ΚΟΙΝΩΝΙΑΠΡΩΤΗ ΣΕΛΙΔΑ

Ακρίβεια: Ποιοι μικραίνουν τις συσκευασίες για να μην αυξήσουν τιμές

Συζητήσεις που φέρνουν στην επιφάνεια ένα τέχνασμα μείωσης της περιεκτικότητας των συσκευασιών τροφίμων βρίσκονται αυτή την περίοδο σε εξέλιξη επί στρογγυλής τραπέζης επιμέρους διοικητικών συμβουλίων επιχειρήσεων και ειδικότερα σε κατηγορίες όπως είναι τα γαλακτοκομικά και τα τυροκομικά προϊόντα. Η συζήτηση αυτή ετέθη στο τραπέζι, καθώς όπως αναφέρουν στο Capital.gr, πηγές της αγοράς προερχόμενες από διαφορετικές γαλακτοβιομηχανίες, μία τέτοια κίνηση θα μπορούσε να αποτελέσει δραστική λύση εξισορρόπησης του αυξημένου κόστους και των ανατιμήσεων που εν τέλει μετακυλίονται στα ράφια ή στα ψυγεία των σούπερ μάρκετ.

Είναι χαρακτηριστικό για παράδειγμα το γεγονός, ότι μία από τις μεγάλες βιομηχανίες γάλακτος βρίσκεται σε αρκετά προχωρημένο στάδιο διαβουλεύσεων στο εσωτερικό της, υπό την προοπτική να μεταβάλει τη συσκευασία των 1.000 γραμμαρίων στη φέτα, σε συσκευασία των 800 γραμμαρίων, αντισταθμίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την αύξηση του κόστους. Ταυτόχρονα και άλλη μεγάλη γαλακτοβιομηχανία βρίσκεται σε ανάλογο κύκλο συζητήσεων, επίσης με επίκεντρο τη φέτα και αντικείμενο τη σμίκρυνση της συσκευασίας πώλησης του προϊόντος που παράγει. 

Στο τραπέζι και η “συρρίκνωση” σε συσκευασίες γιαουρτιού

Στο πλαίσιο των συζητήσεων έχει έρθει στο προσκήνιο και το γιαούρτι υπό το ενδεχόμενο μείωσης συσκευασιών από συγκεκριμένη επιχείρηση του κλάδου της γαλακτοβιομηχανίας από το κεσεδάκι των 200 γραμμαρίων που κυκλοφορεί σήμερα στην αγορά, στα 170 ή στα 150 γραμμάρια. Σημειώνεται πάντως ότι αυτές οι κινήσεις μελετώνται προς το παρόν από μεμονωμένες επιχειρήσεις και όχι από το σύνολο των επιχειρήσεων του κλάδου, ως μέτρο αντιμετώπισης των αυξημένων εξόδων και των ανατιμήσεων που αποτυπώνονται στα προϊόντα τους στα τελικά σημεία πώλησης. Ωστόσο αποτελούν ενδεικτικές ενέργειες αφενός του προβληματισμού που υφίσταται για την αντιμετώπιση του αυξημένου κόστους στην εφοδιαστική αλυσίδα, αφετέρου της ήδη βεβαρημένης κατάστασης στον προϋπολογισμό των καταναλωτών, που αποτυπώνεται και με ταυτόχρονη μείωση της κατανάλωσης στα σούπερ μάρκετ. 

Από τα 250 ευρώ ο τόνος στα 520 το σκληρό σιτάρι για τα ζυμαρικά

Υψηλόβαθμο στέλεχος βιομηχανίας με δραστηριότητα στον κλάδο των ζυμαρικών ανέφερε από την πλευρά του στο Capital.gr ότι ο σημαντικότερος παράγοντας κόστους για τη δική του επιχείρηση είναι δευτερευόντως η ενέργεια, κατά κύριο λόγο όμως, παράγοντα επιβάρυνσης αποτελεί το σκληρό σιτάρι, η τιμή του οποίου ανά τόνο αυξήθηκε από τα 250 ευρώ πριν από ένα χρόνο, σε πάνω από 520 ευρώ ανά τόνο αυτή τη στιγμή. Στη συνέχεια το συνολικό κόστος παραγωγής για τη μετατροπή του σε σιμιγδάλι έχει ως αποτέλεσμα να αγγίζει και να υπερβαίνει τα 700 ευρώ ανά τόνο, ποσό στο οποίο προστίθενται οι αυξήσεις στα υλικά συσκευασίας, μεταφορών και ενέργειας. 

Το ίδιο πρόσωπο αναφέρει ότι μέχρι στιγμής έχει περάσει στο ράφι των ζυμαρικών στα ελληνικά σημεία λιανικής πώλησης τροφίμων, μεσοσταθμική αύξηση κατά περίπου 10%. Επισημαίνει ότι η αύξηση αυτή είναι συγκρατημένη σε σχέση με την συνολική εικόνα της βιομηχανίας ζυμαρικών, προμηνύοντας ότι θα έρθει και δεύτερο κύμα αυξήσεων στη συγκεκριμένη κατηγορία τροφίμων κατά το προσεχές χρονικό διάστημα. 

“Βαρύ” το ενεργειακό κόστος για τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ

Σε ό,τι αφορά τα σούπερ μάρκετ, πηγές της αγοράς κάνουν λόγο για μείωση πωλήσεων, που μεσοσταθμικά αγγίζει ποσοστό 12%-13% κατά τις πρώτες τρεις εβδομάδες του Ιανουαρίου. Η εικόνα αυτή έρχεται μάλιστα σε συνέχεια του Δεκεμβρίου του 2021, κατά τον οποίο η εταιρεία μετρήσεων αγοράς, NielsenIQ ανέφερε ότι η πτώση πωλήσεων για το σύνολο των σούπερ μάρκετ στην Ελλάδα ήταν στο -1%, σε έναν μήνα που αντικατοπτρίζει το 10% των συνολικών πωλήσεων της χρονιάς, και σε αυτόν ποντάρουν σημαντικά για την αύξηση της αγοραστικής κίνησης όλες οι αλυσίδες.

Οι επιχειρήσεις σούπερ μάρκετ πιέζονται σημαντικά από το ενεργειακό κόστος, που αποτελεί την κύρια παράμετρο επιβάρυνσης των λειτουργικών τους εξόδων. Επιχειρήσεις σούπερ μάρκετ αναφέρουν ότι το πλήγμα που δέχτηκαν τα κέρδη τους εντός του 2021 λόγω του αυξημένου κόστους ενέργειας ανήλθε σε περίπου 20%, ενώ αναμένουν αυτό το ποσοστό ακόμα και να διπλασιαστεί εντός του 2022. 

Από την πλευρά τους οι καταναλωτές οδηγούνται σε προτεραιοποίηση των αγορών τους, επιβαρυνόμενοι ήδη με αυξημένους λογαριασμούς ενέργειας και ευρύτερα αυξημένο κόστος διαβίωσης λόγω των πληθωριστικών πιέσεων που αποτυπώνονται εντονότερα από τον Νοέμβριο και ύστερα.

Παρόμοια Άρθρα

Back to top button