Από τη “Ρεμπέτικη Χαϊδαριώτικη Κομπανία” στην “Αθηναϊκή Κομπανία” – 5 δεκαετίες λαϊκής μουσικής
Λίγους μήνες μετά τη μεταπολίτευση του 1974, οποιοδήποτε είδος τραγουδιού εκτός του πολιτικού και του… εμβατηριακού θεωρούταν εντελώς εκτός τόπου και χρόνου και ντεμοντέ. Ένας λαός που επί επτά χρόνια δε μπορούσε να μιλήσει και να τραγουδήσει ελεύθερα, είχε πλέον τη δυνατότητα να το κάνει κι έτσι η αγορά και τα γήπεδα ως συναυλιακοί χώροι κατακλύζονταν από δίσκους και συναυλίες με ηχητικά… φυσεκλίκια (όπως έλεγε ο αείμνηστος Δημήτρης Μητροπάνος!).
Κι όμως, μέσα σ’ αυτό τον ορυμαγδό των «εμβατηρίων», κάπου στο Χαϊδάρι «τρεις νέοι, τρεις φίλοι, τρία παιδιά» (όπως λέει ο στίχος της Αιμιλίας Δάφνη) είχαν αποφασίσει να πάνε κόντρα στο ρεύμα. Ήδη από το 1972 τρέφοντας μεγάλη αγάπη στο λαϊκό και ρεμπέτικο τραγούδι από τα γεννοφάσκια τους, έφτιαξαν ένα συγκρότημα με στόχο να μεταδώσουν το μεράκι τους στο ευρύ κοινό.
Έτσι, «γεννήθηκε» η Αθηναϊκή Κομπανία που ακριβώς 40 χρόνια τώρα υπερασπίζεται τη λαϊκή και ρεμπέτικη παράδοσή μας και μάχεται γι’ αυτή με όλες τις δυνάμεις της. Είναι η μοναδική που υπάρχει ακόμα και σήμερα, καθώς όλες οι άλλες που δημιουργήθηκαν κατά καιρούς (Ρεμπέτικη, Οπισθοδρομική κ.α.) διαλύθηκαν αργά ή γρήγορα…
«Αφιερωμένο εξαιρετικά» λοιπόν στους μαχητές και υπερασπιστές αυτού του -τόσο ευτελισμένου στις μέρες μας- είδους, τούτο το «ξετύλιγμα του κουβαριού» μιας ιστορίας που μετρά κοντά τέσσερις δεκαετίες κι ως φαίνεται, θα συνεχίζεται κι άλλες τόσες !
Από το Χαϊδάρι στο … «Να η ευκαιρία»
Ο Δημήτρης Χατζηδιάκος, ο Χρήστος Κανελλόπουλος και ο Νίκος Δούκας μεγάλωσαν μαζί από μικρά παιδιά σε μια γειτονιά στο Χαϊδάρι. Λάτρεις και οι τρεις των λαϊκών και ρεμπέτικων τραγουδιών, άρχισαν μόνο για το κέφι τους και αυτοδίδακτοι να «γρατζουνάνε» το μπουζούκι (Δημήτρης), το μπαγλαμά (Χρήστος) και την κιθάρα (Νίκος) και να μαθαίνουν αυτά τα «διαμάντια» της μουσικής μας. Τραγουδούσαν μεταξύ τους ή στις παρέες τους, χωρίς ποτέ να σκεφτούν το ενδεχόμενο να γίνουν επαγγελματίες -τουλάχιστον τον πρώτο καιρό.
Ωστόσο, για αρχή το 1972 έφτιαξαν ένα συγκρότημα που το ονόμασαν «Ρεμπέτικη Κομπανία Χαϊδαρίου» κι έτσι άρχισαν σιγά-σιγά να εμφανίζονται σε μικρά κέντρα της περιοχής και σε διάφορες εκδηλώσεις σε κινηματογράφους, έχοντας κατά καιρούς δίπλα τους κάποια επίσης νέα παιδιά με μεράκι για τη μουσική, τα οποία όμως για διάφορους λόγους δεν συνέχισαν την πορεία τους.
Η ανταπόκριση του κοινού ήταν εξαιρετικά θετική και όσο περνούσε ο καιρός, η «τριάδα» γινόταν όλο και περισσότερο γνωστή. Εκτός από λαϊκά και ρεμπέτικα, έπαιζαν και πολλά έντεχνα (Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Ξαρχάκο κ.α.) καθώς άλλωστε το επέβαλλε και η εποχή…
Βλέποντας τη θερμότητα και την αγάπη με την οποία τους περιέβαλλε ο κόσμος, άρχισαν σιγά-σιγά να σκέφτονται το ενδεχόμενο να κάνουν επάγγελμα το μεράκι τους. Έτσι, το 1978 έστειλαν αίτηση συμμετοχής στη θρυλική τηλεοπτική εκπομπή της ΕΡΤ «Να η ευκαιρία» κι όταν κλήθηκαν για μια πρώτη «δοκιμαστική» ακρόαση σ’ ένα στούντιο, μετά το τέλος κάθε τραγουδιού άκουγαν διαρκώς από το μικρόφωνο μια φωνή γεμάτη ενθουσιασμό να τους λέει συνεχώς: «Τι άλλο ξέρετε; Παίξτε κι άλλα». Αυτή η φωνή ήταν του Γιώργου Κατσαρού, μέλους της κριτικής επιτροπής της εκπομπής που βρισκόταν επάνω στο κοντρόλ και άκουγε τους υποψήφιους…
Η εμφάνισή τους στο «Να η ευκαιρία» είχε ως αποτέλεσμα να πάρουν το πρώτο βραβείο στην κατηγορία τους κι έτσι άρχισαν να γίνονται γνωστοί στους μουσικούς κύκλους. Εμφανίζονται σε πολλές εκδηλώσεις και φεστιβάλ και πλέον αρχίζουν ν’ αντιλαμβάνονται ότι τα πράγματα γίνονται πιο «επαγγελματικά».
«Θεμέλιο», «Δειλινά» και «Λυχνάρι»
Την περίοδο 1978-79, η «Ρεμπέτικη Κομπανία Χαϊδαρίου» εμφανίζεται στη μπουάτ «Θεμέλιο» στην Πλάκα πλάι στο μεγάλο δάσκαλο Γιώργο Μητσάκη, ενώ μετά το τέλος του προγράμματός της εκεί «πετάγεται» στα «Δειλινά» για τη «λαϊκή ώρα», σ’ ένα χώρο που εμφανίζονται ο Χάρρυ Κλυνν (που μόλις έχει κάνει το «μπαμ» με τον πρώτο δίσκο του «Για δέσιμο»), ο Μανώλης Μητσιάς, ο Χαράλαμπος Γαργανουράκης και η Λιζέττα Νικολάου. Οι εμφανίσεις των παιδιών στέφονται από μεγάλη επιτυχία κι όλα αυτά, χωρίς ακόμη να έχουν κάνει δίσκο.
Από την άνοιξη ως το φθινόπωρο του 1979 θα βρίσκονται στη Θεσσαλονίκη και συγκεκριμένα στη Θέρμη -ένα προάστιο περίπου 10 χιλιόμετρα έξω από τη συμπρωτεύουσα-, όπου θα παίζουν και θα τραγουδάνε στο «Λυχνάρι», έχοντας πλέον μετονομαστεί σε «Αθηναϊκή Ρεμπέτικη Κομπανία». Αυτός ο χώρος θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην πορεία του γκρουπ, καθώς θα μείνει εκεί για τρεις χειμερινές σεζόν και θα συνδεθεί με την κυκλοφορία του πρώτου του δίσκου.
Στο μεταξύ θα ενταχθεί στο σχήμα και ο νεαρός Γιώργος Νικολέρης ως δεύτερο μπουζούκι -αρχικά ως «βοηθητικός» κι αργότερα ως «μόνιμος»- κι έτσι η ανδρική «τετράδα» θα συμπληρωθεί και θα παραμείνει έτσι μέχρι πριν λίγους μήνες, όταν αποχώρησε ο Χρήστος Κανελλόπουλος.
Κάποια στιγμή και κατά τη διάρκεια των εμφανίσεων στο «Λυχνάρι» το 1980, τα μέλη της Κομπανίας ζήτησαν να προστεθεί και μια γυναικεία φωνή και έγιναν πολλές ακροάσεις μέχρι την τελική επιλογή. Καταλήξανε στη Σοφία Εμφιετζή, μια πραγματικά εξαιρετική τραγουδίστρια που έκτοτε τους συνόδευε στο πάλκο κι έτσι σιγά-σιγά το συγκρότημα άρχισε να παίρνει την οριστική μορφή του…
Η ώρα του πρώτου δίσκου
Η σεζόν 1980-81 ήταν καθοριστική για την «παρέα» από το Χαϊδάρι, καθώς πλέον είχε γίνει πολύ γνωστή κι έψαχνε τρόπο να ηχογραφήσει τον πρώτο δίσκο της. Έχοντας μια κασέτα με κάποια τραγούδια ως demo, τα μέλη της πήγαιναν από εταιρεία σε εταιρεία αλλά δεν υπήρχε κάποια σαφής απάντηση.
Το καλοκαίρι του ’81 όμως, ο Δημήτρης Χατζηδιάκος θα συναντήσει εντελώς τυχαία στο Χαϊδάρι τον Βασίλη Δερτιλή, τότε μέλος του ροκ συγκροτήματος “Apocalypsis” που εκείνη την εποχή ανήκε στο δυναμικό της MINOS. Αναφέροντάς του ότι «ψάχνονται» για ένα δίσκο, ο Δερτιλής θα του μιλήσει για ένα νέο παραγωγό ονόματι Ηλίας Μπενέτος, ο οποίος μόλις έχει ενταχθεί στην εταιρεία και τον προτρέπει να έλθει σ’ επικοινωνία μαζί του.
Πράγματι, ο Χατζηδιάκος κλείνει ραντεβού με τον Μπενέτο και του βάζει ν’ ακούσει την κασέτα με τα τραγούδια που είχε ερασιτεχνικά ηχογραφήσει η «τετράδα». Την ίδια στιγμή, περνά έξω από το γραφείο ο «γκουρού» των παραγωγών Αχιλλέας Θεοφίλου, ακούει λίγο τους ήχους από μέσα κι ενθουσιασμένος πηγαίνει και βρίσκει τον Μάκη Μάτσα κάνοντάς του λόγο για «λαυράκι».
Έτσι, ενώ ο Χατζηδιάκος έχει επιστρέψει στο σπίτι του δέχεται τηλεφώνημα να ξαναπάει στην εταιρεία για την υπογραφή συμβολαίου. Ειδοποιεί και τα υπόλοιπα μέλη για τις εξελίξεις κι επειδή κάποια εξ αυτών απουσιάζουν από την Αθήνα, πηγαίνουν στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής όπου βρίσκονταν για να συντάξουν ένα πληρεξούσιο με το οποίο θα έδιναν το «ΟΚ» στον Χατζηδιάκο να υπογράψει και για λογαριασμό τους.
Το Νοέμβριο του 1981 λοιπόν και ως «Αθηναϊκή Κομπανία» πια, θα κυκλοφορήσει το πρώτο άλμπουμ του συγκροτήματος με τίτλο «Αγαπητέ μου θείε Τάκη» που περιλαμβάνει δώδεκα τραγούδια, όλα γραμμένα (μουσική-στίχοι) από τον Δημήτρη Χατζηδιάκο. Αυτό ήταν και το βασικό στοιχείο της επιτυχίας, αφού τα υπόλοιπα ανάλογα γκρουπ έκαναν δισκογραφία «πατώντας» πάνω στο παλιό κλασικό λαϊκό ρεπερτόριο και στις «έτοιμες» συνταγές, χωρίς να έχουν να προτείνουν κάτι νέο.
Η ανταπόκριση του κόσμου είναι μεγάλη, αφού οι πωλήσεις ξεπερνούν τις 50.000 αντίτυπα (το «χρυσό» όριο) και τα περισσότερα κομμάτια ακούγονται καθημερινά στα ραδιόφωνα: «Επιστροφή», «Στο τιμόνι που κρατάω», «Κι όλο κάνω γύρω-γύρω», «Σ’ ένα άλμπουμ» και φυσικά, η συμμετοχή της Χαρούλας Αλεξίουμε το ομότιτλο και το «Έγινε βουλή ο καφενές». Κάποια από αυτά, «πρωταγωνιστούν» ακόμα και σήμερα…
Αθηναϊκή Κομπανία, η έναρξη της «χρυσής» εποχής
Στο μεταξύ, τα Χριστούγεννα του 1981 μπαίνει στο συγκρότημα και η Βούλα Καραχάλιου. Αρχικά, συνοδεύει ως γυναικεία φωνή την Κομπανία στις εμφανίσεις της στο «Λυχνάρι» -που συνεχίζονται για τρίτη περίοδο- καθώς η Εμφιετζή δουλεύει σε άλλο μαγαζί. Ωστόσο, οι υπόλοιποι ενθουσιάζονται μαζί της, την προτείνουν στον παραγωγό τους Ηλία Μπενέτο κι έτσι αποφασίζεται η οριστική ένταξή της στο γκρουπ, το οποίο πλέον μ’ αυτή τη μορφή θα περάσει στη «χρυσή» εποχή της πλατιάς αποδοχής και των μεγάλων επιτυχιών…
Το Μάρτιο του 1982, εμφανίζεται στα δισκοπωλεία το δεύτερο μέρος της …τριλογίας του «θείου Τάκη». Πρόκειται για το δίσκο «Θυμήσου θείε Τάκη» που περιλαμβάνει ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια τα οποία ξεκινούν από τη δεκαετία του ’30 και φτάνουν ως εκείνη του ’60. Το άλμπουμ γίνεται και πάλι ανάρπαστο, καθώς ξεπερνά το «χρυσό» όριο των 50.000 αντιτύπων και πλέον το γκρουπ καθιερώνεται οριστικά στο χώρο!
Μέσα από τις φωνές των παιδιών της Κομπανίας, «φρεσκάρεται» η μνήμη των παλαιότερων και οι νεότεροι μαθαίνουν ορισμένους από τους σχεδόν – και ίσως επίτηδες- ξεχασμένους μουσικούς «θησαυρούς» του τόπου μας: «Γιατί θες να φύγεις», «Γκιουλμπαχάρ», «Ήσουνα τι ήσουνα», «Σεράχ», «Μικρός αρραβωνιάστηκα», αλλά κυρίως «Το κουρασμένο βήμα σου» και το «Αργοσβήνεις μόνη» γίνονται ξανά μεγάλες επιτυχίες και δεν είναι λίγοι εκείνοι που τα έχουν συνδέσει μόνο με τις φωνές του Χατζηδιάκου και της Καραχάλιου αντιστοίχως…
«Το μινόρε της αυγής» και ο «Ζυγός»
Η «επιστροφή» του λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού στην επικαιρότητα και στις προτιμήσεις του κόσμου, οδηγεί τον αείμνηστο σκηνοθέτη Φώτη Μεσθεναίο στα μέσα του 1982 να προτείνει στην ΕΡΤ-1 μια τηλεοπτική σειρά με θέμα τη ζωή και τη δράση των ρεμπετών του πρώτου μισού του 20ού αιώνα.
Η πρότασή του γίνεται δεκτή κι έτσι -με την πολυτιμότατη συμβολή του Βαγγέλη Γκούφα που γράφει το σενάριο- ξεκινά τον Ιανουάριο του 1983 «Το μινόρε της αυγής». Ουσιαστικά, πρόκειται κατά βάση για τη «βιογραφία» της θρυλικής «Ρεμπέτικης Τετράδος» του Πειραιά και μέσω αυτής, προβάλλονται και οι συνθήκες ζωής αλλά και οι αντιλήψεις εκείνης της τόσο παρεξηγημένης και συκοφαντημένης εποχής…
Ωστόσο, οι ηθοποιοί (σημαντικότατοι όπως ο Αντώνης Καφετζόπουλος, ο αείμνηστος Τίμος Περλέγκας, ο Δημήτρης Καταλειφός κ.α.) δεν ήταν δυνατό να τραγουδήσουν «ζωντανά» ορισμένα από τα μεγάλα τραγούδια του Τσιτσάνη, του Βαμβακάρη, του Παπαϊωάννου και τόσων άλλων σπουδαίων δημιουργών που επρόκειτο ν’ ακουστούν στη σειρά.
Έτσι, η Αθηναϊκή Κομπανία επιστρατεύεται για να δώσει τη λύση και μαζί με τους Γιώργο Ξηντάρη και Γιώργο Σαρρή συμμετέχει… ηχητικά στο σίριαλ ερμηνεύοντας τα τραγούδια μέσω των πρωταγωνιστών που απλώς… κουνάνε τα χείλη τους! Μάλιστα, τον Απρίλιο του 1983 κυκλοφορεί ένα διπλό άλμπουμ με ορισμένα από αυτά που ακούστηκαν στη σειρά και οι πωλήσεις ξεπερνούν τις 100.000 αντίτυπα!
Την ίδια σεζόν (1982-83), η Κομπανία εμφανίζεται στο «Ζυγό» στην Πλάκα μαζί με τη Χάρις Αλεξίου, τον Γιώργο Σαρρή (που μόλις έχει κάνει τεράστια επιτυχία με τις περίφημες «Νταλίκες»), τον Κώστα Γανωτή, τον Δημήτρη Κατοίκο και τη νεαρή Χριστίνα Χρυσικάκη, που αργότερα θα τη γνωρίσουμε καλύτερα ως Μαραγκόζη!
Στις 11 και 12 Ιουνίου του 1983 το γκρουπ θα συμμετάσχει -μαζί με τον Σαρρή- με μεγάλη επιτυχία στις δύο πρώτες «προσωπικές» συναυλίες της Αλεξίου στο Λυκαβηττό (που μόλις τότε άρχισε ν’ ανοίγει τις πόρτες του στο λαϊκό τραγούδι) κι εν συνεχεία θα την ακολουθήσει όλο το καλοκαίρι στην περιοδεία που θα κάνει ανά την Ελλάδα…
Η επιτυχία συνεχίζεται…
Το φθινόπωρο του 1983, η Αθηναϊκή Κομπανία θα επιστρέψει στο «Ζυγό» και θα εμφανιστεί με δύο εκ των σημαντικότερων εκπροσώπων του «Νέου Κύματος», τον Γιάννη Πουλόπουλο και τη Ρένα Κουμιώτη. Ωστόσο, θ’ αποχωρήσει σύντομα και θα «μετακομίσει» στο “Green Park”, όπου θα παραμείνει για δύο σεζόν με πολύ μεγάλη επιτυχία.
Παράλληλα, τον Οκτώβριο εκείνης της χρονιάς έρχεται η ώρα να μεταβεί «Στην επόμενη στάση» και στον τρίτο δίσκο της, τούτη τη φορά με μουσική και στίχους του Χατζηδιάκου όπως έγινε και στον πρώτο. Εδώ θα βρούμε τα πολύ γνωστά «Μαλώνουμε-μαλώνουμε» και «Πλάτη με πλάτη», αλλά κυρίως το «Η ζωή μας τελειώνει» το οποίο κατά την προσωπική μου άποψη είναι ένα από τα δέκα ωραιότερα λαϊκά τραγούδια της δεκαετίας του ’80…
Επιπλέον, θα συμμετάσχει εκ νέου στον δεύτερο κύκλο του τηλεοπτικού «Μινόρε τη αυγής» αλλά και στο διπλό άλμπουμ που θα κυκλοφορήσει τον Ιούλιο του 1984 με κάποια από τα τραγούδια που ακούγονταν στη σειρά. Μαζί της, η Χάρις Αλεξίου, ο Μιχάλης Γενίτσαρης και ο Γιώργος Ξηντάρης. Λίγο νωρίτερα, θα «συμπράξει» με την Ελένη Βιτάλη, τον Μανώλη Μητσιά και την Κατερίνα Κόρου στο δίσκο «Πάντα τέτοια» που περιλαμβάνει ποτ-πουρί από παλιά λαϊκά, ρεμπέτικα και «αρχοντορεμπέτικα» κομμάτια…
Προς το τέλος της χρονιάς (1984), το γκρουπ θα ηχογραφήσει το τρίτο και τελευταίο μέρος της… τριλογίας του «θείου Τάκη». Ο τίτλος τώρα θα είναι «Χόρεψέ το θείε Τάκη» και περιλαμβάνει 14 χορευτικά λαϊκά τραγούδια πολύ γνωστά («Πήραν τα στήθια μου φωτιά», «Ξημέρωσε καλή μου», «Καλή τύχη», «Γλυκέ μου τύραννε» κ.α.), αλλά και ορισμένα σχετικά άγνωστα και ξεχασμένα (το εκπληκτικό ντουέτο Κανελλόπουλου-Εμφιετζή «Σκληρός χωρισμός», «Φεύγεις και μ’ αφήνεις μόνο», «Δεν ξέρεις την καρδιά μου» κ.ά.).
Εκτός αυτού, η Κομπανία θα συνοδεύσει τον Γιάννη Καλατζή στην ουσιαστικά τελευταία δισκογραφική «κατάθεσή» του στο άλμπουμ «Θυμηθείτε με τον Γιάννη Καλατζή», στο οποίο ο εκλεκτός ερμηνευτής ξανατραγουδά σε μορφή ποτ πουρί ορισμένες από τις μεγάλες προσωπικές επιτυχίες του αλλά και διάφορα παλιά έντεχνα και λαϊκά κομμάτια.
Σημειωτέον ότι όλα αυτά τα χρόνια της επιτυχίας, το γκρουπ εμφανίζεται κατά καιρούς σε συναυλίες κι εκδηλώσεις σε όλη την Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό.
Οι πρώτες ανακατατάξεις
Η Κομπανία θα «μετακομίσει» το φθινόπωρο του 1985 στο «Μαγαζί» στην πλατεία Αμερικής, όπου θα εμφανιστεί μαζί με την Ελένη Βιτάλη, τον Αντώνη Βαρδή και τη Χριστίνα Μαραγκόζη και θα μπει στο στούντιο για τη νέα της δισκογραφική δουλειά. Αυτή τη φορά θα επιχειρήσει ένα «άνοιγμα» και σε άλλα είδη τραγουδιών εκτός από το λαϊκό, ενώ θα συνεργαστεί με τον Χρήστο Νικολόπουλο και τον Γιώργο Κόρο που θα υπογράψουν συνθετικά από μία πλευρά στο διπλό άλμπουμ που θα κυκλοφορήσει τα Χριστούγεννα του 1985.
Τίτλος «Πολιτικώς αντίθετοι μα η αγάπη, αγάπη» -κατά τη γνώμη μου ο καλύτερος δίσκος του γκρουπ- κι εκτός των δύο προαναφερθέντων συνθετών, μια πλευρά γράφει μουσικά και στιχουργικά ο «συνήθης ύποπτος» Δημήτρης Χατζηδιάκος και η τέταρτη και τελευταία περιλαμβάνει ορισμένα πολύ γνωστά κομμάτια του «έντεχνου» ρεπερτορίου αλλά τα περισσότερα με λαϊκά στοιχεία, όπως «Της Χαλιμάς τα παραμύθια» του Γιάννη Σπανού, «Κι εσύ τρελή με τυραννάς» της Μαρίζας Κωχ, «Ο κηπουρός» του Βαγγέλη Γερμανού κ.ά.
Πάντως, οι καλύτερες στιγμές του δίσκου είναι οι ερμηνείες της Καραχάλιου στο «Κυριακή απόγευμα» του Χρήστου Κυριαζή και του Χατζηδιάκου στην «Άννα» του Θωμά Μπακαλάκου και του Δ. Κούλπα και πιο γνωστές τα «Αξίζεις πολλά», «Χαμένο κορμί» και «Όλα πάνε καλά» του Κόρου, καθώς και τα «Όλα θέλουν λίγη τύχη», «Αν είναι να ‘ρθεις» και το ομότιτλο -όλα του Χατζηδιάκου.
https://youtu.be/9E73O5lrnCk
Αυτός θα είναι και ο τελευταίος δίσκος της Κομπανίας με την εξαμελή σύνθεση που την έκανε γνωστή κι αγαπητή στο κοινό. Στις αρχές του 1987 θ’ αποχωρήσει η Βούλα Καραχάλιου (ενώ θα έχει προηγηθεί η συμμετοχή του γκρουπ στον «Ταξιτζή» του Τάκη Μουσαφίρη) και το φθινόπωρο εκείνης της χρονιάς θα κυκλοφορήσει το άλμπουμ «Τέσσερις και μία», τίτλος που σαφώς παραπέμπει στη «νέα τάξη πραγμάτων» του συγκροτήματος.
Μουσική και στίχους θα γράψει πάλι ο Χατζηδιάκος (πλην ενός τραγουδιού που υπογράφει ο Γιώργος Νικολέρης), ενώ θα συμμετάσχει με την «Παράσταση» ο Δημήτρης Μητροπάνος, «εγκαινιάζοντας» έτσι τη συνεργασία του με τη MINOS που θα διαρκέσει ως το θάνατό του τον περασμένο Απρίλιο. Εδώ θα βρούμε το «Φταίω» -ένα σπουδαίο τραγούδι με μια μοναδική ερμηνεία της Σοφίας Εμφιετζή-, καθώς και το «Άναψα φωτιά» με τον Χατζηδιάκο ίσως στην καλύτερη ερμηνευτική του στιγμή…
https://youtu.be/FrJU3qxH_BU
Η ώρα της «άμπωτης»
Από εκεί και πέρα, αρχίζουν τα πρώτα προβλήματα για την Κομπανία. Αντί της Καραχάλιου έρχεται ως δεύτερη γυναικεία φωνή η Αναστασία Μουτσάτσου, η οποία όμως θ’ αποχωρήσει πολύ σύντομα και σαν να μην έφτανε αυτό, το 1990 θα φύγει και η Εμφιετζή για ν’ ακολουθήσει σόλο καριέρα. Έτσι, μπαίνει στο συγκρότημα η Ελένη Φειδάκη που παραμένει μέχρι σήμερα η μοναδική «θηλυκή νότα» του…
Έπειτα από τρία χρόνια, στα τέλη του 1990 θα κυκλοφορήσει η νέα δουλειά του γκρουπ με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Πάλι στα φώτα» με μουσική και στίχους Χατζηδιάκου, η οποία όμως δε θ’ ακουστεί σχεδόν καθόλου. Είναι φανερό ότι πλέον τα πράγματα στο τραγούδι έχουν αλλάξει, η «νεογέννητη» ιδιωτική ραδιοτηλεόραση έχει αρχίσει να διαμορφώνει άλλα «καλλιτεχνικά» πρότυπα κι επιπλέον, η τριετής δισκογραφική αποχή της Κομπανίας έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην «οπισθοχώρησή» της.
Μπορεί βεβαίως οι δίσκοι του γκρουπ να μην είχαν την αποδοχή και τις πωλήσεις των προηγούμενων ετών, ωστόσο πάντοτε οι «ζωντανές» εμφανίσεις τους συνοδεύονταν από εξαιρετική επιτυχία και η αγάπη του κόσμου ήταν και είναι αυτή που το κρατά μάχιμο μέχρι και σήμερα!
Το 1993, πάλι σε στίχους και μουσική Χατζηδιάκου θα κυκλοφορήσει «Ο παίζων» και το περίεργο είναι ότι το συγκρότημα αναφέρεται στο δίσκο απλώς ως «Κομπανία». Η δικαιολογία είναι ότι είχαν διαλυθεί όλες οι προϋπάρχουσες («Οπισθοδρομική», «Ρεμπέτικη» κλπ), οπότε δε χρειαζόταν πλέον το «Αθηναϊκή» για να ξεχωρίζει…
Σε τούτο το άλμπουμ υπάρχει πάλι η συμμετοχή του Μητροπάνου με δύο τραγούδια, αλλά και η επανεκτέλεση της πρώτης ηχογράφησης του Στέλιου Καζαντζίδη στις 5 Ιουλίου 1952 στο κομμάτι του Απόστολου Καλδάρα «Για μπάνιο πάω». Κι αν 41 χρόνια νωρίτερα η παταγώδης εμπορική αποτυχία του παραλίγο να στοιχίσει ολόκληρη την καριέρα του «Στελάρα», η εκτέλεση της Κομπανίας φέρνει το τραγούδι στο προσκήνιο και ακούγεται πολύ!
Η σχεδόν 15ετής πορεία στη MINOS (που έχει πλέον μετονομαστεί σε MINOS-EMI) θα κλείσει για το γκρουπ το 1995 με το άλμπουμ «Μέχρι πρωίας», το τρίτο που κυκλοφορεί το συγκρότημα με επανεκτελέσεις παλαιών λαϊκών τραγουδιών από τα οποία ακούγονται πολύ τα «Απόψε είσαι για φιλί», «Ο διαβολάκος» και «Χαλάλι σου, για πάρτη σου»…
Τα τελευταία χρόνια
Εδώ και 15 χρόνια, η Αθηναϊκή Κομπανία απέχει σχεδόν ολοκληρωτικά από την ενεργό δισκογραφία με καινούργιο υλικό. Η τελευταία «κατάθεσή» της ήταν ένα διπλό CD με τη «ζωντανή» ηχογράφηση του προγράμματός της στα «Εννέα όγδοα» το 2003, καθώς και μια συμμετοχή της το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου στο άλμπουμ «Γεια σου ζωή μου όμορφη» -με το ομότιτλο κομμάτι-, που περιλαμβάνει ορισμένα ανέκδοτα αλλά και γνωστά τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη.
Αυτό βεβαίως δε σημαίνει ότι έπαψε να παλεύει για το γνήσιο και τίμιο λαϊκό τραγούδι μέσα από τις εμφανίσεις της σε διάφορα νυχτερινά κέντρα, αλλά και από διάφορες εκδηλώσεις που οργανώνονται σε ολόκληρη την Ελλάδα. Κάθε χρόνο δίνει το παρών στα κατά τόπους λαϊκά πάλκα και προσπαθεί να κρατήσει ψηλά τη σημαία του είδους, το οποίο τα τελευταία χρόνια έχει υποστεί τα πάνδεινα και τείνει να εξαφανιστεί εξαιτίας κυρίως της αντιμετώπισής του από τα ΜΜΕ…
Η Αθηναϊκή Κομπανία λοιπόν, 40 χρόνια μετά την πρώτη απόπειρα τριών νεαρών παιδιών να φτιάξουν ένα συγκρότημα παρακινούμενοι περισσότερο από το μεράκι τους για τη μουσική, είναι και σήμερα εδώ. Ζωντανή, δυνατή και πάντα στις επάλξεις για το γνήσιο λαϊκό αλλά και παραδοσιακό τραγούδι που υπηρέτησε και υπηρετεί πιστά.
Ο Δημήτρης Χατζηδιάκος, ο Νίκος Δούκας, ο Γιώργος Νικολέρης και η Ελένη Φειδάκη μαζί με τους συνεργάτες τους συνεχίζουν ακούραστα την προσπάθειά τους να διαφυλάξουν και να κρατήσουν ψηλά τη μουσική μας κληρονομιά, κόντρα στους δύσκολους καιρούς που όλοι ζούμε. Πολύτιμο «φάρμακο» για την κρίση που βιώνουμε σε όλους τους τομείς, είναι και το τραγούδι κι αυτή η τετράδα ξέρει πολύ καλά να «γιατρεύει» τις «πληγές» μας.
Όσο υπάρχουν αυτά τα παιδιά και κάποιοι άλλοι που κι εκείνοι παλεύουν από το δικό τους μετερίζι προς την ίδια κατεύθυνση κόντρα σε θεούς και δαίμονες, υπάρχει ελπίδα να σωθεί αυτή η ευλογημένη αλλά και τόσο ταλαιπωρημένη πατρίδα…
———————
**** Ένα μεγάλο και ειλικρινές ευχαριστώ στον Νίκο Δούκα για τις τόσο πολύτιμες και χρήσιμες πληροφορίες που με μεγάλη προθυμία μου έδωσε για τη δημιουργία και τα πρώτα βήματα της Αθηναϊκής Κομπανίας. Επίσης, ένα… ετεροχρονισμένο αλλά εξίσου μεγάλο ευχαριστώ στην αγαπημένη μου φίλη Βούλα Καραχάλιου για τις μνήμες που μου εμπιστεύθηκε πριν λίγα χρόνια από την πενταετή «θητεία» της στο γκρουπ. Χωρίς αυτά τα στοιχεία, δε θα είχα καταφέρει ούτε στο ελάχιστο να παρουσιάσω μια τόσο ολοκληρωμένη -πιστεύω- εικόνα της πορείας της Αθηναϊκής Κομπανίας από το 1972 ως σήμερα…
Πηγή: musiccorner.gr