“Το εμφιαλωμένο νερό και η απομάγευση του κοινού κόσμου”

Manos Lambrakis
Το εμφιαλωμένο νερό και η απομάγευση του κοινού κόσμου
Το εμφιαλωμένο νερό δεν είναι απλώς ένα προϊόν κατανάλωσης, είναι μια απόδειξη ήττας. Είναι η ήσυχη καταγγελία ότι ο κοινός κόσμος, ο κόσμος του ποταμού, του δημόσιου σιντριβανιού, του ποτηριού στο καφενείο, έχει πια υποχωρήσει μπροστά σε έναν μηχανισμό απιστίας: δεν εμπιστευόμαστε το νερό που ρέει, γι’ αυτό το αγοράζουμε σε εγκιβωτισμένη μορφή.
Αυτό που κάποτε δινόταν χωρίς αντίτιμο, το νερό που προσφερόταν στον ξένο, στον διαβάτη, στον φτωχό, τώρα φέρει ετικέτα, τιμή, και διαφημιστική υπόσχεση. Δεν είναι πια το ύδωρ το ζων, αλλά το νερό του συμβολαίου: εγγυημένο, μετρημένο, βολικά κλειστό.
Κι όμως, η επικινδυνότητά του δεν έγκειται μόνο στα μικροσωματίδια ή στις χημικές αλλοιώσεις που προκαλεί το πλαστικό. Ούτε καν στην ψευδαίσθηση της υγιεινής που δημιουργεί η συσκευασία. Η μεγαλύτερη απειλή του εμφιαλωμένου νερού είναι η αορατότητά του ως πολιτισμικό σύμπτωμα.
Κάθε φορά που ανοίγουμε ένα τέτοιο μπουκάλι, επιβεβαιώνουμε ότι έχουμε αποσυρθεί από τη συλλογική ευθύνη για το κοινό αγαθό. Αποδεχόμαστε ότι ο κόσμος δεν είναι πια άξιος εμπιστοσύνης. Κι ότι η λύση γι’ αυτό είναι ατομική: να φέρεις το νερό σου μαζί σου. Όχι να διορθώσεις τη βρύση.
Το εμφιαλωμένο νερό είναι το τέλος της φιλοξενίας. Δεν προσφέρεται αλλά πουλιέται. Δεν προϋποθέτει σχέση, προϋποθέτει αγορά. Δεν σε κοιτάει και δεν έχει πρόσωπο. Είναι ανώνυμο, ακόμη κι όταν έχει brand.
Η πραγματική του επικινδυνότητα είναι πως διαμορφώνει ανθρώπους που δεν διψούν πια με τον ίδιο τρόπο. Όχι γιατί δεν χρειάζονται νερό, αλλά γιατί δεν έχουν πια μνήμη της πηγής. Δεν πιστεύουν πως κάτι αληθινό μπορεί να βγει απ’ το έδαφος. Όλα πρέπει να περάσουν πρώτα από έγκριση, μηχανή, έλεγχο, τυποποίηση. Κι έτσι, κάθε σταγόνα γίνεται νεκρή πριν φτάσει στο στόμα.
Δεν θα πεθάνουμε από δίψα αλλά από έλλειψη εμπιστοσύνης.
Το εμφιαλωμένο νερό δεν είναι ανάγκη, είναι εσωτερικευμένη καχυποψία. Και σε έναν τέτοιο κόσμο, ακόμα κι η καθαρότητα γίνεται επικίνδυνη: γιατί δεν ξεδιψά, αλλά απομονώνει.