Πάει κι ο Νιόνιος. Και το φευγιό του μας έφερε στο νου πολλές από τις «διονυσιακές» στιγμές μας στα στέκια της νιότης μας, τότε που με μια κιθάρα (πάντα κάποιος είχε μια κιθάρα) «μέσα σε καπνούς και σε βρισιές» τραγουδάγαμε με φωνή ακόμη πιο βραχνή και από τον ίδιο, εκείνα τα τραγούδα με τους περίεργους στίχους. «Ο βίος εν Ελλάδι είναι υπαίθριος» όπως έλεγε ο ποιητής του ρομαντισμού Περικλής Γιαννόπουλος, που έδωσε ένα τελετουργικό τέλος στη σύντομη ζωή του, εδώ δίπλα μας, στη θάλασσα του Σκαραμαγκά. Κι από κοντά, πάλι ο τροβαδούρος της γενιάς μου, ο Νιόνιος, που μας θυμίζει ότι «την ιστορία τη γράφουν οι παρέες».
Οι ιδέες γεννιούνταν μέσα από τη συντροφικότητα, τους καυγάδες, τη ζωντανή συνομιλία
Ναι, επιτρέψτε μου την υπερβολή αλλά θαρρώ ότι η πρόσφατη ιστορία αυτού του τόπου, η πνευματική και πολιτιστική τουλάχιστον, γράφτηκε στα τραπέζια των καφενείων, στις παρέες που κουβέντιαζαν ως το ξημέρωμα για την τέχνη, την πολιτική, την κοινωνία. Από τη «Δεξαμενή» του Παπαδιαμάντη και των λογοτεχνών της Παλαιάς Αθήνας, μέχρι το πατάρι του «Λουμίδη» του Χατζιδάκι και του Γκάτσου, κι αργότερα από τον «Απότσο» του Λευτέρη Παπαδόπουλου μέχρι τους «ντολτσεβίκους» που πρόλαβα κι εγώ τις κομματικές μας συνάξεις στο παλιό «Ntolce» και νυν «Φίλιον» στη Σκουφά, οι ιδέες γεννιούνταν μέσα από τη συντροφικότητα, τους καυγάδες, τη ζωντανή και κατά πρόσωπο συνομιλία.
Η δική μας γενιά, η γενιά της μεταπολίτευσης, μεγάλωσε μέσα σε εκείνα τα υπόγεια κουτούκια και τα μπαρ γύρω από τα πανεπιστήμια αλλά και στις γειτονιές της Αθήνας, κι εδώ στο Χαϊδάρι σε στέκια που δεν υπάρχουν σήμερα. Εκεί, ανάμεσα σε καπνούς, κιθάρες και αφίσες, με αμπέχωνα, μπότες και απαραιτήτως μούσια για τα αγόρια και ταγάρια για τα κορίτσια, χτιζόταν ένα όραμα κοινωνικής αλλαγής. Κάθε βράδυ ήταν ένα μικρό συνέδριο ιδεών, χωρίς προεδρεία και μικρόφωνα, μα με πάθος και πίστη ότι ο κόσμος μπορούσε να αλλάξει. Μιλούσαμε ή μάλλον τσακωνόμαστε για επαναστάσεις, για δικαιοσύνη, για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις για έναν νέο άνθρωπο που θα ξεπερνούσε το παλιό. Ήταν η εποχή που ακόμη η πολιτική δεν ήταν «επάγγελμα», αλλά βίωμα.
Τα social media
Σήμερα, η συζήτηση έχει μεταφερθεί στα social media. Εκεί όπου ο διάλογος έγινε ανάρτηση, η διαφωνία σχόλιο, και η παρέα «ακολούθηση». Η νέα δημόσια σφαίρα δεν έχει καπνό, ούτε φωνές, ούτε σιωπές που χωρούν σκέψη. Μονάχα οθόνες, φωτεινές, ψυχρές μα πάντα απρόσωπες! Και δεν είναι ότι δεν προσπαθούμε να προσαρμοστούμε οι άμοιροι! Το παλεύουμε. Μα όσο και να μάθουμε τα «εργαλεία», δεν μπορούμε να μάθουμε την «ψυχή» τους και να προσαρμοστούμε στο ρυθμό τους. Γιατί η δική μας γλώσσα ήταν η κουβέντα, όχι το tweet.
Οι παρέες
Κάποτε η ιστορία γραφόταν από παρέες. Τώρα γράφεται από αλγόριθμους. Και τα όνειρα εκείνα, τα μεγάλα, για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, για έναν καλύτερο κόσμο, μοιάζουν σήμερα ματαιωμένα. Ίσως γιατί οι παρέες σκορπίσαν, ή γιατί οι χώροι που τις χωρούσαν χάθηκαν. Μα ίσως και γιατί κι εμείς οι ίδιοι βαθιά μέσα μας, κουραστήκαμε να ελπίζουμε.
Κι όμως βρίσκω πως υπάρχει μια τρυφερή νοσταλγία σ’ αυτή τη ματαίωση. Για όλες τις νύχτες που ξοδέψαμε πιστεύοντας πως μπορούσαμε να αλλάξουμε τον κόσμο. Για τις φωνές που αντηχούσαν σε υπόγεια, σε καφενεία, σε πλατείες. Έστω κι αν όπως αποδείχτηκε, δεν είμασταν τελικά παρά μια «τσογλανοπαρέα που κάνει κριτική».

ΔΙΑΒΑΣΕ ΚΑΙ ΑΥΤΟ:
Αποχαιρετώντας τον “κόκκινο Φώτη”
 
							 
			 
		 
		 
		 
		 
		 
		 
		 
		 
		