Αντισεισμική Θωράκιση: Κόστος ή Επένδυση;


Γράφει ο Βασίλης Τσίτσος
Πολιτικός Μηχανικός με Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης στην Αντισεισμική Μηχανική
Υπ. Διδάκτορας ΕΜΠ
Η Ελλάδα, λόγω της γεωλογικής της θέσης, ανήκει σε μια από τις πιο σεισμογενείς περιοχές του κόσμου. Η πρόσφατη σεισμική δραστηριότητα σε περιοχές όπως η Σαντορίνη καταδεικνύει την αδήριτη ανάγκη μιας συνολικής προσέγγισης στην αντισεισμική θωράκιση της χώρας. Ο σεισμός, ως φυσικό φαινόμενο, είναι αναπότρεπτος. Συμβαίνει σε περιοχές του πλανήτη που χαρακτηρίζονται από ενεργά ρήγματα, και για όσο διάστημα τα ρήγματα αυτά υπάρχουν, οι σεισμοί θα συνεχίζουν να επηρεάζουν την καθημερινότητά μας.
Το ζητούμενο όμως δεν είναι στο αν θα γίνει σεισμός ή αν αυτός θα είναι τεκτονικός ή ηφαιστειακός, αλλά στο πώς μπορούμε να περιορίσουμε τις συνέπειές του, προτού το φαινόμενο λάβει καταστροφικές διαστάσεις. Ο στόχος είναι να εξασφαλίσουμε ότι οι ζημιές θα είναι περιορισμένες και ότι η κοινωνική και οικονομική λειτουργία θα συνεχιστεί απρόσκοπτα μετά από έναν ισχυρό σεισμό. Και το σημαντικότερο: δεν θα κινδυνεύσουν ανθρώπινες ζωές.
Η αντισεισμική προστασία των υποδομών είναι μία σύνθετη διαδικασία που αφορά τόσο στην κατασκευή νέων κτιρίων με σύγχρονα αυστηρά πρότυπα, όσο και στην αποκατάσταση και ενίσχυση των υφιστάμενων κτιρίων. Η τελειότητα στον σχεδιασμό ή ανασχεδιασμό των δομημάτων είναι πρακτικά αδύνατη, καθώς οι απαιτήσεις ασφαλείας σε επίπεδο κόστους και βιωσιμότητας είναι αλληλένδετες. Είναι σημαντικό να βρούμε τη σωστή ισορροπία χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η καθημερινότητα των πολιτών. Η επιστημονική κοινότητα έχει αναπτύξει μεθόδους και στρατηγικές που μειώνουν τις συνέπειες των σεισμών, αλλά η εφαρμογή αυτών απαιτεί τη συνεχιζόμενη στήριξη από την πολιτεία.
Ειδικότερα, η εκτίμηση της σεισμικής ανθεκτικότητας των υφιστάμενων κατασκευών είναι καθοριστική για τη μείωση των κινδύνων. Στην περίπτωση αυτή, ο μόνος ασφαλής και επιστημονικά τεκμηριωμένος τρόπος για τη διαπίστωση της σεισμικής επάρκειας ή ανεπάρκειας ενός κτιρίου είναι η διενέργεια μελέτης αποτίμησης, η οποία βασίζεται στη χρήση σύγχρονων κανονισμών και υπολογιστικών εργαλείων. Συγκεκριμένα, για τα κτίρια οπλισμένου σκυροδέματος, η αποτίμηση πραγματοποιείται σύμφωνα με τον Κανονισμό Επεμβάσεων (ΚΑΝ.ΕΠΕ), ενώ για τα κτίρια από φέρουσα τοιχοποιία ακολουθείται ο Κανονισμός για Αποτίμηση και Δομητικές Επεμβάσεις Τοιχοποιίας (ΚΑΔΕΤ).
Η διαδικασία απαιτεί μια πλήρη και ακριβή τεκμηρίωση του φέροντος οργανισμού του κτιρίου και των υλικών κατασκευής του, την ανάπτυξη μαθηματικών μοντέλων για την προσομοίωση της συμπεριφοράς του κτιρίου υπό σεισμική φόρτιση, και τη χρήση εξειδικευμένων υπολογιστικών εργαλείων για την εκτίμηση της απόκρισης του κτιρίου σε σεισμικά φορτία. Μόνο μέσω αυτής της διεξοδικής διαδικασίας μπορεί να διασφαλιστεί η ασφάλεια των υφιστάμενων κατασκευών και να καθοριστούν οι αναγκαίες ενέργειες ενίσχυσης ή αναβάθμισης. Κανενός άλλου είδους προσεισμικός έλεγχος δεν μπορεί να αποφανθεί για τη σεισμική συμπεριφορά ενός κτιρίου, παρά μόνο μπορεί να προτεραιοποιήσει τα κτίρια που χρήζουν αναλυτικότερης προσέγγισης.
Ωστόσο, η αντισεισμική θωράκιση δεν είναι μόνο θέμα επιστημονικής τεχνογνωσίας. Είναι κυρίως θέμα πολιτικής βούλησης και επαρκούς χρηματοδότησης. Η πολιτεία οφείλει να κατανοήσει ότι η αντισεισμική θωράκιση δεν είναι μόνο μια επιπλέον δαπάνη, ένα ακόμα κόστος, αλλά μια επένδυση στην ασφάλεια των πολιτών και στην ανθεκτικότητα της κοινωνίας. Χωρίς την κατάλληλη χρηματοδότηση και υποστήριξη, οι κτιριακές υποδομές θα παραμείνουν εκτεθειμένες στους σεισμικούς κινδύνους, με σοβαρές συνέπειες για την ανθρώπινη ζωή αλλά και για την οικονομία.

Συνήθως, η συζήτηση γύρω από την αντισεισμική θωράκιση επικεντρώνεται δικαίως στα δημόσια κτίρια, καθώς εκεί οι συνέπειες μιας καταστροφής είναι άμεσα συνδεδεμένες με τη λειτουργία κρίσιμων υποδομών, όπως νοσοκομεία, σχολεία, δημόσιες υπηρεσίες κ.α.. Ωστόσο, εξίσου σημαντική είναι η προστασία των ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία καλύπτουν μεγάλο ποσοστό του δομημένου περιβάλλοντος και φιλοξενούν κατοικίες, επιχειρήσεις και άλλες ζωτικής σημασίας δραστηριότητες. Αν και η αντισεισμική θωράκιση των ιδιωτικών κτιρίων μπορεί να αντιμετωπιστεί με πιο ευέλικτους και διαφοροποιημένους τρόπους, η έλλειψη αναγκαίας προστασίας σε αυτά τα κτίρια μπορεί να προκαλέσει σοβαρές συνέπειες. Η πολιτεία πρέπει να λάβει υπόψη την ανάγκη για αντισεισμική ενίσχυση και των ιδιωτικών κτιρίων, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ασφάλεια όλων των πολιτών, ανεξαρτήτως του αν τα κτίρια τους ανήκουν στον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα.
Η αντισεισμική προστασία δεν περιορίζεται μόνο στις υποδομές και την αποτίμηση της σεισμικής ανθεκτικότητας. Ένα εξίσου κρίσιμο στοιχείο είναι η πρόληψη, η οποία μπορεί να επιτευχθεί μέσω της εκπαίδευσης του πληθυσμού. Οι πολίτες πρέπει να είναι πλήρως ενημερωμένοι για τα μέτρα προστασίας που πρέπει να ακολουθήσουν κατά τη διάρκεια και μετά από έναν σεισμό. Σχολεία, επιχειρήσεις, αλλά και οικογένειες, χρειάζονται να συμμετέχουν σε σεισμικές ασκήσεις και να γνωρίζουν πώς να αντιδρούν άμεσα σε περίπτωση σεισμικής δραστηριότητας. Η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα της αντίδρασης σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης εξαρτώνται από την προετοιμασία και την εκπαιδευτική διαδικασία.
Η αντισεισμική προστασία πρέπει να αντιμετωπίζεται και υπό το πρίσμα της κοινωνικής ισότητας. Κάποιες κοινωνικές ομάδες, όπως οι ηλικιωμένοι, τα άτομα με αναπηρία και οι πιο ευάλωτες οικονομικά ομάδες, αντιμετωπίζουν μεγαλύτερους κινδύνους και δυσκολίες στην εφαρμογή και την τήρηση αντισεισμικών μέτρων. Στοχεύοντας σε μια προσέγγιση που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες αυτών των ομάδων, μπορούμε να εξασφαλίσουμε ότι δεν θα παραβλεφθούν οι πιο ευάλωτοι συμπολίτες μας.
Η καθυστέρηση στην εφαρμογή αντισεισμικών μέτρων και η αδιαφορία για τη θωράκιση των υποδομών έχουν σοβαρές συνέπειες, όχι μόνο για την ανθρώπινη ζωή αλλά και για την οικονομία. Το κόστος μιας καταστροφής, όταν οι συνέπειες από έναν σεισμό είναι μεγάλες, είναι τεράστιο και μπορεί να ξεπεράσει κατά πολύ το κόστος των προληπτικών μέτρων που απαιτούνται για την ενίσχυση των κτιρίων και την εφαρμογή κανονισμών. Αν η πολιτεία και η κοινωνία δεν “επενδύσουν” στον τομέα της αντισεισμικής θωράκισης, το τελικό τίμημα σε ανθρώπινες ζωές, περιουσίες και την οικονομία θα είναι αδιανόητα υψηλό.
Συνοψίζοντας, μόνο μέσω μιας ολιστικής και συντονισμένης προσέγγισης από την πολιτεία, τις τοπικές αρχές, τους επιστημονικούς φορείς και τους πολίτες μπορούμε να προστατεύσουμε την κοινωνία μας από τη σεισμική επικινδυνότητα και να εξασφαλίσουμε την ασφάλεια και τη βιωσιμότητα του δομημένου περιβάλλοντος, προστατεύοντας τη ζωή, την περιουσία και την ευημερία των πολιτών, ανεξαρτήτως κοινωνικής ή οικονομικής κατάστασης.