμένη με την θέα της πρωτεύουσας, κλείνει το σκηνικό και γράφει:
Τα σιδηρόφυλλα των θυρών και παραθύρων κλείονται ερμητικώς, τα φώτα σβύνονται και ο ύπνος τανύει εκεί μέσα τας πτέρυγάς του. Και μόνον μία μελαγχολία και ένας πόθος αγρυπνούν μέσα μου. Ο πόθος να ήτο ιδικόν μου το κτήμα αυτό. ΒΡ.
Συμπερασματικά, από το άρθρο αυτό της “ΕΙΚΟΝΟ-ΓΡΑΦΗΜΕΝΗΣ” παίρνουμε άμεσα πολύτιμες πληροφορίες:
για τις προτομές του Φαβιέρου και του Εϋνάρ (Εϋνάρδος Λω – ιδρυτής και διευθυντής της Εθνικής Τραπέζης)
για την ζωή, την φιλοτεχνία, την εκτίμηση στους αγωνιστές του 1821 και τους σκοπούς της απόκτησης του κτήματος από τον Νικόλαο Θων
για την περιγραφή του εσωτερικού του πύργου, με την πανάκριβη επίπλωση και διακόσμηση του κάθε χώρου
για το τοπίο όλου του απέραντου κτήματος «ΧΑΪΔΑΡΙ» και της σημερινής ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ με τις πευκοσειρές, που οδηγούσε από την Ιερά Οδό, στο ύψος του Δρομοκαϊτείου, ως την πύλη της έπαυλης
την «ισόγαια κάμαρα» του Νάζου με τις τοιχογραφίες του Γύζη, τις «τέσσερις εποχές», στις οποίες ως μοντέλα είχε ο Γύζης τα παιδιά του πλούσιου αυτού ιδιοκτήτη
τα περίφημα τέσσερα σιντριβάνια, του Θωμά Θωμόπουλου, δεν έχουν ακόμη τοποθετηθεί το 1908 στον περιβάλλοντα χώρο του πύργου, αφού δεν γίνεται καμία αναφορά στο άρθρο. Άρα τοποθετήθηκαν αργότερα, ίσως από τον επόμενο ιδιοκτήτη του κτήματος, τον Χιώτη εφοπλιστή ΑΝΤΩΝΙΟ ΠΑΛΗΟ.