ΙΣΤΟΡΙΑ

Η Ελληνική Αποκριά και τα Αρχαία Διονύσια

γράφει ο Χαϊδαριώτης ΑΝΔΡΕΑΣ Γ. ΑΝΔΡΕΑΔΗΣ
επ. Δικηγόρος Αθηνών

Η ιστορική πραγματικότητα ανάμεσα στη σημερινή και την αρχέγονη κοινωνία των ανθρώπων διδάσκει ότι, παρά την υπάρχουσα διαφορά στην μορφή, τη σύνθεση του πολιτισμού των λαών και των κρατών του παρόντος και του παρελθόντος, η ανθρώπινη φύση παραμένει αμετάβλητη στην αναγκαία επιδίωξη της ικανοποίησης των καθημερινών ζωτικών της προβλημάτων. Μεταβολές βέβαια, παρατηρούνται ως προς την μέθοδο και τον τρόπο της ενέργειας του ανθρώπου, λόγω της τεχνικής προόδου, αλλά το άμεσο ενδιαφέρον του, οι συνήθειες και η επιβίωσή του περιστρέφονται πάντοτε σε κοινούς τόπους.

Παρά την τεχνολογική και πολιτιστική εξέλιξη, παρά τις πολύπλευρες επιστημονικές αναζητήσεις της σημερινής εποχής ο άνθρωπος αισθάνεται πάντοτε την ανάγκη της περιοδικής ψυχαγωγίας του, την ανάγκη η οποία έρχεται σαν αντιστάθμισμα του καθημερινού κόπου από τη σωματική ή πνευματική του εργασία. Η τάση αυτή της αναψυχής του συνυφασμένη οπωσδήποτε με την επιβίωσή έρχεται σε μια ορισμένη ώρα της ζωής, είτε σαν αποκλειστική επιδίωξη, είτε με την ευκαιρία κάποιου άλλου γεγονότος και εκδηλώνεται σαν ένα φυσικό, κοινωνικό φαινόμενο που γίνεται σε όλους αποδεκτό γιατί προξενεί ευχάριστες συγκινήσεις και συναισθήματα. Για το λόγο αυτό η φυσική αυτή ροπή και συνήθεια του ανθρώπου να δημιουργεί ή να συμμετέχει σε γιορτές ή σε άλλα ευχάριστα θεάματα στην πορεία της ζωής του φαίνεται σταθερή και βασικά αναλλοίωτη.

Μια τέτοια κοινωνική συνήθεια και πανηγυρική εκδήλωση χαράς αποδεικνύεται και η ελληνική αποκριά, που σαν έθιμο επέζησε μέχρι σήμερα στην ίδια περίπου μορφή και ουσία από την αρχική του εμφάνιση είτε στην αρχαϊκή ελληνική κοινωνία, είτε στην ανεπτυγμένη χριστιανική βυζαντινή εποχή, δείχνοντας έτσι την ακατάλυτη έφεση και τάση των ανθρώπων κάθε κοινωνικής τάξεως για διασκέδαση και για κάθε είδους κοσμική απόλαυση, είτε με τον χορό, είτε με τα τερπνά θεάματα.

Η ελληνική αρχαιότητα έχει να παρουσιάσει ποικιλία τέτοιων εκδηλώσεων, ανάλογων με της σημερινής εποχής αλλά και οι γιορτές εκείνες χαρακτηρίζονται από την άκρατη θρησκοληπτική επίδραση κάτω από την οποία γίνεται η τελετή, πολλές φορές συγχεόμενη με δεισιδαιμονικές ιδέες κατά την εκτέλεσή της. Υπήρχαν βέβαια και άλλα πολλά είδη ψυχαγωγίας, όπως το θέατρο, οι αγώνες, τα στάδια και άλλες πανηγυρικές συγκεντρώσεις, αλλά και σε όλα αυτά εδέσποζε το κυρίαρχο θρησκευτικό συναίσθημα από το οποίο ξεκινούσαν ή κατέληγαν στην καθολική του έξαρση, ένα συνηθισμένο φαινόμενο στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Έπειτα και πολλά κοινωνικά και φιλοσοφικά θέματα στην αρχαιότητα αποτελούσαν ζωηρό αντικείμενο σύσκεψης, έρευνας και συζήτησης μέσα σε μια ατμόσφαιρα ευωχίας προηγούμενης ή και ανάλογης με τη διάρκεια συζήτησης.

Η αποκριάτικη συνήθεια με τις μεταμφιέσεις (καρναβάλια), τον χορό και τα τραγούδια, όπως διατηρήθηκε μέχρι σήμερα, παρουσιάζεται ήδη από τον 13 μ.Χ αιώνα, συνδυάστηκε δε με την τελευταία εβδομάδα και ημέρα της κρεατοφαγίας Κυριακή, όπου κορυφώνεται η γιορτή επειδή από την επόμενη ημέρα (Καθαρά Δευτέρα) και μέχρι το Πάσχα αρχίζει η προοδευτική νηστεία (από-κρεω) πλην όμως παρόμοιες γιορταστικές εκδηλώσεις (καρνάβαλοι) παρουσιάζοντο και κατά το Δωδεκαήμερο του Ιανουαρίου, με τον εορτασμό του νέου χρόνου, τα λεγόμενα Κάλαντα. Η γιορτή της αποκριάς συνδέεται στενά με την τελετή των αρχαίων Διονυσιακών εορτών, οι οποίες ετελούντο κάθε χρόνο σε ολόκληρη την αρχαία Ελλάδα, τόσο την ηπειρωτική, όσο και τη νησιωτική, σαν θυσία στον ίδιο τον Θεό της βλάστησης, τον Διόνυσο. 

Πατρίδα και τόπος τέλεσης των αφιερωμένων στο θεό Διόνυσο εορτών θεωρείται η περιοχή της Αττικής, όπου ιδιαιτέρως ελατρεύετο ο Διόνυσος, ο θεός της αμπέλου και του κρασιού, σε μια πανηγυρική, παναθηναϊκή γιορτή. Οι γιορτές αυτές χωρίζονταν στα μικρά και τα μεγάλα Διονύσια, από αυτές τα μικρά Διονύσια είχαν αγροτικό χαρακτήρα, ενώ τα μεγάλα Διονύσια με τον ίδιο χαρακτήρα, είχαν διαιρεθεί στα Ανθεστήρια, τα Λήναια και τα κυρίως μεγάλα Διονύσια.

Τα Ανθεστήρια αποτέλεσαν την κυρίως οικογενειακή εορτή, τα Λήναια ετελούντο κάτω από το ιερό του Διονύσου το Λήναιο, ενώ τα μεγάλα Διονύσια αποτέλεσαν την πιο πανηγυρική και επιβλητική εύθυμη τελετή.

Αρχή και τέλος της γιορτής των Διονυσίων ήταν η θρησκευτική τελετουργία χάριν του θεού της Ευθυμίας και στο σημείο αυτό είναι δυνατόν να παραλληλίσουμε και να αναγνωρίσουμε τη σχετική ομοιομορφία της αρχαίας διονυσιακής λατρείας με τη γιορτή των απόκρεω σε σχέση με το σκοπό και των δύο αυτών κοινωνικών εκδηλώσεων και λαϊκών συνηθειών. Αν η θυσία στο θεό Διόνυσο είχε χρονική σύμπτωση με την έξαλλη διθυραμβική τελετή και ατμόσφαιρα, αυτό το γεγονός δεν συνιστά ειδοποιό διαφορά από τις συνήθειες των απόκρεω, διότι η εκπλήρωση του θρησκευτικού καθήκοντος των Χριστιανών, δηλαδή της νηστείας και της προσευχής, έρχεται αμέσως μετά την περίοδο των απόκρεω, τότε που η ευθυμία και ο χορός των μεταμφιεσμένων τελειώνει.

Ο σύνδεσμος μεταξύ του μακρινού παρελθόντος και του παρόντος στο σημείο αυτό εξηγείται, όπως αναφέραμε σαν φυσική συνέπεια της ίδιας τάσης του ανθρώπου για επανάληψη, στη διαδρομή του χρόνου, των κοινωνικών εκείνων εκδηλώσεων και συνηθειών οι οποίες αποβλέπουν γενικά στην θεραπεία της κοινής ανάγκης των ανθρώπων.

Η ελληνική αποκριά κατά τον τρόπο της τελετουργίας της, παρουσιάζει πολλά κοινά με την αρχαία διονυσιακή λατρεία, αν όχι κατά τη σειρά, τον χρόνο και τον τρόπο τέλεσης, οπωσδήποτε κατά το κύριο περιεχόμενο και τον σκοπό της.

Αν η μορφή και το τυπικό των διονυσιακών τελετών περιελάμβανε πολλές και διάφορες πράξεις όπως την πομπή, το διθυραμβικό αγώνα, τον κώμο κλπ., εκείνο που εδέσποζε στα αρχαία Διονύσια ήταν ταυτόσημο και όμοιο με την μορφή και το πνεύμα που κυριαρχούσε στις εορτές της αποκριάς, δηλαδή τον χορό (όρχηση), την ευθυμία, τον λυρισμό, την ευωχία και λήθη των προβλημάτων της ζωής. Αυτά ακριβώς τα στοιχεία, ο ίδιος τόνος και τα ίδια αισθήματα συνθέτουν και μέχρι και σήμερα την εικόνα των απόκρεω τόσο στην ύπαιθρο, όσο και στην πόλη.

Στα αρχαία Διονύσια, όπως διαπιστώνεται από ιστορικές πηγές ελάμβανε χώρα η τελετή της πομπής, ανάλογη προς την εορτή των Παναθηναίων, κατά την οποία κάτω από τον ήχο του αυλού, της λύρας και της σύριγγος, άνδρες μεταμφιεσμένοι σε Σατύρους γύρω από τους βωμούς του θεού, όπου στεκόταν η πομπή, χόρευαν διάφορους διθυραμβικούς χορούς. Έπειτα με ανάλογους ύμνους και τραγούδια γινόταν η θυσία των ζώων στο βωμό η οποία κατέληγε σ’ ένα εύθυμο γλέντι και συμπόσιο, ενώ πάρα πολύς κόσμος μέσα στη διθυραμβική έκσταση πήγαινε να παρακολουθήσει τη νίκη των διαγωνιζομένων ποιητών στο θέατρο.

Σήμερα κατά τις εορτές των απόκρεω και του καρνάβαλου, όπως αυτές τελούνται από πατροπαράδοτη συνήθεια στην Πελοπόννησο, την Θεσσαλία, την Μακεδονία και άλλες περιοχές της Ελλάδος, επικρατεί αντίστοιχα με τις Διονυσιακές τελετές και με μικρές μόνο παραλλαγές το κοινό χαρακτηριστικό τους γνώρισμα: Η περισσή ευθυμία, τα τραγούδια, η σάτιρα, ο χορός, τα συμπόσια και οι μεταμφιέσεις (καρναβάλια) της ελληνικής αποκριάς δεν υστερούν καθόλου από την λαμπρή και ευχάριστη εικόνα των αρχαίων διονυσιακών εορτών στις οποίες, όπως και τις μέρες της αποκριάς, είναι διάχυτο το πνεύμα της ευθυμίας στους ακόλουθους της βακχικής τελετής. Η συνεχής οινοποσία, η ανεκτή αθυροστομία στις εκφράσεις του αποκριάτικου κύκλου, οι μεταμφιεσμένοι σε Σάτυρους και Σειληνούς, μας μεταφέρουν ζωντανή την εικόνα της περιγραφής των άλλοτε οργιαστικών τελετών στη διάρκεια των διονυσιακών εορτών.

Ανάλογο φαινόμενο διονυσιακής ευθυμίας και τελετής παρατηρείται στο Βυζάντιο κατά την είσοδο του νέου έτους, όταν νέοι και γέροι, άνδρες και γυναίκες μεταμφιεσμένοι τραγουδώντας και σατυρίζοντας έβγαιναν στους δρόμους για να υποδεχθούν το νέο χρόνο, ενώ γιορτάζοντας τα Κάλαντα έπιναν και μεθούσαν όπως βεβαιώνει ο Χρυσόστομος «γυναίκες και άνδρες φιάλας και ποτήρια πληρώσαντες μετά πολλής της ασωτίας τον άκρατον έπινον»

Ιδιαίτερα στην περιοχή του Πόντου την παραμονή της πρωτοχρονιάς μεταμφιεσμένοι πολλοί υποδεχόντουσαν τον νέο χρόνο και πανηγυρίζοντας μέχρι την έβδομη μέρα του Καλλαντάρι μήνα πίστευαν, ότι ευχάριστα θα περάσουν και όλη την χρονιά γι’ αυτό και συμμετείχαν πανηγυρικά στην τελετή «πομπήν δαιμόνων και καταγέλαστον κωμωδίαν» κατά τον Χρυσόστομο, ενώ μεταγενέστερα «το ποντιακό καρναβάλ» των απόκρεω διατηρήθηκε σαν έθιμο με τη σημερινή του μορφή (μομώγεροι) το εύθυμο και σατυρικό στοιχείο, αλλά πολλές φορές συνέβαινε οι μεταμφιεσμένοι, νέοι κατά το πλείστον, να αναζητήσουν με την ευκαιρία της γιορτής «την νύφεν», τη σύντροφο της ζωής τους, περιφερόμενοι σε σπίτια των υποψηφίων.

Παρόμοιο σχεδόν έθιμο επικρατούσε και κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους με τη διαφορά πως ο εορτασμός γινόταν την πρώτη του Μάρτη, που θεωρείτο σαν πρώτη ημέρα του έτους, κατά την οποία, ως λέγει ο Νύσσης Γρηγόριος «επιδείκνυσθαι την εγκειμένην ταις ψυχαίς διάθεσιν…» ενώ ο Θ. Βαλσαμών «εγίνοντο ορχήσεις απρεπείς παρά τε γυναίων και ανδρών» δηλαδή κάτι ανάλογο με τη διονυσιακή και αποκριάτικη εορτή των Ελλήνων.

Αλλά η συνέχεια και καταγωγή της αποκριάς από τις διονυσιακές εορτές πρέπει να αναζητηθεί και στη δύναμη της παράδοσης, η οποία, ως γνωστόν, διέσωσε κατά τη μακραίωνη ιστορική και κοινωνική ζωή του ελληνισμού ανάμεσα σε πολλαπλούς κινδύνους και περιπέτειες, καθαρή και αναλλοίωτη την εθνική μας συνείδηση και άπειρα πολιτιστικά στοιχεία πολύ αξιόλογα για τη ζωή του έθνους, τόσο κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής «κατοχής» αλλά πολύ περισσότερο κατά την οθωμανική δουλεία. Αυτή τη δύναμη επιμαρτυρεί και ο μεγάλος ιστοριοδίφης Σάθας, ο οποίος συμφωνεί με την καταγωγή των συνηθειών της αποκριάς, λέει ότι παλαιότερα κατά τη βυζαντινή περίοδο, παρά την αντίθεση της εκκλησίας σε τέτοιες πανηγυρικές εκδηλώσεις των Χριστιανών τις οποίες  η εκκλησία χαρακτήρισε σαν εθνικές εορτές των αρχαίων, ο λαός δεν ήταν εύκολο να αποβάλει τη συνήθεια και γι’ αυτό στη δίωξη της εκκλησίας «επέδειξε ου μόνον επιμονήν αλλά και ευφυίαν» έτσι ώστε αλλάζοντας κάθε φορά την ονομασία της εορτής λ.χ. από Συμπόσια σε Αγάπες κτλ. να μεταφέρει το έθιμο μέχρι των ημερών μας υπό το όνομα απόκρεω ή απόκριες.

Τέλος, παρά τη θρησκευτική τους αφετηρία, τόσο οι Διονυσιακές γιορτές, όσο και οι αποκριές, υπηρετούν κατ’ ουσίαν τον ίδιο σκοπό και την ίδια ανθρώπινη φυσική ανάγκη, την περιοδική δηλαδή στροφή του ανθρώπου στην τέρψη και την ψυχαγωγία του, την εκδίωξη της λύπης και την αναζήτηση της χαράς, που την απαντάμε τις λιγοστές ώρες της ζωής μας μακριά από τις καθημερινές ασχολίες και το άγχος της επιβίωσης.

Αυτό ακριβώς σημειώνει, αναγνωρίζοντας την ανάγκη της καταφυγής των ανθρώπων στο φάρμακο της λήθης, σε ανάλογες περιστάσεις, ο μεγάλος τραγικός μας ποιητής Ευριπίδης στο ομώνυμο έργο του Βάκχαι λέγοντας: «…  Ο Σεμέλης γόνος Βότρυος υγρόν πωμ ηύρε και εισενέγκατο θνητοίς, ο παύει τους ταλαίπωρους βροτούς λύπης, όταν πλησθώσιν αμπέλου ροής, ύπνον τε λήθην των καθ’ ημέραν κακών δίδωσιν, ουδ’ έσται άλλο φάρμακον πόνων..» (Στ. 278-288)

Ο Διόνυσος βρήκε το κρασί αυτό που την λύπη των ταλαίπωρων ανθρώπων θεραπεύει, όταν από το πιοτό του αμπελιού του χορτάσουν και ύπνο και λησμονιά φέρνει σ’ αυτούς από τα καθημερινά βάσανα και άλλο φάρμακο απ’ αυτό δεν υπάρχει.

Αλλά περισσότερο παραστατικά και αληθινά δίνει το πνεύμα της διονυσιακής εορτής το επόμενο χορικό λέγοντας: «..Ος ταδ’ έχει, θιασεύειν τε χοροίς μετ΄ αυλού γελάσαι αποπαύσαι τε μερίμνας, οπόταν βότρυος έλθη γάνος εν δαιτί θεών, κισσοφόροις δ’ εν θαλίαιας ανδράσι κρατήρ ύπνον αμφιβάλλη…» (Στ. 379-385).

Ο Διόνυσος είναι ο θεός των τέρψεων που βασιλεύει στα γλέντια μέσα στα στεφάνια των λουλουδιών και εμψυχώνει τους χαρούμενους χορούς με τους ήχους της φλογέρας του, αυτός προκαλεί τα τρελά γέλια και διώχνει τις μαύρες σκέψεις. Το νέκταρ του μεγαλώνει την θεϊκή ευδαιμονία και οι θνητοί βρίσκουν, μέσα στο γελαστό του κύπελλο, τον ύπνο και τη λήθη.

Τα αρχαία Διονύσια λοιπόν με το διθυραμβικό τους κύκλο ξαναζούν στο πέρασμα των αιώνων στην κύρια τους πατρίδα για να μας μεταφέρουν, με τις αντίστοιχες σημερινές συνήθειες των αποκριάτικων εορτών, το πολυπόθητο πνεύμα της χαράς και ευθυμίας, ένα αναγκαίο κοινωνικό φαινόμενο στην εναλλαγή της ζωής μας.

Παρόμοια Άρθρα

Εγγραφή
Notify of
guest
0 Comments
Παλαιότερα
Νεότερα Δημοφιλέστερα
Inline Feedbacks
Δείτε όλα τα σχόλια
Back to top button
0
Πάρτε μέρος στη συζήτηση!x