Ο γερμανικός Τύπος παρακολουθεί τις εξελίξεις στην ελληνοτουρκική μεθόριο, εστιάζει στο έλλειμμα ευρωπαϊκού σχεδίου, επισημαίνει τον δισταγμό αντιμετώπισης Ερντογάν και Πούτιν με όπλο την οικονομική δύναμη της Ευρώπης, αλλά και εντοπίζει το πρόβλημα ότι δεν λειτουργεί πια η “κοινότητα αξιών”.
– «Tα μηνύματα των κορυφαίων πολιτικών της ΕΕ είναι σαφή. Αλλά δεν επιλύουν ακόμη την πολιτική κρίση”.
– “Σύμφωνα με κύκλους της ΕΕ, οι αρμόδιοι θα πρέπει να βασίσουν τις νέες προτάσεις σε τρεις πυλώνες: στην αυστηρή προστασία των ευρωπαϊκών εξωτερικών συνόρων, τον (προ)έλεγχο των αιτήσεων ασύλου ήδη στα σύνορα και την κατανομή των ατόμων που χρήζουν προστασίας μεταξύ των κρατών-μελών που είναι πρόθυμα να τα δεχθούν”.
– “Ο οικονομικός μοχλός πίεσης πρέπει τώρα να χρησιμοποιηθεί, ώστε να αναγκάσει τον Βλάντιμιρ Πούτιν να βάλει μυαλό και τον Ταγίπ Ερντογάν να λογικευτεί (…) H EE πρέπει να παρέμβει το συντομότερο δυνατόν, τον οικονομικό μοχλό πίεσης διαθέτει πάντα η ίδια”.
– “Αυτό που δεν υπάρχει είναι ένα σχέδιο. Κι επίσης δεν υπάρχει μια “κοινότητα αξιών”. Είναι πολύ πιθανό αυτή τη στιγμή να βλέπουμε την εσωτερική διάλυση της Ευρώπης. Αυτό θα ήταν το τραγικό τέλος μιας μεγάλης ιδέας. Αλλά όχι με ευθύνη των προσφύγων. Θα οφείλεται στον εγωισμό και τη δειλία εκείνων που -έτυχε- να έχουν γεννηθεί σε χώρες με ειρήνη”.
“Η ΕΕ να οργανώσει τα οικονομικά μέσα που διαθέτει απέναντι σε Τουρκία και Ρωσία, ώστε να παρέμβει στον πόλεμο”
Η εφημερίδα Süddeutsche Zeitung σε άρθρο της με τίτλο «Ο πόλεμος της Ευρώπης» αναφέρει: «Από την αρχή της προσφυγικής κρίσης, το 2015, η Ευρώπη και ειδικά η Γερμανία έχουν δαπανήσει πολλή πολιτική ενέργεια και χρήματα για να κρατήσουν το προσφυγικό δράμα έξω από την πόρτα τους». Και συνεχίζει: «Ο πόλεμος στη Συρία είναι σκληρότερος και πιο ανηλεής, είναι η προθυμία των πολέμαρχων να εκμεταλλευτούν τον φόβο του θανάτου των αμάχων για δικούς τους σκοπούς».
Όπως εκτιμά ο αρθρογράφος, «εμμέσως η Ευρώπη έχει γίνει μέρος αυτού του πολέμου: από τον Τούρκο πρόεδρο, ο οποίος πληρώνει τώρα ένα τεράστιο τίμημα για την αμφιταλαντευόμενη πολιτική του μεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ, και από τις φράξιες του συριακού πολέμου, από όπου ο Ρώσος πρόεδρος συνδράμει τον σφαγέα της Δαμασκού και κάνει τον εαυτό του συνένοχο σε βαριά εγκλήματα πολέμου».
Σύμφωνα με το σχόλιο του αρθρογράφου, «εφόσον οι ΗΠΑ έχουν παραιτηθεί από την ευθύνη για τη Συρία ήδη επί Ομπάμα, μένει στην ΕΕ, όπως και πριν από πέντε χρόνια, μόνο η επιλογή αν θέλει να γίνει θεατής και έμμεσα θύμα αυτού του πολέμου – ή αν θα θυμηθεί τη δύναμή της και θα παρέμβει. Η διαπραγματευτική διπλωματία, οι σύνοδοι και οι προειδοποιήσεις γίνονται αντιληπτές από τους κατοίκους της Λέσβου ή της Σάμου, όπου φτάνουν πρόσφυγες, μόνο ως κυνική σιωπή (…) Ως εκ τούτου η ΕΕ πρέπει γρήγορα να οργανώσει τα μέσα που διαθέτει, ώστε να παρέμβει σε αυτόν τον πόλεμο. Η Ρωσία και η Τουρκία είναι οικονομικά εξαρτώμενες και ευάλωτες. Αυτός ο μοχλός πίεσης πρέπει τώρα να χρησιμοποιηθεί ώστε να αναγκάσει τον Βλάντιμιρ Πούτιν να βάλει μυαλό και τον Ταγίπ Ερντογάν να λογικευτεί (…) H EE πρέπει να παρέμβει το συντομότερο δυνατόν, τον οικονομικό μοχλό πίεσης διαθέτει πάντα η ίδια».
Πώς θα αποφευχθεί «μια επανάληψη του 2015»;
Από την πλευρά της η Handelsblatt εκτιμά σε σχόλιο ότι η ΕΕ έχει γίνει «εκβιάσιμη» διότι εδώ και καιρό στέκεται «τυφλά» απέναντι στη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας, αφήνοντας συγχρόνως «κλειστά τα σύνορα κατά μήκος της Βαλκανικής Οδού». Όπως παρατηρεί το σχόλιο, «τώρα, που ο Ερντογάν άνοιξε τα σύνορα, ο εκβιασμός είναι παρών. Χωρίς τη στήριξη του ΝΑΤΟ στη Συρία, χωρίς περισσότερα χρήματα για τους πρόσφυγες που ζουν στην Τουρκία, θα στείλει τα καραβάνια ξανά στους δρόμους ανά την Ευρώπη, απειλεί ο ηγέτης της Άγκυρας – όπως και το 2015». Και τι κάνει το Βερολίνο;
«Μια κατάσταση παρόμοια με εκείνη του 2015 δεν πρέπει να επαναληφθεί, λένε εκεί – η καγκελάριος και οι πιθανοί διάδοχοί της συμφωνούν γρήγορα» σημειώνει το σχόλιο προσθέτοντας: «Ωστόσο δεν έχουν καμιά απάντηση για το πώς δεν θα επαναληφθεί το 2015. Η χρήση δακρυγόνων ή -θεός φυλάξει- ίσως πυρών, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να αποτελούν λύση. Οι Βρυξέλλες και το Βερολίνο δεν θα έχουν σχεδόν καμία άλλη επιλογή από το να υποχωρήσουν απέναντι στον Ερντογάν. Όχι στρατιωτικά, επειδή αφενός ο πόλεμος στη Συρία δεν μπορεί πλέον να κερδηθεί και αφετέρου επειδή ο Άσαντ, με την υποστήριξη της Ρωσίας, σύντομα θα ελέγχει και πάλι όλη τη Συρία. Αλλά μπορούν να το κάνουν με το να δεχθούν τους αμάχους, που εγκαταλείπουν τις εστίες τους εξαιτίας των επιθέσεων του κυβερνητικού στρατού και των ρωσικών αεροπορικών επιδρομών».
Όσο για την ευθύνη της Γερμανίας το σχόλιο αναφέρει: «Η Γερμανία, ως η μεγαλύτερη οικονομική δύναμη της Ευρώπης, είναι η πρώτη που θα πρέπει να αντιδράσει. Σε περίπτωση που από τον φόβο των ψήφων που θα πάρει το AfD θα θυσιαστεί ο ανθρωπισμός, θα έχουν κερδίσει ήδη οι Δεξιοί. Η Γερμανία θα πρέπει να δεχθεί κάποιους από τους πρόσφυγες που βρίσκονται στην Τουρκία, ελπίζοντας ότι θα ακολουθήσουν το παράδειγμά της κι άλλες χώρες».
«Η τραγική αποτυχία μιας μεγάλης ιδέας…»
«Η κατάσταση στα ελληνοτουρκικά σύνορα αποτελεί μια κρίση με προηγούμενο» παρατηρεί η εφημερίδα TAZ του Βερολίνου. «Ήταν αναμενόμενη αλλά όχι αναπόφευκτη. Θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, εάν η ΕΕ δεν είχε αναβάλει τις διαπραγματεύσεις για ένα σχέδιο διαχείρισης του μεταναστευτικού, εάν δεν είχε γίνει εκβιάσιμη από τον Τούρκο πρόεδρο -με μια αμφιλεγόμενη από πολλές απόψεις συμφωνία-, εάν δεν φοβόταν τόσο πολύ τους ακροδεξιούς εξτρεμιστές εντός των δικών της συνόρων. Θα ήταν σήμερα λιγότερο αβοήθητη. Πλέον οι καλές συμβουλές κοστίζουν ακριβά».
Όπως παρατηρεί το σχόλιο, αν και η ΕΕ κατανοεί τον εαυτό της όχι ως «οικονομική ένωση» αλλά ως «ένωση αξιών», το ερώτημα που τίθεται είναι ποιες τελικά είναι αυτές οι αξίες: τα ανθρώπινα δικαιώματα, ο σεβασμός του δικαίου, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια; «Όλοι αυτοί οι στόχοι έχουν πληγεί εδώ και χρόνια στο συγκείμενο του προσφυγικού» παρατηρεί η TAZ. Και κλείνοντας σημειώνει αναφορικά με τις εικόνες προσφύγων να αποτρέπονται από το να φτάσουν στην Ευρώπη: «Αυτό που δεν υπάρχει είναι ένα σχέδιο. Κι επίσης δεν υπάρχει μια “κοινότητα αξιών”. Είναι πολύ πιθανό αυτή τη στιγμή να βλέπουμε την εσωτερική διάλυση της Ευρώπης. Αυτό θα ήταν το τραγικό τέλος μιας μεγάλης ιδέας. Αλλά όχι με ευθύνη των προσφύγων. Θα οφείλεται στον εγωισμό και τη δειλία εκείνων που -έτυχε- να έχουν γεννηθεί σε χώρες με ειρήνη».
Tα μηνύματα της ΕΕ είναι σαφή, αλλά δεν επιλύουν ακόμη την πολιτική κρίση
Στη χρηματική βοήθεια των 700 εκατ. ευρώ που προανήγγειλε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για τη διαχείριση των νέων έκτακτων περιστάσεων στο πεδίο του προσφυγικού και τα μηνύματα αλληλεγγύης της ΕΕ προς την Ελλάδα αλλά και η στάση που πρέπει να τηρηθεί έναντι της Τουρκίας αναφέρονται εκτενή ρεπορτάζ στον γερμανικό Τύπο. Η Handelsblatt σε εκτενές ρεπορτάζ της αναφέρει: «Η ΕΕ επιδεικνύει αλληλεγγύη προς την Ελλάδα για την προσφυγική κρίση. Η προστασία των εξωτερικών συνόρων θα μπορούσε να θέσει τις βάσεις για μια νέα κοινή πολιτική ασύλου». Όπως παρατηρεί η οικονομική εφημερίδα, «τα μηνύματα των κορυφαίων πολιτικών της ΕΕ είναι σαφή. Αλλά δεν επιλύουν ακόμη την πολιτική κρίση. Από τότε που ο Ερντογάν άνοιξε τα σύνορα, μετά την αεροπορική επίθεση που προκάλεσε τον θάνατο Τούρκων στρατιωτών στη βόρεια Συρία, οι διπλωματικές τηλεφωνικές γραμμές πήραν φωτιά».
Διεργασίες στις Βρυξέλλες για μια νέα πολιτική ασύλου
Η εφημερίδα αναφέρεται στις αλλεπάλληλες επαφές της καγκελαρίου Μέρκελ, όπως και των Ευρωπαίων αξιωματούχων, και εστιάζει στη συνέχεια στις Βρυξέλλες. Εκεί «υποθέτουν ότι ο Τούρκος πρόεδρος ενδιαφέρεται για περαιτέρω στήριξη. Οι Ευρωπαίοι θα μπορούσαν να εμπλακούν σε κάτι τέτοιο. Σύμφωνα με διπλωμάτη, υπήρχε από τα κράτη-μέλη βούληση για “βασική στήριξη” της Τουρκίας ως προς τη συνέχιση της χρηματικής βοήθειας προσφύγων από τη Συρία που βρίσκονται στη χώρα. Ωστόσο αυτή η βοήθεια θα έπρεπε να είναι σημαντικά χαμηλότερη από τα 6 δισ. ευρώ που είχε υποσχεθεί η ΕΕ το 2016 (…) Εντούτοις όλα τα κράτη-μέλη δεν συμφωνούν αν είναι τώρα η κατάλληλη στιγμή να προσεγγίσουν τον Ερντογάν. Πολλές κυβερνήσεις βλέπουν ως απόπειρα εκβιασμού το άνοιγμα των συνόρων». Αναφορικά με τη στάση της Μέρκελ η Handelsblatt παρατηρεί ότι η ίδια θεωρεί «εντελώς απαράδεκτo όλο αυτό που γίνεται στις πλάτες των προσφύγων», αλλά επίσης δείχνει «προθυμία και κατανόηση για τις ανησυχίες της Τουρκίας (…) H στήριξη της Τουρκίας είναι προς το συμφέρον της Ευρώπης, εκτιμά η Μέρκελ και η καγκελάριος είχε χρησιμοποιήσει ήδη το ίδιο επιχείρημα τον Μάρτιο του 2016, όταν υπεγράφη η συμφωνία με την Άγκυρα».
Όπως σημειώνει σε άλλο σημείο η Handelsblatt, συγχρόνως «η ΕΕ πρέπει να μεταρρυθμίσει την πολιτική ασύλου της – κάτι που εδώ και χρόνια αποτυγχάνει λόγω της αντίστασης ορισμένων χωρών». Στη σύνοδο των υπ. Εσωτερικών της ΕΕ την Τετάρτη εκτός από την υποστήριξη της Ελλάδας για την προστασία των χερσαίων και θαλάσσιων συνόρων μπορεί να αποτελέσουν θέμα και κάποια «συμπεράσματα» για την πολιτική ασύλου. «Σύμφωνα με κύκλους της ΕΕ οι αρμόδιοι θα πρέπει να βασίσουν τις νέες προτάσεις σε τρεις πυλώνες: στην αυστηρή προστασία των ευρωπαϊκών εξωτερικών συνόρων, τον (προ)έλεγχο των αιτήσεων ασύλου ήδη στα σύνορα και την κατανομή των ατόμων που χρήζουν προστασίας μεταξύ των κρατών-μελών που είναι πρόθυμα να τα δεχθούν. Υψηλόβαθμα στελέχη της ΕΕ βλέπουν την τρέχουσα επείγουσα κατάσταση στα ελληνικά σύνορα ως ένα τεστ: εάν τα σύνορα προστατευθούν, τότε οι κυβερνήσεις δεν θα μπορούν να αρνηθούν και τα άλλα δύο σημεία».
«Να μην εκβιαστεί η ΕΕ»
Σε σχόλιό της η Frankfurter Allgemeine Zeitung εκτιμά αναφορικά με την ευρωπαϊκή κινητοποίηση για την προστασία των ελληνικών συνόρων αλλά και τις νέες πιέσεις του Ερντογάν: «Η αποτελεσματική προστασία των εξωτερικών συνόρων της Ευρώπης αποτελεί την προϋπόθεση για όλα τα άλλα – η Ευρώπη δεν πρέπει να επιτρέψει στον Ερντογάν να υπαγορεύει τις πολιτικές της. Ωστόσο όσο διαρκεί η πολιορκία, τόσο πιο δύσκολη γίνεται η κατάσταση. Και όταν ο καιρός ανοίξει στο Αιγαίο θα ανακύψουν νέες προκλήσεις (…)». Όπως παρατηρεί το σχόλιο «ο Ερντογάν ζητά από την Ευρώπη να στηρίξει πολιτικά και οικονομικά την επέμβασή του στη Συρία». Αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει λόγω του κουρδικού ζητήματος, σημειώνει ο σχολιογράφος, αντιπροτείνοντας: «Ωστόσο η ΕΕ θα μπορούσε να κάνει άλλη μια προσφορά στην Άγκυρα. Η συμφωνία του 2016 προέβλεπε ότι για κάθε παράτυπο μετανάστη που η Ελλάδα θα επαναπροωθούσε στην Τουρκία, η ΕΕ θα δεχόταν από την Τουρκία έναν νόμιμο. Η Ελλάδα έστειλε στην Τουρκία 2000 άτομα, ενώ οι χώρες της ΕΕ ανέλαβαν 26.000 ευάλωτους πρόσφυγες από την Τουρκία. Και οι δύο αυτοί αριθμοί δεν είναι σπουδαίοι μπροστά στα 4 εκατ. μεταναστών που ζουν σήμερα στην Τουρκία. Τα κράτη-μέλη θα μπορούσαν να υποσχεθούν στην Άγκυρα σημαντικά μεγαλύτερη ποσόστωση. Κι αυτό σε εθελοντική βάση και χωρίς να απαιτείται υποχρεωτικός μηχανισμός κατανομής. Ωστόσο κάτι τέτοιο θα μπορούσε να τεθεί μόνο όταν ο Ερντογάν επέστρεφε σε μια εποικοδομητική στάση».
Οι υποσχέσεις και η ευθύνη της Γερμανίας
Στη Γερμανία και την ευθύνη που έχει αναλάβει στο πεδίο του προσφυγικού ήδη από το 2015, χρονιά που περιγράφεται ως «εφιαλτική» από όλα τα κόμματα της γερμανικής πολιτικής σκηνής, εστιάζει σχόλιο της Süddeutsche Zeitung σημειώνοντας: «(…) Η γερμανική κυβέρνηση θα πρέπει να ασχοληθεί με τις πολλές προσδοκίες που ξύπνησε χωρίς να ανταποκριθεί. 9589 πρόσφυγες από τη Συρία δέχθηκε η Γερμανία από το 2016, στο πλαίσιο της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας. Η συμφωνία προέβλεπε το διπλάσιο. Οι Γερμανοί υποσχέθηκαν σε Ιταλούς και Έλληνες πριν από 5 χρόνια να δεχθούν 27.000 πρόσφυγες που δικαιούνται διεθνούς προστασίας. Αυτό συνέβη σε λιγότερο από το ήμισυ. Τα κριτήρια δεν πληρούνται, ήταν το επιχείρημα του Βερολίνου (…) 140 γερμανικοί δήμοι δήλωσαν πρόθυμοι να δεχθούν επιπλέον πρόσφυγες. Για πάνω από έξι μήνες παρακολουθούν τον Ζέεχοφερ να βαυκαλίζεται. Δεν υπάρχει πια δικαιολογία. Όποιος εξακολουθεί να διστάζει, αφήνει τον φόβο να κυριεύει την Ευρώπη – και τις δεξιές πολιτοφυλακές να ρυθμίζουν τα μεταναστευτικά θέματα. Ναι, η Γερμανία βοήθησε περισσότερο από άλλους. Αλλά η πλουσιότερη χώρα στην Ευρώπη μπορεί να κάνει ακόμη περισσότερα».
Tι ζητούν οι Αφγανοί στα ελληνοτουρκικά σύνορα;
Eδώ και μέρες πρόσφυγες προσπαθούν να περάσουν τα ελληνοτουρκικά σύνορα για να φτάσουν στην Ευρώπη. Μεταξύ αυτών πολλοί Αφγανοί, που εδώ και χρόνια περιμένουν αυτή την ευκαιρία. Γιατί όμως έρχονται Αφγανοί;
Η DW παρουσιάζει μέσα από ένα αναλυτικό δημοσίευμα τη διαδρομή αυτών των ανθρώπων και τους λόγους που εγκαταλείπουν τη χώρα τους για να φτάσουν στην Ευρώπη. Διαβάστε το άρθρο της DW που έχει τίτλο «Tι ζητούν οι Αφγανοί στα ελληνοτουρκικά σύνορα;».
«Ένα βίντεο στο Twitter δείχνει την εξής σκηνή», ξεκινάει το άρθρο της η εφημερίδα. Και συνεχίζει: «Άνδρας τραβά ένα μικρό κοριτσάκι άσκοπα δεξιά κι αριστερά. Πίσω του υπάρχει καπνός. Ένας άλλος άνδρας μιλά στα Ντάρι, μια από τις δύο βασικές γλώσσες του Αφγανιστάν. “Χτυπήστε το στην πλάτη!”. To παιδί πιθανώς δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Παραδίπλα μια γυναίκα φώναζε. Αυτό το βίντεο κι άλλα παρόμοια κυκλοφορούν αυτές τις μέρες στο διαδίκτυο, δίνοντας την εικόνα από την πλευρά των προσφύγων. Την ίδια ώρα, σύμφωνα με τον ΟΗΕ, περίπου 13.000 πρόσφυγες βρίσκονται στην τουρκική πλευρά, στα σύνορα με την Ελλάδα. Από τότε που ο Ταγίπ Ερντογάν ανακοίνωσε το άνοιγμα των συνόρων, ολοένα περισσότεροι πρόσφυγες προσπαθούν να φτάσουν στην Ευρώπη. Στην περιοχή δεν έχουν φτάσει μόνο πρόσφυγες από τη Συρία αλλά και Αφγανοί, πολλοί από τους οποίους περιμένουν εδώ και χρόνια να φύγουν από την Τουρκία. Για άλλη μια φορά βρίσκονται σε αδιέξοδο».
Απελπιστική κατάσταση
«Πρόκειται για μια ανθρωπιστική καταστροφή» είπε στην DW ο Μοχάμαντ Χουσαΐν Μοχαμάντι. Ο νεαρός Αφγανός βρίσκεται στην Αδριανούπολη, κοντά στα ελληνοτουρκικά σύνορα. «Έμαθα τουρκικά και εδώ και οκτώ μήνες ψάχνω δουλειά. Αλλά δεν υπάρχουν δουλειές για Αφγανούς. Αναγκάζομαι να πάω στην ΕΕ για να επιβιώσω» αναφέρει. Οι ελληνικές αρχές εμπόδισαν τον Μοχάμαντ να περάσει τα σύνορα. Ο ίδιος και κάποιοι άλλοι τραυματίστηκαν. Τώρα έχει επιστρέψει στην Τουρκία και δεν ξέρει τι θα κάνει. Όπως λέει, όταν ένας φίλος του επέστρεψε στο σπίτι, στο οποίο διέμενε στην Τουρκία, συνειδητοποίησε ότι οι τουρκικές αρχές έχουν πάρει τα κλειδιά. Οι πρόσφυγες στην Τουρκία δεν είναι πλέον ευπρόσδεκτοι.
Στα ελληνoτουρκικά σύνορα στην πιο δύσκολη θέση βρίσκονται γυναίκες με παιδιά. Όπως η Μαρζία, η οποία μαζί με τα παιδιά της και άλλους περιμένουν σε ένα βενζινάδικο στην Αδριανούπολη. Ο σύζυγός της βρίσκεται ήδη στη Φινλανδία και η ίδια προσπαθεί να πάει εκεί μέσω της οικογενειακής επανένωσης. Με τη βοήθεια δικηγόρου προσπάθησε πολλές φορές να υποβάλει αίτηση. Χωρίς επιτυχία. «Δεν έχω άλλα χρήματα ούτε άλλη δύναμη» ανέφερε στην DW. «Ο γιος μου έχει ψυχολογικά προβλήματα, τα άλλα παιδιά παθαίνουν κρίσεις πανικού. Και καλύτερα να μην αναφερθώ στον εαυτό μου» λέει χαρακτηριστικά, υπογραμμίζοντας πως αισθάνεται παγιδευμένη. Μια άλλη νεαρή Αφγανή, η Φαριχά, διερωτάται: «Τι είναι όλα αυτά που συμβαίνουν στην ΕΕ; Πού είναι τα δικαιώματα των γυναικών, τα οποία διακηρύσσουν; Θέλουμε να περάσουμε με τη νόμιμη οδό. Αλλά πώς;» Η Φαριχά έχει προσπαθήσει να κάνει τα πάντα διά της νομίμου οδού στην Τουρκία και έχει υποβάλει αίτηση ασύλου. «Βάζουν συνεχώς νέα εμπόδια στον δρόμο μας. Δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να ζούμε μέσα στη δυστυχία και να προσπαθούμε συνεχώς να ξεφύγουμε. Πιστεύετε θέλω να ζουν τα παιδιά μου μέσα στη βρομιά και το κρύο;» λέει η Φαριχά στη DW.
Γιατί οι Αφγανοί εγκαταλείπουν τη χώρα τους;
Δεκαοκτώ χρόνια μετά την ανατροπή του καθεστώτος των Ταλιμπάν από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους, το Αφγανιστάν δεν έχει γίνει πιο ασφαλής χώρα για την πλειονότητα των κατοίκων του. Η νέα ειρηνευτική συμφωνία μεταξύ των Ταλιμπάν και των ΗΠΑ εγγυάται μόνο ότι οι Ταλιμπάν δεν θα επιτεθούν σε αμερικανικές βάσεις και στις αμερικανικές δυνάμεις ασφαλείας. Αλλά η ειρηνευτική διαδικασία με την αφγανική κυβέρνηση βρίσκεται ακόμη στην αρχή. Μπορεί να χρειαστούν μήνες ή χρόνια. «Εκτός από την επικίνδυνη κατάσταση που επικρατεί αναφορικά με την ασφάλεια των πολιτών, πολλοί υφίστανται ακόμη προσωπικές διώξεις για πολλούς λόγους, κυρίως από τους Ταλιμπάν» ανέφερε στην DW η Μπελίντα Μπαρτολούτσι, διευθύντρια του Τομέα Δικαίου της ανθρωπιστικής οργάνωσης ProAsyl, συμπληρώνοντας: «Πολύ λίγοι έχουν την ευκαιρία να βρουν στο Αφγανιστάν ένα ασφαλές μέρος και γι΄ αυτό εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι καταφεύγουν κυρίως στις γειτονικές χώρες: το Ιράν και το Πακιστάν». Ένα μικρό ποσοστό καταφέρνει να πάρει τη μακρά και επικίνδυνη οδό προς την Κεντρική Ευρώπη, η οποία διέρχεται κατά κύριο λόγο μέσω της Τουρκίας και της Ελλάδας».
Σύμφωνα με έρευνα του 2019, η πλειοψηφία των ερωτηθέντων δήλωσε ότι επιθυμούσε να εγκαταλείψει τη χώρα λόγω της έλλειψης ασφάλειας στο Αφγανιστάν. Άλλοι λόγοι, όπως η ανεργία και οι κακές συνθήκες διαβίωσης λόγω της κακής διακυβέρνησης, έρχονται στη δεύτερη και τρίτη θέση.
*Τα ονόματα των γυναικών που μιλούν στο ρεπορτάζ έχουν αλλάξει για λόγους ασφάλειας.
Πηγή: DW