Ελλάδα: Η κυκλική οικονομία σε εμβρυακό στάδιο – Χαμένες ευκαιρίες
Η κυκλική οικονομία και οι εφαρμογές της σε διάφορους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, αποτελεί το αντικείμενο μελέτης της Alpha Bank. Η Μεσόγειος και η Ελλάδα αναγνωρίζονται διεθνώς ως περιοχές “hot spot”, δηλαδή περιοχές πιο ευάλωτες στην κλιματική αλλαγή.
Η κυκλική οικονομία και οι εφαρμογές της σε διάφορους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, αποτελεί το αντικείμενο της νέας μελέτης της σειράς Sectors in focus της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank.
Στη μελέτη δίνονται οι ορισμοί της κυκλικής οικονομίας, παρουσιάζονται οι διάφορες πτυχές της, αντιπαρατίθεται προς το υπόδειγμα της αμιγώς γραμμικής οικονομίας. Εστιάζει δε, στους λόγους για τους οποίους κρίνεται απαραίτητη η παραγωγική σύνθεση των δύο μοντέλων στο άμεσο μέλλον με τρόπο βιώσιμο για το περιβάλλον, την ανθρώπινη υγεία και την οικονομία. Παρατίθενται επίσης ποικίλα παραδείγματα διαφόρων κλάδων -ή και προϊόντων- της οικονομίας στους οποίους οι αρχές της κυκλικής οικονομίας βρίσκουν εφαρμογή και αναλύεται εκτενώς το ευρωπαϊκό και ελληνικό θεσμικό πλαίσιο που στηρίζει τη μετάβαση από το ένα υπόδειγμα στο άλλο.
Η Μεσόγειος και η Ελλάδα αναγνωρίζονται διεθνώς ως περιοχές “hot spot”, δηλαδή περιοχές πιο ευάλωτες στην κλιματική αλλαγή. Στην περιοχή της Μεσογείου, οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, όπως οι μειωμένες βροχοπτώσεις και η παρατεταμένη ξηρασία, σε συνδυασμό με τις αλλαγές χρήσης της γης, έχουν προκαλέσει αύξηση της συχνότητας, της σφοδρότητας και της έκτασης των δασικών πυρκαγιών. Το καλοκαίρι του 2021, το θερμότερο των τελευταίων 30 ετών στην Ελλάδα, ο αριθμός των δασικών πυρκαγιών αυξήθηκε κατά 43% σε σύγκριση με τον μέσο όρο της περιόδου 2008-2020, ενώ η ξηρασία του εδάφους έπαιξε σημαντικό ρόλο στην καταστροφική τους έκταση.
Όπως αναφέρεται, μεταξύ άλλων, η ευρεία χρήση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και η σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας είναι θεμελιώδους σημασίας για την διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής του κυκλικού οικονομικού υποδείγματος. Ως προς τη χρήση πλαστικών, τα τελευταία χρόνια πάνω από 8 εκατομμύρια τόνοι πλαστικού ετησίως καταλήγουν ως απορρίμματα στο θαλάσσιο περιβάλλον, αριθμός που αναμένεται να διπλασιαστεί έως το 2030 και να τετραπλασιαστεί έως το 2050. Στο πλαίσιο μιας κυκλικότερης οικονομίας, η βελτιστοποίηση των πόρων, η αποδοτικότητα των υλικών, η επαναχρησιμοποίησή τους, η αύξηση της ανακύκλωσης, αλλά και ο οικολογικός σχεδιασμός αποτελούν στρατηγικές μείωσης της κατανάλωσης όχι μόνο των πλαστικών, αλλά και μιας σειράς από άλλα προϊόντα που χρησιμοποιούν σημαντικές πρώτες ύλες και υλικά δυνητικά επικίνδυνα για το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία.
Όπως επισημαίνεται, τα μικρά ποσοστά ανακύκλωσης και ανάκτησης απορριμμάτων στην Ελλάδα υποδηλώνουν την περιορισμένη χρήση των αρχών της κυκλικής οικονομίας στην επεξεργασία των απορριμμάτων. Ενδεικτικό της κρισιμότητας της κατάστασης είναι ότι στην Ελλάδα, η διάθεση απορριμμάτων αντιπροσωπεύει το 85% της συνολικής διαχείρισής τους και η ανάκτηση, μέρος της οποίας είναι η ανακύκλωση, η επίχωση και η ανάκτηση ενέργειας, μόνο το 15%. Η ανακύκλωση, αν και έχει αυξηθεί μετά το 2016, αντιπροσωπεύει μόνο το 11% της επεξεργασίας απορριμμάτων, βρισκόμενη πολύ πίσω από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 (38%). Υπάρχουν άλλωστε ακόμη πάνω από 50 παράνομοι χώροι διάθεσης απορριμμάτων (χωματερές) που λειτουργούν στη χώρα, για τους οποίους και επιβάλλεται ετήσιο πρόστιμο από την ΕΕ. Τα απόβλητα που δημιουργούνται από τις οικονομικές δραστηριότητες κινούνται αναλογικά της οικονομικής δραστηριότητας, ενώ ανά τομέα, το μεγαλύτερο μέρος τους παράγεται από τα ορυχεία και τα λατομεία (56%), τη μεταποίηση (12%) και τα νοικοκυριά (10%). Η παραγωγή απορριμμάτων αναμένεται να αυξηθεί στην Ελλάδα μέχρι το 2030 σε διάφορους τομείς. Επιπρόσθετα, η Ελλάδα καταγράφει και τον μεγαλύτερο δείκτη σπατάλης τροφίμων (142 κιλά/κάτοικο) ανάμεσα σε 21 ευρωπαϊκές χώρες, με τα απορρίμματα τροφίμων να συνδέονται με το 5,3% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Οι πρακτικές της κυκλικής οικονομίας που εφαρμόζονται από το κράτος, τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές μπορούν να συμβάλουν καθοριστικά στον περιορισμό των δυσμενών περιβαλλοντικών αλλαγών, ενισχύοντας ταυτόχρονα την ταυτότητα της εταιρικής ευθύνης και τα κριτήρια ESG (περιβάλλον, κοινωνία και εταιρική διακυβέρνηση) των επιχειρήσεων. Από την πλευρά των επιχειρήσεων, τα περιβαλλοντικά ESG κριτήρια ευθυγραμμίζονται με διάφορους στόχους της κυκλικής οικονομίας, ενώ οι επιχειρήσεις που τα ενσωματώνουν στην επιχειρηματική τους στρατηγική αποδεικνύονται συχνά πιο ελκυστικές για τους επενδυτές, με καλύτερες οικονομικές επιδόσεις. Ως προς τις ρυθμιστικές αρχές, η ΕΕ καθοδηγεί τη μετάβαση σε μια κυκλική οικονομία μέσα από το Νέο Σχέδιο Δράσης για την Κυκλική Οικονομία και άλλους κανονισμούς, όπως εκείνους για τη διαχείριση των απορριμμάτων. Η Ελλάδα εισήγαγε πρόσφατα το Νέο Σχέδιο Δράσης για την Κυκλική Οικονομία 2021-2025, υιοθετώντας και άλλους σχετικούς κανονισμούς, όπως το Πρόγραμμα Life – Circular Economy, αλλά και πολιτικές για τον περιορισμό των αποβλήτων μέσα από το Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης Αποβλήτων. Σύμφωνα με το Σχέδιο Δράσης για την Κυκλική Οικονομία, η χρηματοδότηση της μετάβασης στην κυκλική οικονομία στην Ελλάδα θα προέλθει από συγχρηματοδοτούμενα ευρωπαϊκά προγράμματα όπως το ΕΣΠΑ 2021-2027 και το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης Ελλάδα 2.0, μέσα από τον άξονα για την πράσινη μετάβαση και την επίτευξη των κλιματικών στόχων.
Η κυκλική οικονομία συνδέεται με ποικίλα περιβαλλοντικά, οικονομικά και κοινωνικά οφέλη που προκύπτουν από την ευρύτερη εφαρμογή της, όπως η αύξηση της παραγωγής και της απασχόλησης, οι νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες που ενισχύουν τον ανταγωνισμό και την καινοτομία, η σημαντική εξοικονόμηση υλικών και πόρων, η βελτιωμένη παραγωγικότητα γης και η μακροπρόθεσμη ανθεκτικότητα της οικονομίας. Η κυκλική οικονομία έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο στην οικονομική ανάκαμψη μετά την πανδημία COVID-19, η οποία τόνισε τους κινδύνους που συνδέονται με τη γραμμική οικονομία, όπως η εξάρτηση από τις διευρυμένες διεθνείς, αντί για τις τοπικές αλυσίδες εφοδιασμού και η έντονη σύνδεση μεταξύ παραγωγής και εξόρυξης φυσικών πόρων.