Ο «κανονιέρης του ’40», αφανής ήρωας του ελληνοαλβανικού μετώπου, ταγματάρχης ορεινού πυροβολικού Δημήτριος Κωστάκης, έβαλε τη δική του σφραγίδα στο έπος του 1940 στα βουνά της Ηπείρου.
Η απαράμιλλη δράση του Πυροβολικού στη γραμμή άμυνας Καλπάκι – ύψωμα Γκραμπάλας
Το ιταλικό σχέδιο προέβλεπε σε πρώτη φάση του την αιφνιδιαστική κατάληψη της Ηπείρου και της Κέρκυρας. Στη συνέχεια κατάληψη της Δυτικής Μακεδονίας, προέλαση προς Θεσσαλονίκη – Αθήνα και εν τέλει κατάληψη όλης της χώρας. Ο υποστράτηγος Χαράλαμπος Κατσιμήτρος, Διοικητής της VIII Μεραρχία Πεζικού ήταν πεπεισμένος πώς στα στενά του Καλπακίου (Ελαίας) ήταν το ιδανικό σημείο ανακοπής της προέλασης των ιταλικών στρατευμάτων προς τα Ιωάννινα. Το έλος του ποταμού Καλαμά θα αποτελούσε ένα αξεπέραστο φυσικό εμπόδιο τόσο για τα ιταλικά τεθωρακισμένα όσο και για τις δυνάμεις πεζικού του εχθρού, σε συνδυασμό με τα πυρά του ελληνικού Πυροβολικού.
Οι σκέψεις του υποστράτηγου Χαράλαμπου Κατσιμήτρου έρχονταν σε αντίθεση με τις αρχικές διαταγές του Γενικού Επιτελείου Στρατού, το οποίο προτιμούσε γραμμή άμυνας στην Αμφιλοχία, αν και τελικά αυτό υποχώρησε και του άφησε ελευθερία πρωτοβουλιών. Ο Κατσιμήτρος προχώρησε από τον Απρίλιο του 1939 με λιγοστά μέσα και με την βοήθεια των κατοίκων των γύρω χωριών στην οργάνωση των αμυντικών έργων της τοποθεσίας. Έτσι η έκρηξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου βρίσκει τους άντρες της VIII Μεραρχίας Πεζικού στην Ήπειρο έτοιμους να αντιμετωπίσουν τον εχθρό και τελικά να αποκρούσουν με απαράμιλλο ηρωισμό και αμυνόμενοι μέχρι εσχάτων, σύμφωνα και με την ημερήσια διαταγή που εξέδωσε ο διοικητής τους, την σφοδρή επίθεση του Ιταλικού Στρατού.
Το πρώτο διήμερο του Νοεμβρίου του 1940 οι Ιταλοί επιχείρησαν να μπουν στα στενά του Καλπακίου. Το πρωί της 2ας Νοεμβρίου η ιταλική αεροπορία και πυροβολικό βομβάρδισαν με μανία τις ελληνικές θέσεις. Το μεσημέρι η Μεραρχία Φερράρα προσπάθησε ανεπιτυχώς να σπάσει την άμυνα των Ελλήνων. Οι ελληνικές δυνάμεις διατήρησαν ακέραιες τις θέσεις τους και απάντησαν με πυρά πυροβολικού και πεζικού καθηλώνοντας τα εχθρικά τμήματα και ανακόπτοντας την επίθεση.
«2 Νοεμβρίου 1940.
Ζωηρή κίνησις εχθρών εις Παρακάλαμον. Αυτοκίνητα. Πεζικό, τανκς, μοτοσικλέτες. Εγένοντο βολές επιτυχώς Φωτίου-Δημόπουλου. Αναχαίτησις οχημάτων. Εβλήθησαν ποδηλατισταί οίτινες διελύθησαν με απώλειες πολλών νεκρών και τραυματιών… ‘Αλλη φάλαγγα κατερχόμενη δεξιά εβλήθη επιτυχώς και διέκοψε προέλαση προς οδόν Γορίτσας. Διεσκορπίσθησαν εντός δάσους προς Ζαραβίναν. Βλήματα Δημοπούλου 2.237 καθ όλην την ημέρα…».
Το πρωί της 2ας Νοεμβρίου η ιταλική αεροπορία και πυροβολικό βομβάρδισαν με μανία τις ελληνικές θέσεις. Το μεσημέρι η Μεραρχία Φερράρα προσπάθησε ανεπιτυχώς να σπάσει την άμυνα των Ελλήνων. Οι ελληνικές δυνάμεις διατήρησαν ακέραιες τις θέσεις τους και απάντησαν με πυρά πυροβολικού και πεζικού καθηλώνοντας τα εχθρικά τμήματα και ανακόπτοντας την επίθεση.
Ιταλικά και αλβανικά στρατιωτικά τμήματα επωφελούμενα από τη χιονοθύελλα και αιφνιδιάζοντας την ελληνική διμοιρία που βρισκόταν στο ύψωμα της Γκραμπάλας, σημαντική στρατηγική θέση για την εξέλιξη των επιχειρήσεων, κατάφεραν να το καταλάβουν. Οι εχθρικές δυνάμεις μπόρεσαν να κρατήσουν τις θέσεις μέχρι τα ξημερώματα της επόμενης μέρας, όταν τελικά ανακαταλήφθηκε το ύψωμα από τους Έλληνες.
Όμως οι Ιταλοί πέτυχαν με τη σειρά τους την ανακατάληψη της Γκραμπάλας. Ακολούθησε μια λυσσαλέα διεκδίκηση του υψώματος και από τις δύο πλευρές, μάχες σώμα με σώμα, αλλά τελικά τα ελληνικά τμήματα κατάφεραν την οριστική κατάληψη και τον έλεγχο του υψώματος της Γκραμπάλας. Παράλληλα την ίδια ημέρα μια εχθρική φάλαγγα αρμάτων που αποτελούνταν από 50-60 άρματα και 80 μοτοσικλετιστές επιτέθηκε στο Καλπάκι, ωστόσο τα πρόχειρα αντιαρματικά εμπόδια και τα λασπωμένα από τη βροχή χωράφια αποδείχτηκαν ανυπέρβλητο εμπόδιο. Έτσι, έγιναν εύκολη λεία για τα ελληνικά πυροβόλα. Εννέα τεθωρακισμένα άρματα καταστράφηκαν και άλλα εγκαταλείφθηκαν από τα πληρώματά τους. Ο ελληνικός στρατός είχε τα πρώτα του λάφυρα.

“Δόστου Κωστάκη! Δόστου Κωστάκη!”
Ο ταγματάρχης Κωστάκης είχε κρύψει τις πυροβολαρχίες του στην πλάτη της Γκραμπάλας, στο κάμπο των Κάτω Σουδενών, περιοχή που γνώριζε καλά αφού εκεί είχε τελειώσει το σχολείο. Είχε στήσει τρία παρατηρητήρια στην Γκραμπάλα, σε ένα εκ των οποίων παρακολουθούσε ο ίδιος τις κινήσεις των ιταλικών στρατευμάτων στον κάμπο του Καλπακίου και ειδικά τα τεθωρακισμένα τους, βάλλοντας με χειρουργική ακρίβεια κατά των αντίπαλων σχηματισμών.
Τη νύχτα της 4 προς 5 Νοεμβρίου τα ελληνικά τμήματα βόρεια του Καλαμά, συμπτύσσονται για να αποφύγουν τα εχθρικά άρματα. Την άλλη μέρα 80 Ιταλικά άρματα της Μεραρχίας Κενταύρων επιτίθενται στα υψώματα Καλπακίου. Τα άρματα αυτά βάλλονται από το Ελληνικό πυροβολικό με επικεφαλής τον Δημήτριο Κωστάκη, κάτω από τις ιαχές των φαντάρων μας. “Δόστου Κωστάκη! Δόστου Κωστάκη!”

Μερικά άρματα του εχθρού καταστρέφονται και τα υπόλοιπα οπισθοχωρούν σε αταξία. Απόπειρα διάβασης του Καλαμά, κοντά στον Παρακάλαμο από 60 εχθρικά άρματα αποτυγχάνει, ενώ 15 άρματα βούλιαξαν στους βάλτους του Καλαμά. Η συντριβή των αρμάτων μάχης των Ιταλών είναι έργο του Κωστάκη και του Ελληνικού πυροβολικού και ο ίδιος αποθεώνεται.
Είναι γεγονός ότι ο Κωστάκης δεν χρησιμοποιούσε ποτέ όργανα μέτρησης του πυροβόλου. Για όργανα μέτρησης χρησιμοποιούσε τις δύο γροθιές του και έδειχνε στους πυροβολητές: τόσες μοίρες δεξιά, τόσες αριστερά. Και αυτοί έριχναν τα βλήματα με απόλυτη ακρίβεια, όπως την είχε προσδιορίσει ο Κωστάκης.
Ο γεροταγματάρχης έγινε θρύλος στο στόμα των στρατιωτών και των ντόπιων που έζησαν την απαράμιλλη επιτυχία της συντριβής ενός τόσο ισχυρού και άρτια ετοιμασμένου εχθρού -παρά την αντίληψη που επικράτησε μεταγενέστερα περί “άκαπνων Ιταλών”.
Μετά το έπος της Γκραμπάλας και της Πίνδου, ο ελληνικός στρατός πέρασε στην αντεπίθεση και απώθησε τους Ιατλούς στα αλβανικά εδάφη.
Σεμνός και μετρημένος άνθρωπος
Το ημερολόγιο του θρυλικού ταγματάρχη Κωστάκη, καθώς και τα προσωπικά του αντικείμενα, φυλάσσονται με σεβασμό και υπερηφάνεια από την οικογένεια του. Ο γιος του Ελευθέριος Κωστάκης και η κόρη του Ασπασία Κωστάκη-Γκόρου, μίλησαν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για τον σεμνό άνθρωπο, τον πατέρα, τον πατριώτη, τον πολεμιστή. «Ο πατέρας, μάς έδωσε ηθικές αρχές και αξίες. Ήταν άνθρωπος μετρημένος στη ζωή του. Ήταν γενναίος πολεμιστής. Ποτέ δεν υπερέβαλε για τις επιτυχίες του στα πεδία των μαχών. Αγαπούσε την πατρίδα του» λέει με συγκίνηση η 83χρονη κόρη του Ασπασία.
«Γνώρισα τον πατέρα μου όταν ήμουν 5 ετών. Αυτό γιατί μετά την συνθηκολόγηση συνελήφθη και μεταφέρθηκε στην Ιταλία και από εκεί στην Γερμανία και τα σύνορα με την Πολωνία ως όμηρος» αναφέρει ο 73χρονος Λευτέρης Κωστάκης και συνεχίζει: « Από το πεδίο της μάχης έφυγε μόνο λίγες ώρες, για να έρθει στο σπίτι μας, την ημέρα που γεννήθηκα. Ήταν Μάρτιος του 1941. Από τότε και εκείνος δεν με είχε ξαναδεί». Ο Λευτέρης Κωστάκης, περιγράφει τον ταγματάρχη, ως άνθρωπο σεμνό και αυστηρό μαζί.
«Ήταν λιγομίλητος χωρίς έπαρση» λέει ο γιος του. Θυμάται πως, όταν δεχόταν συγχαρητήρια για τη δράση του, «χαμογελούσε χωρίς να το δείχνει. Αγαπούσε τους φαντάρους σαν δικά του παιδιά», ενώ, όπως αναφέρει, «άσπρισαν τα μαλλιά του μέσα σε μία νύχτα γιατί ξεψύχησε στα χέρια του ένας λοχαγός, αγαπημένος του φίλος, από βολή ιταλικού πολυβόλου».
“Στην ολόπρωτη γραμμή των αρχηγών του αγώνα”
Ο λογοτέχνης ‘Αγγελος Τερζάκης, που βρέθηκε στο μέτωπο σμιλεύει στο βιβλίο του «Απρίλης 1946», στο κεφάλαιο «Νεροποντή», την προσωπικότητα του «γεροταγματάρχη»:
«…Από καιρό, προτού ακόμη μπούμε στα Αλβανικά χώματα, μας ακολουθούσε η φήμη ενός γεροταγματάρχη του πυροβολικού, εφέδρου εκ μονίμων. Είχε τη διοίκηση μιας μοίρας ορειβατικού. Σκαρφάλωνε στ΄ αρβανίτικα βουνά έστηνε τις πυροβολαρχίες του μονονυχτίς, στις πιο απίθανες κορφές που μονάχα ο ήλιος βλέπει. Και χαράματα την άλλη μέρα, ράντιζε τον σαστισμένο εχθρό με φωτιά και με σίδερο, του βούλωνε τα κανόνια. Ο τρόπος που ήξερε να χειρίζεται το πυροβολικό του χωρίς να χάνει ούτε βολή, η λεβέντικη παλληκαριά του η δυσανάλογη με τα χρόνια που τον βάραιναν, άλλες ακόμη πολεμικές αρετές συνδυασμένες με βαθιά συναδελφικότητα για τον φαντάρο τον έφεραν στην ολόπρωτη γραμμή των αρχηγών του αγώνα. Ήταν εγγύηση η συνεργασία του ταγματάρχη Κωστάκη , σε μίαν οποιαδήποτε επιχείρηση.
Έφευγε χαράματα και γύριζε αργά το βράδυ αλλαγμένος, φρέσκος χαρούμενος με το ρόδισμα της γλυκιάς αμαρτίας στο γεροντικό μάγουλο του. Θεός Εφέσιος στεκόταν και για μας εκεί στην Αλβανία, ο Κωστάκης!
Μια τέτοια μέρα περνώντας με το αυτοκίνητο την κοιλάδα του Δρίνου παίρνει το μάτι του, κάπου σε χωράφι έναν ξύλινο σταυρό. Πρόσταξε να σταματήσουν. Κατέβηκε. Ήταν ο πρόχειρος τάφος κάποιου ανώνυμου πυροβολητή. Στάθηκε σκεφτικός ο Κωστάκης μπροστά στον τάφο. Στο σκαμμένο μάγουλο του κυλήσανε δύο χοντροί κόμποι δάκρυα. Την άλλη μέρα ξαναμπαίνει στο αυτοκίνητο μαζί με τον παπά του στρατηγείου. Τραβάει τον ίδιο δρόμο και φτάνοντας στον ξύλινο σταυρό σταματάει πάλι. Κατεβαίνει και βάζει τον παπά να ψάλει τρισάγιο. Θα πίστευε ίσως πως εκπληρώνει έτσι ένα θρησκευτικό του χρέος. Όμως για σένα που τον ήξερες, η πράξη του αυτή είχε άλλο νόημα. Ήτανε το μνημόσυνο ενός πατέρα στον τάφο του παιδιού του…».
Ο ταγματάρχης Κωστάκης, όπως αποκαλύπτουν τα παιδιά του, είχε πάντα μαζί του την Αγία Γραφή, καθώς και μία εικόνα της Αγίας Βαρβάρας, την οποία είχε βρει το 1923, κατά την οπισθοχώρηση στα περίχωρα του Ουσάκ σε κάποια μισοκαμένη εκκλησία.
Μετανάστης και πολεμιστής
Ο θρυλικός ταγματάρχης γεννήθηκε το 1891 στο χωριό Μπετσιά Σουλίου. Αποφοίτησε από το Σχολαρχείο ‘Ανω Πεδινών Ζαγορίου και υπηρέτησε ως δάσκαλος σε χωριά της Λάκκας Σουλίου, τα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας στην Ήπειρο και στην συνέχεια μετανάστευσε στην Αίγυπτο. Όταν ξεκίνησε απελευθερωτικός αγώνας εναντίον των Τούρκων, επιστρέφει στην πατρίδα, για να καταταγεί ως εθελοντής τον Ιανουάριο του 1913 στην Πρέβεζα. Παίρνει μέρος σε όλες τις μάχες και λαμβάνει το πρώτο παράσημο ανδρείας. Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, θέτει τον εαυτό του στην υπηρεσία της πατρίδας και γίνεται μόνιμος υπαξιωματικός του Ελληνικού Στρατού. Το 1919 μετέχει με το ελληνικό εκστρατευτικό Σώμα στην καταστολή της Οκτωβριανής Επανάστασης και προάγεται σε ανθυπασπιστή επ’ ανδραγαθία.
Στην εκστρατεία της Μικράς Ασίας πολέμησε στο Εσκί-Σεχίρ και στο Αφιόν-Καραχισάρ. Όταν επέστρεψε στην πατρίδα παντρεύτηκε στα Ιωάννινα και απέκτησε 4 κόρες και ένα γιό. Ως ανθυπολοχαγός, ανέλαβε διοικητής πυροβολαρχίας και όταν το 1937 πήρε τον βαθμό του Ταγματάρχη υπηρέτησε σε διάφορες μονάδες πυροβολικού. Ο Δημήτρης Κωστάκης αποστρατεύτηκε τον Φεβρουάριο του 1940,όμως λόγω των σοβαρών εξελίξεων εκείνης της εποχής, με αίτησή του, τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς επιστρέφει στο στράτευμα ως έφεδρος εκ μονίμων. Μετά τη συνθηκολόγηση, συνελήφθη και επί 3,5 χρόνια έζησε σε κατάσταση ομηρίας σε στρατόπεδα της Ιταλίας, της Γερμανίας, της Πολωνίας, μέχρι τον Αύγουστο του 1945, οπότε και απελευθερώνεται από τα ρωσικά στρατεύματα.
Μετά τον πόλεμο ασχολήθηκε με κοινωνικό έργο, ενώ ήταν και επίτροπος στην εκκλησία της γειτονιάς του στα Ιωάννινα στην Αγία Μαρίνα. Πέθανε 3 Νοεμβρίου το 1961. Στην κηδεία τον τίμησαν όλοι οι συναγωνιστές του, οι φαντάροι που επέζησαν και συμπολίτες του. «Δεν υπήρχε εκπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης. Ούτε ένα στεφάνι. Ούτε ένας τιμητικός πυροβολισμός πάνω από τον τάφο του, ούτε κιλλίβαντας, γιατί ήταν δημοκράτης» αναφέρει η κόρη του.
Η ελληνική πολιτεία, 53 χρόνια μετά τον θάνατο του, θα τιμήσει τον θρυλικό ταγματάρχη, στις 4 Δεκεμβρίου με τα αποκαλυπτήρια της προτομής του, στο Μεγάλο Πεύκο. Ωστόσο, τον Νοέμβριο του 2000, οι συντοπίτες του από τα χωριά της Λάκκας Σουλίου, έστησαν προτομή του ήρωα κανονιέρη, στην γενέτειρα του τη Μπεστιά, ενώ στο προάστιο Ελεούσα και τη συνοικία της πόλης των Ιωαννίνων Καλούτσανη, δύο δρόμοι έχουν την ονομασία «Ταγματάρχη Κωστάκη» με απόφαση των τοπικών αρχών, παλαιότερα.