Το σωστό πανωσήκωμα στο Χαϊδάρι: “Κουτί που πετάει”
Την ελληνική οικοδομική πρακτική, γνωστή ως “πανωσήκωμα”, ακολούθησε στο παρακάτω έργο η αρχιτέκτονας Μυρτώ Κιούρτη, για το σχεδιασμό και την κατασκευή της κατοικίας ενός νέου ζευγαριού πάνω από το πατρικό σπίτι. Μέσω της πρακτικής αυτής, δόθηκε στους ιδιοκτήτες η ευκαιρία να διαμορφώσουν σύμφωνα με τις δικές τους ανάγκες και επιθυμίες το έργο, παντρεύοντας αλλά και ταυτόχρονα τηρώντας συγκεκριμένα όρια, μεταξύ παλιού και νέου, παρελθόντος και μέλλοντος.
Ένα “κουτί που πετάει” άλλες φορές προστατεύει και άλλες φορές εκθέτει τη ζωή των κατοίκων μέσα σε αυτό, άλλες φορές ενισχύει την εσωστρέφεια δημιουργώντας κλειστούς εσωτερικούς κήπους και υπαίθριους χώρους και άλλες την εξωστρέφεια, προσφέροντας άπλετη θέα προς την πόλη.
-κείμενο από την αρχιτέκτονα / πηγή
Στον ίδιο χώρο
Οικίας περιβάλλον, κέντρων, συνοικίας που βλέπω κι όπου περπατώ χρόνια και χρόνια.
Σε δημιούργησα μες σε χαρά και μες σε λύπες: με τόσα περιστατικά, με τόσα πράγματα.
Κι αισθηματοποιήθηκες ολόκληρο, για μένα.
Κωνσταντίνος Καβάφης [1929*]
Πώς μπορεί ένα σπίτι να εκφράζει ψυχικά τους κατοίκους του; Εμπλουτίζοντας την παράδοση του Μοντερνισμού με σύγχρονες ψυχαναλυτικές θεωρίες επιχειρώ να συσχετίσω τον σχεδιασμό της κατοικίας με βαθύτερες πτυχές του ψυχισμού των κατοίκων. Η κατεύθυνση που ακολουθώ, ο Συγκινησιακός Φονξιοναλισμός – Emotional Functionalism, βασίζεται σε μια επανερμηνεία των ονομαζόμενων «λειτουργιών» της κατοικίας.
Αντιμετωπίζω τις λειτουργικές ανάγκες της κατοίκησης όχι ως στοιχειώδεις, τυπικές, κοινές για όλους πρακτικές αλλά ως ένα σύνθετο, εξαιρετικά ενδιαφέρον πεδίο δράσεων και μαχών το οποίο είναι ποιητικό, πολιτισμικά νοηματοδοτημένο, κοινωνικά προσανατολισμένο, και άμεσα συσχετισμένο με τον ψυχισμό των κατοίκων.
Το έργο στο Χαϊδάρι είναι μια προσθήκη νέας κατοικίας σε όροφο. Ένα ζευγάρι που είχε μόλις παντρευτεί κατασκεύασε το σπίτι του πάνω από την κατοικία των γονιών του συζύγου και με την οικονομική τους αρωγή. Πρόκειται για μια παραδοσιακή ελληνική οικοδομική πρακτική, γνωστή σε όλους μας ως “πανωσήκωμα”, μια συνθήκη που επιτρέπει στους νέους της μεσαίας τάξης να αποκτήσουν με χαμηλό σχετικά αρχικό κεφάλαιο, ιδιόκτητη κατοικία.
Ήδη από τις πρώτες συνεντεύξεις που μου έδωσαν οι νέοι κάτοικοι για το πώς φαντάζονται το σπίτι τους, δήλωσαν ενθουσιασμένοι με την προοπτική να κατασκευάσουν την κατοικία τους όπως εκείνοι θέλουν. Παράλληλα όμως η γειτνίαση με το σπίτι των γονιών τους φόβιζε. Το ερώτημα ήταν πώς θα μπορούσε να σχεδιαστεί το νέο σπίτι με τρόπο ώστε οι κάτοικοι να εκμεταλλευτούν το προνόμιο του πανωσηκώματος και να αποκτήσουν το δικό τους σπίτι ειδικά σχεδιασμένο για εκείνους, να μείνουν κοντά στους γονείς απολαμβάνοντας και οι μεν και οι δε τα οφέλη της αλληλοβοήθειας και ταυτόχρονα να μπορέσουν να αποσπαστούν ψυχικά από την πρώτη οικογένεια έτσι ώστε να ζήσουν όπως εκείνοι επιθυμούν.
Όπως συμβαίνει σε πολλά μέρη του κόσμου, έτσι και στην Ελλάδα μια νέα γενιά προσπαθεί να χαράξει τον δικό της δρόμο ισορροπώντας ανάμεσα σε τοπικές πολιτισμικές ιδιαιτερότητες και τις προκλήσεις της παγκοσμιότητας. Συχνά αυτό μεταφράζεται ως δίλημμα ανάμεσα στην Παράδοση και την Νεωτερικότητα. Στην πραγματικότητα όμως όταν εστιάζουμε με δημιουργικό τρόπο στην ιστορία και τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες της κοινωνίας στην οποία ανήκουμε τότε όχι μόνο δεν αποδυναμώνεται η σχέση μας με την Νεωτερικότητα αλλά αντιθέτως εμπλουτίζεται και ενισχύεται. Στην Ελλάδα επικρατεί μια ιδιότυπη εκδοχή της Νεωτερικότητας. Η ελληνική κοινωνία μετεξελίχθηκε απότομα από αγροτική σε σύγχρονη αστική. Παραδοσιακοί θεσμοί όπως η οικογένεια, συνυπάρχουν αρμονικά με τα πλέον νεωτερικά αιτήματα, την αποδοχή της διαφορετικότητας, την εξατομίκευση, την αναζήτηση του Εαυτού.
Η ελληνική οικογένεια έχει δείξει μεγάλη ανθεκτικότητα στον χρόνο καθώς μια σειρά από πρακτικές εξασφαλίζουν με υποδόριο συχνά τρόπο την σταθερή αναπαραγωγή της. Μια από αυτές είναι το “πανωσήκωμα”, το να χτίζουν δηλαδή οι Έλληνες γονείς με δικά τους χρήματα ένα νέο σπίτι πάνω από το σπίτι τους για να μείνουν εκεί τα παιδιά τους δημιουργώντας κι αυτά με την σειρά τους, την δική τους οικογένεια.
Η παραδοσιακή ελληνική οικογένεια είναι ελεγκτική με αδύναμες οριοθετήσεις ανάμεσα στα μέλη της. Η εξατομίκευση, η διαφοροποίηση, η αυτονομία συνήθως στιγματίζονται. Ταυτόχρονα όμως οι Έλληνες γονείς είναι συναισθηματικά παρόντες, δοτικοί, φιλόδοξοι και κάνουν συχνά τα πάντα προκειμένου τα παιδιά τους να προοδεύσουν. Η ελληνική κοινωνία από την άλλη είναι ιδιαίτερα επιτρεπτική. Χρησιμοποιεί ως βασικό ελεγκτικό μηχανισμό για τους πολίτες την οικογένεια ενώ έξω από τον κλοιό της, προσφέρει άφθονη ελευθερία έως του βαθμού της αναρχίας. Αυτές οι πολιτισμικές ιδιοτυπίες αποτυπώνονται με γοητευτικό τρόπο στην Αθήνα, μια πόλη υβρίδιο που μοιάζει με αχανές χωριό και σύγχρονη μητρόπολη μαζί.
Πάνω από το σπίτι των γονιών σχεδίασα έναν όγκο που μοιάζει με κλειστό κουτί. Τα υπνοδωμάτια και το μπάνιο της νέας κατοικίας τοποθετήθηκαν πίσω από τους λευκούς αυτούς τυφλούς τοίχους. Ανάμεσα στα δωμάτια και το περιμετρικό φράγμα δημιουργήθηκαν γενναιόδωρες αυλές στις οποίες εκτονώνονται οι χώροι. Η είσοδος στο πάνω σπίτι χωροθετήθηκε στην αντιδιαμετρική γωνία του οικοπέδου, δηλαδή όσο το δυνατόν πιο μακριά, από την είσοδο του κάτω σπιτιού. Με τον σχεδιασμό αυτό ανάμεσα στους γονείς και το νέο ζευγάρι δημιουργείται ένα ισχυρό όριο. Οι δύο οικογένειες ζουν κοντά αλλά με ανακουφιστικές, δημιουργικές αποστάσεις μεταξύ τους.
Ο λευκός περιμετρικός τοίχος του ορόφου κατασκευασμένος από μεταλλικό σκελετό και ινοσανίδες αποκολλήθηκε από το πατρικό σπίτι μέσω μιας σχισμής η οποία διατρέχει την βάση του. Ο όγκος της νέας κατοικίας ξεπροβάλει από πίσω του και με έντονη κλίση κορυφώνεται σε ένα καθιστικό στον δεύτερο όροφο που προσφέρει απλόχερα πανοραμική θέα της πόλης από ψηλά. Έτσι η καινούρια κατοικία μοιάζει να ίπταται. Προστατεύει τους νέους αλλά και τους απελευθερώνει, γίνεται δηλαδή “ένα κουτί που πετάει”.
Στο Emotional Functionalism η αισθητική απόλαυση δεν προέρχεται από αναπαραστάσεις, από μορφολογικές δηλαδή επιλογές του αρχιτέκτονα που θυμίζουν κάτι. Η συγκίνηση(emotion) αντιθέτως προκαλείται επειδή η αρχιτεκτονική αναδεικνύει με ενδιαφέροντα τρόπο την πραγματικότητα. Ο αρχιτέκτονας μοιάζει δηλαδή λιγότερο με έναν ζωγράφο ή γλύπτη και περισσότερο με έναν σκηνοθέτη του νεορεαλισμού.
Το σπίτι σχεδιάστηκε προστατεύοντας αλλά και εκθέτοντας σκηνογραφικά την ζωή των κατοίκων. Ορθώνει απέναντι στο οικοδομικό χάος της γειτονιάς και το διερευνητικό της βλέμμα, έναν γεωμετρικά πειθαρχημένο, αυστηρό τοίχο. Από πίσω του, στην καρδιά της σύνθεσης, βρίσκεται σφηνωμένη μια σκάλα που μοιάζει με σπάραγμα αμφιθεάτρου. Οδηγεί από την είσοδο της κατοικίας θεατρικά προς τα πάνω, μισή έξω στο ύπαιθρο και μισή μέσα στο σπίτι. Στις κερκίδες της κάθονται οι κάτοικοι, πίνουν τον καφέ τους κάθε πρωί, και κρυφοκοιτάζουν την γειτονιά που τους κρυφοκοιτάζει. Ο λευκός τοίχος μοιάζει εκ πρώτης να αποκρύβει την ζωή τους. Στην πραγματικότητα όμως την αναδεικνύει ποιητικά, αποκαλύπτοντας τρυφερές στιγμές, όπως τα γυμνά πόδια της Χάρις όταν πλατσουρίζει με τα νερά της αυλής. Στον δεύτερο όροφο, ένα μεγάλο άνοιγμα σαν αυλαία αποκαλύπτει γενναιόδωρα την ζωή του ζευγαριού στην γειτονιά αμέσως μόλις πέσει ο ήλιος.
Μέσω του μινιμαλισμού της μορφής του, ο περιμετρικός τοίχος δεν λειτουργεί μόνο ως οπτικό όριο αλλά και αντίστροφα ως λευκός καμβάς στον οποίο “γράφει” η γοητευτική ανθρωπογενής τοπιογραφία της Αθήνας. Το σπίτι, δεν προβάλει μόνο τις ιδιαιτερότητες της ζωής των κατοίκων αλλά σαν περισκόπιο εστιάζει και στις ιδιοσυγκρασιακές επιλογές των γειτόνων, όπως για παράδειγμα το εκκλησάκι με το οποίο έχει στολιστεί η μάντρα της απέναντι πολυκατοικίας. Το απροσδόκητο θέαμα καδράρεται από τους δύο λευκούς τοίχους που ορίζουν την είσοδο στην νέα κατοικία και μετασχηματίζεται σε ρεαλιστικό και μαζί σουρεαλιστικό πίνακα-installation που μοιάζει να κρέμεται από πάνω της.
Ο κήπος που συνδέει το σπίτι με τον δημόσιο χώρο και βίο συνοψίζει τους μύθους της περιοχής. Διαμεσολαβεί έτσι ανάμεσα στις εξατομικευμένες βιογραφίες των κατοίκων και τους κοινωνικούς καταναγκασμούς με ανακουφιστικές αφηγήσεις του Μεγάλου Συλλογικού. Λίγα μέτρα πάνω από το οικόπεδό μας συναντά κανείς ανοιχτές και παρατημένες τις πληγές του βουνού από όπου εξορύσσονταν σε όλο τον 20ό αιώνα αδρανή για να φτιαχτεί beton. Ο Μάνος Χατζηδάκης θρηνεί την ασχήμια της περιοχής με τα λατομεία, τα διυλιστήρια και τον Τιτάνα, την πρώτη βιομηχανία τσιμέντου στην Ελλάδα, στον “Εφιάλτη της Περσεφόνης”. Εμείς αντίθετα συμφιλιωνόμαστε με τον τόπο γιατί ξέρουμε πως κάπως έτσι σφυρηλατήθηκε η μεσαία τάξη στην Ελλάδα, στην οποία ανήκουν και οι κάτοικοι αυτού του σπιτιού. Στον κήπο τους φέραμε τεράστια βράχια από το γειτονικό βουνό. Ζύγιζαν μέχρι και τέσσερις τόνους το κάθε ένα και με αυτά κλείσαμε τις πληγές που άνοιξαν δεκαετίες πριν. Τα όρια του έργου, ως γλυπτική γραμμή πάνω στο τοπίο, κατασκευάστηκαν από εμφανές σκαπιναριστό σκυρόδεμα προς τιμήν αυτού του βουνού από τα σωθικά του οποίου χτίστηκε η μοντέρνα Αθήνα.
Στην αυλή αφήσαμε το δέντρο που είχε φυτέψει ο πατέρας του ιδιοκτήτη όταν έχτισε το πρώτο σπίτι σαράντα περίπου χρόνια πριν και ποτίσαμε το χώμα γύρω του μέχρι να βγουν από μόνα τους αγριολούλουδα. Η υπόλοιπη αυλή φυτεύτηκε με δάφνες. Το Δάσος Χαϊδαρίου, βρίσκεται στα όρια της πόλης, στην πλαγιά του Ποικίλου όρους και κοιτάζει την Ιερά Οδό που συνδέει την Αθήνα με την Ελευσίνα. Εκεί στην αρχαιότητα, οι μύστες της θεάς Δήμητρας στεφανωμένοι με δάφνες, λάτρευαν την μητέρα θεά που τελετουργικά πενθούσε τον θάνατο της κόρης της, Περσεφόνης. Σύμφωνα με σύγχρονες μετα-Φροϊδικές ερμηνείες οι αρχαίοι τιμούσαν με τον τρόπο αυτό και ταυτόχρονα απωθούσαν στο ασυνείδητο, τον αντίστροφο θρήνο, της γυναίκας που χάνει τον εαυτό της καθώς από κόρη γίνεται μητέρα.
Στις γωνίες του κήπου φυτέψαμε Κουμαριές. Ο διάσημος πίνακας του Ιερώνυμου Μπος “Ο κήπος τον απολαύσεων” ονομάζεται και “Κήπος με τα Κούμαρα”, διότι στα αισθησιακά συμπλέγματα που απεικονίζει, τα γυμνά σώματα παίζουν με υπερμεγέθη, χυμώδη, κόκκινα κούμαρα. Στο τρίπτυχο αυτό, προοικονομώντας την εκκοσμικευμένη, ψυχαναλυτική ερμηνεία του κόσμου, ο Μπος μιλά για την χαρά της ζωής, που μοιάζει να ισορροπεί διαρκώς ανάμεσα στην κόλαση και τον παράδεισο. Το “κουτί που πετάει”, ίπταται κι αυτό πάνω από έναν σύγχρονο κήπο με κούμαρα, προσπαθεί να βρει τις δικές του ισορροπίες και υπόσχεται απολαύσεις.
Credits & Details
Αρχιτέκτων: Μυρτώ Κιούρτη
Χρόνος μελέτης 2014-2016
Χρόνος αποπεράτωσης 2021
Στατική μελέτη: Ιωάννης Κιούρτης – Θάνος Κιούρτης
Ηλεκτρομηχανολογική μελέτη: Ιωάννης Βασιλειάδης
Κατασκευή ACRM – ΕΠΙΚΥΚΛΟΣ
Σύμβουλος στατικών Ιωάννης Μυλωνάς, Λυκούργος Πολυχρονόπουλος
Επίβλεψη Ιωάννης Μυλωνάς
Διαχείριση έργου-project management Βαλάντης Σαράντος
Επίπλωση και εξοπλισμός Χάρις Δημήτρουλα
Ειδικοί συνεργάτες Μαρία Γκουρογιάννη, Ιωσήφ Αραμπατζής, Αγγελική Μαμούση
Φωτογραφία Γιώργος Σφακιανάκης