Κάποτε… στην παραλία του μικρού Σίμου
Από την ώρα που αναφέρθηκα, πριν λίγες αναρτήσεις μου, στην παραλία του μικρού Σίμου, άρχισαν να περνάνε αναμνήσεις. Αυτό βέβαια είναι συμβατό με την ιατρική. Λέει ότι όταν έρχεται το Αλτσχάιμερ θυμάσαι κυρίως τα παλιά ενώ ξεχνάς τι έφαγες χτες.
Πήγα πολλές φορές στον μικρό Σίμο. Η τελευταία ήταν όταν εκεί έφτασε δρόμος.
Η κάθε φορά ήταν διαφορετικής δυσκολίας. Για παράδειγμα τις δυο πρώτες φορές ήμουν με μεγάλη παρέα και υπήρχε στην παρέα φουσκωτό που εξυπηρετούσε τις ανάγκες ανεφοδιασμού.
«Πού το βρήκατε ρε παιδιά;»
Μερικές από τις επόμενες ήμουν εγώ και η φίλη μου. Το μονοπάτι για το χωριό ήθελε περπάτημα λίγο λιγότερο από μια ώρα. Σκηνές άλλες ήταν σε μεγάλη απόσταση από την δική μας, αλλά αυτό δεν εμπόδισε την επικοινωνία και κάποιες φορές την παρέα. Το περίεργο ήταν ότι οι περισσότεροι δεν ήταν Έλληνες.
«Πού το βρήκατε ρε παιδιά;»
«Από εξειδικευμένα περιοδικά», η συνήθης απάντηση.
Εμείς είχαμε μαζί μας λάδι, αλάτι, πιπέρι.
Φαΐ συνήθως ψάρι, ότι έβγαζε το ψαροντούφεκο. (Και είχε πολύ ψάρι. Εκεί έβγαλα και το μεγαλύτερο χταπόδι που έχω βγάλει ποτέ μου, που είναι μια άλλη ιστορία από μόνη της).
Νερό; Παίρναμε όσο θέλαμε από ένα πηγάδι κάπου 200 μέτρα από την σκηνή. Ο ιδιοκτήτης του πότιζε ένα μποστάνι που από εκεί αγοράζαμε ότι είχε. Ντομάτες, καρπούζι, πεπόνι, πιπεριές κολοκυθάκια κλπ.
50 δραχμές
Ο τρόπος συναλλαγής μου φάνηκε περίεργος στην αρχή. Διάλεγα πχ 4 ντομάτες, ο φίλος αγρότης τις έπιανε στο χέρι του. Το έκανε επάνω κάτω σαν να τις ζύγιζε και στο τέλος έλεγε «μισό κιλό είναι, 50 δραχμές». Το ίδιο και για το καρπούζι, το πεπόνι και ό,τι άλλο. Τα ζύγιζε με το χέρι του και στο τέλος έκαναν πάντα 50 δραχμές. Από ένα σημείο και μετά όταν δεν ήταν εκεί κόβαμε ένα καρπούζι. Βάζαμε κάτω από μια πέτρα 50 δρχ και τον ρωτούσαμε την άλλη μέρα αν τις βρήκε.
Έχει και άλλα, αλλά άλλη φορά.
Αλήθεια…. Τι έφαγα χτες;