Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) αντιμετωπίζει αυτή τη χρονική περίοδο σημαντικές προκλήσεις εν μέσω αυξανόμενων γεωπολιτικών εντάσεων, συγκρούσεων, διαταραχών στο εμπόριο και αλλαγών. Από τον πόλεμο στην Ουκρανία έως τους δασμούς των ΗΠΑ, η αβεβαιότητα στο παγκόσμιο εμπόριο αυξάνεται, επηρεάζοντας τις εισαγωγές, τις εξαγωγές, τις επενδύσεις και τις στρατηγικές εξαρτήσεις.
Για πολλά χρόνια οι Ευρωπαϊκές χώρες βασίζονταν σε κρίσιμες εισροές για βασικούς τομείς, όπως οι ημιαγωγοί, η ενέργεια, οι πρώτες ύλες και τα ορυκτά. Ανεξάρτητα από την ετοιμότητα σε εθνικό ή επίπεδο ΕΕ, πολλές περιφέρειες αντιμετωπίζουν πλέον πιέσεις να υιοθετήσουν νέα μέτρα πολιτικής για τη δημιουργία ανθεκτικών αλυσίδων εφοδιασμού και τη μείωση της έκθεσής τους σε εξωτερικούς κλυδωνισμούς.
Αυτό συνάδει με πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), όπως η Ανοιχτή Στρατηγική Αυτονομία (OSA), που έχει σχεδιαστεί για να βοηθήσει τις περιφέρειες να προσελκύσουν επενδύσεις, να υποστηρίξουν τη χωρική ανάπτυξη και να εξασφαλίσουν μεγαλύτερη ανεξαρτησία. Η μακροπρόθεσμη οικονομική σταθερότητα και η χωρική συνοχή θα εξαρτηθούν από τον βαθμό στον οποίο οι Ευρωπαϊκές περιφέρειες θα μπορέσουν να προσαρμοστούν στους κλυδωνισμούς της αλυσίδας εφοδιασμού, εξασφαλίζοντας την οδό προς τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Οι διαταραχές στο εμπόριο επηρεάζουν άνισα τις διάφορες περιοχές, ανάλογα τη δομή της οικονομίας τους, την τομεακή εξειδίκευση και την ενσωμάτωσή τους στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας. Σύμφωνα με μελέτη του ΟΟΣΑ, η πρόκληση για την Ευρώπη είναι να εξισορροπήσει τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη με την οικονομική ασφάλεια, ενώ υιοθετεί τις ανοικτές αγορές μέσω του διεθνούς εμπορικού συστήματος. Δεδομένα και ευρήματα από το έργο ESPON STARTER (βλ. εδώ) υποστηρίζουν περαιτέρω τη διαφοροποίηση στην ανθεκτικότητα των περιφερειών.
Για παράδειγμα, οι περιοχές της νότιας και ανατολικής Ευρώπης, όπως η Ελλάδα, η Βουλγαρία και η Ρουμανία, αναμένεται να επωφεληθούν περισσότερο από τις Συμφωνίες Ελεύθερου Εμπορίου [Free Trade Agreements (FTAs)], όπως η ΕΕ-Mercosur, με τα κέρδη εξαγωγών να υπερβαίνουν το +0,40% στους τομείς της γεωργίας, της επεξεργασίας τροφίμων και της μεταποίησης μεσαίας τεχνολογίας. Αντίθετα, περιοχές με περιορισμένη διαφοροποίηση, ιδίως στους τομείς της αγροδιατροφής ή της χαμηλής τεχνολογίας, παραμένουν περισσότερο εκτεθειμένες σε κλυδωνισμούς.
Αυτές οι ανισότητες αναδεικνύουν τη σημασία της ενίσχυσης της ανθεκτικότητας από τη βάση, με γνώμονα τα επιστημονικά δεδομένα και τις στοχευμένες λύσεις, προσαρμόζοντας στις περιφερειακές ανάγκες και τις τοπικές υποδομές. Οι στρατηγικές εμπορικές συμφωνίες μπορούν να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο όχι μόνο για τη διαφοροποίηση των πηγών εφοδιασμού και την ενίσχυση των Ευρωπαϊκών αλυσίδων αξίας, αλλά μπορούν, επιπλέον, να λειτουργήσουν ως εργαλεία γεωπολιτικής σταθερότητας και περιφερειακής ανάπτυξης, ευθυγραμμισμένα με τις προτεραιότητες πολιτικής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Οι σύγχρονες Συμφωνίες Ελεύθερου Εμπορίου αποτελούν βασικά εργαλεία για την ανθεκτικότητα. Οι στρατηγικές συνεργασίες με την Κίνα μπορούν να διασφαλίσουν την πρόσβαση σε κρίσιμες πρώτες ύλες, όπως το λίθιο και το νικέλιο, που είναι απαραίτητες για την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, να διευρύνουν το δίκτυο εμπορικών εταίρων της Ευρώπης, να μειώσουν την έκθεσή της σε προστατευτικές πολιτικές, όπως οι δασμοί των ΗΠΑ, και να ενσωματώσουν κοινές αξίες στα εμπορικά πλαίσια, συμπεριλαμβανομένων των εργασιακών δικαιωμάτων και των περιβαλλοντικών προτύπων. Η Mercosur (Αργεντινή, Βραζιλία, Παραγουάη, Ουρουγουάη) είναι, επιπλέον, σημαντική για την Ευρώπη, καθώς ενισχύει την ανταγωνιστικότητά της μεταξύ των παγκόσμιων εμπορικών παραγόντων και εξασφαλίζει εναλλακτικές αλυσίδες εφοδιασμού.
Τα στοιχεία από τις εκτιμήσεις επιπτώσεων (βλ. εδώ) δείχνουν ότι η συμφωνία ΕΕ-Mercosur θα μπορούσε να αυξήσει τις εισαγωγές της ΕΕ κατά 0,106% και τις εξαγωγές κατά 0,116%, κατά μέσο όρο, με πιο σημαντικές επιπτώσεις σε συγκεκριμένες περιοχές, ανάλογα με την εμπλοκή τους στο εμπόριο και τα τομεακά τους πλεονεκτήματα. Αυτές οι εμπορικές συνεργασίες μπορούν να αντισταθμίσουν μερικώς τις απώλειες εξαγωγών σε αγορές όπως οι ΗΠΑ, ενώ παράλληλα υποστηρίζουν την ατζέντα της ΕΕ για την Ανοιχτή Στρατηγική Αυτονομία. Χώρες εκτός ΕΕ, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο και τα μέλη της ΕΖΕΣ (Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών), αναμένεται να υποστούν αρνητικές ή ελάχιστες επιπτώσεις, υπογραμμίζοντας τα στρατηγικά πλεονεκτήματα της συμμετοχής στην ΕΕ.
Η διαφοροποίηση του εμπορίου από μόνη της δεν αρκεί. Αυτό που χρειάζονται σήμερα οι Ευρωπαϊκές περιφέρειες είναι η δημιουργία ανθεκτικών αλυσίδων εφοδιασμού, που απαιτούν στοχευμένες επενδύσεις και διαρθρωτικές προσαρμογές σε συγκεκριμένους τομείς προτεραιότητας, όπως η προώθηση πρωτοβουλιών κυκλικής οικονομίας, η ανακύκλωση για τη μείωση της εξάρτησης από πρωτογενείς πρώτες ύλες, η υποστήριξη της διεθνοποίησης των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων, ειδικά σε περιοχές με περιορισμένο βαθμό εμπορικής εξωστρέφειας, η επένδυση στην αναβάθμιση δεξιοτήτων και την ανακατανομή του εργατικού δυναμικού, ιδιαίτερα εκεί όπου αναμένονται τομεακοί μετασχηματισμοί λόγω εμπορικών διαταραχών.
Οι περιοχές με διαφοροποιημένες βάσεις προμηθευτών και ευέλικτες βιομηχανικές δομές επιτυγχάνουν ισχυρότερα αποτελέσματα στην οικονομία και στην απασχόληση. Για παράδειγμα, η Βόρεια Πορτογαλία (Norte), με το διαφοροποιημένο της χαρτοφυλάκιο εξαγωγών και τη βιομηχανική της βάση, αναμένεται να επωφεληθεί από τη συμφωνία ΕΕ-Mercosur. Αντίθετα, ορισμένες περιοχές της Ανατολικής Ευρώπης με συγκεντρωμένες εξαρτήσεις από συγκεκριμένους προμηθευτές ή με εξειδίκευση σε χαμηλής τεχνολογίας τομείς, ενδέχεται να αντιμετωπίσουν πιέσεις προσαρμογής, ειδικά στους τομείς της γεωργίας και της παραγωγής.
Σύμφωνα με τον Kurt Kratena, επικεφαλής του έργου ESPON STARTER, οι στρατηγικές εμπορικές συμφωνίες βοηθούν τις περιοχές να διαφοροποιούν τις πηγές εφοδιασμού τους και να ενισχύσουν την ανθεκτικότητα των Ευρωπαϊκών αλυσίδων αξίας. Δεν αποτελούν απλώς οικονομικά εργαλεία, αλλά και μέσα γεωπολιτικής σταθερότητας και περιφερειακής ανάπτυξης.
«Η επίτευξη στρατηγικής αυτονομίας απαιτεί τόσο τη διαφοροποίηση των προμηθευτών όσο και την ενίσχυση των εσωτερικών δυνατοτήτων — οι περιφερειακές επενδύσεις σε υποδομές, δεξιότητες και κυκλικά συστήματα είναι καθοριστικής σημασίας για την ανθεκτικότητα.»
Kurt Kratena, επικεφαλής του έργου ESPON STARTER
Η ΕΕ εφαρμόζει ενεργά διάφορες πολιτικές και εργαλεία με στόχο τη μείωση των στρατηγικών εξαρτήσεων, την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των αλυσίδων εφοδιασμού και την επίτευξη στρατηγικής αυτονομίας (βλ. εδώ). Βασικές πρωτοβουλίες περιλαμβάνουν:
- τον Κανονισμό για τις Κρίσιμες Πρώτες Ύλες (Critical Raw Materials Act – CRM Act), που ενισχύει την εγχώρια εξόρυξη και επεξεργασία, ενώ εξασφαλίζει τις απαραίτητες εισροές για τους τομείς της πράσινης μετάβασης, της ψηφιακής τεχνολογίας και της άμυνας,
- τις στρατηγικές Συμφωνίες Ελεύθερου Εμπορίου, που διευρύνουν τις εμπορικές συνεργασίες της Ευρώπης και συμβάλλουν στην αποφυγή ή μείωση των αρνητικών επιπτώσεων των δασμών και
- τα εργαλεία της Πολιτικής Συνοχής, που υποστηρίζουν τη χωρική ισορροπία και βοηθούν οικονομικά ή πολιτικά ευάλωτες περιοχές, όπου χρειάζεται επανεκπαίδευση του εργατικού δυναμικού. Αυτά τα εργαλεία αντικατοπτρίζουν τη μεταβαλλόμενη προσέγγιση της ΕΕ στην Ανοικτή Στρατηγική Αυτονομία, ισορροπώντας μεταξύ της οικονομικής εξωστρέφειας και της ανάγκης προστασίας της οικονομίας της από εξωτερικές διαταραχές.
Η δημιουργία ανθεκτικών αλυσίδων εφοδιασμού δεν είναι πλέον μόνο θέμα εμπορίου ή βιομηχανίας, αλλά και ζήτημα παγκόσμιας οικονομικής σταθερότητας και αναγκαιότητα σε χωρικό επίπεδο. Η μελλοντική ευημερία της Ευρώπης θα εξαρτηθεί από την ικανότητά της να ενισχύσει τις περιφέρειες με τα εργαλεία, τις επενδύσεις και τις στρατηγικές που απαιτούνται για την προσαρμογή τους σε ένα μεταβαλλόμενο παγκόσμιο τοπίο, ακόμη και αν οι γεωπολιτικές προκλήσεις επιμένουν. Έρευνες και ευρήματα από πρωτοβουλίες, όπως το έργο ESPON STARTER, αναδεικνύουν πού υπάρχουν ευπάθειες και πως η λήψη πολιτικών αποφάσεων βάσει στοιχείων μπορεί να ενισχύσει την ανθεκτικότητα των περιφερειών.
Καθώς οι παγκόσμιοι γεωπολιτικοί κίνδυνοι εντείνονται, η ανθεκτικότητα της Ευρώπης πρέπει να ενισχυθεί περιφέρεια προς περιφέρεια, με τη στήριξη συντονισμένων παρεμβάσεων σε επίπεδο ΕΕ και κρατών μελών.