Η μικρή περιπέτεια που είχε Αθηναίος γιατρός του επέτρεψε να δει το σύστημα υγείας από τη σκοπιά του ασθενούς και να συνειδητοποιήσει “αυτό που πιθανότατα όλοι οι ασθενείς γνωρίζουν, αλλά που οι γιατροί πιθανώς επιλέγουμε να ξεχνάμε όσο φοράμε την ποδιά μας”.
Όπως αναφέρει ο Δημήτρης Παπαδημητριάδης, “στην Ελλάδα δεν έχουμε πραγματικά Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών. Έχουμε χώρους προσδοκίας, όπου η ζωή του κάθε ανθρώπου εξαρτάται από το ποιος θα του τύχει εκείνη τη βάρδια, ποιος θα ενδιαφερθεί, ποιος θα αντέξει, ποιος θα προλάβει. Όχι από το σύστημα, αλλά από το φιλότιμο του προσωπικού, όταν κι αυτό έχει το περιθώριο να εκδηλωθεί. Η υποστελέχωση, η έλλειψη πρωτοκόλλων, η απουσία εκπαίδευσης στη συμπεριφορά, η σύγχυση ρόλων και η ανοργανωσιά δεν είναι απλώς διοικητικά ζητήματα ενός κράτους “που κάνει ό,τι μπορεί”, είναι κλινικός κίνδυνος. Και όταν ως γιατρός, που γνωρίζω τι πρέπει να γίνει, βιώνω αυτή την απραξία, μπορώ μόνο να φανταστώ με τρόμο τι περνούν οι υπόλοιποι ασθενείς.”
Ολόκληρη η ανάρτησή του:
Υπάρχουν στιγμές που η ιατρική επιστήμη παύει να είναι ρόλος και γίνεται προσωπική εμπειρία. Ένα απρόσμενο γεγονός την προηγουμένη της ονομαστικής εορτής μου, ένα μικρό ατύχημα – στην περίπτωσή μου, η κατάποση ενός μικρού κομματιού γυαλιού (απροσεξία μπαρίστα σε brunchery στο κέντρο της αθήνας) – με οδήγησε αμέσως στο Τμήμα Επειγόντων του νοσοκομείου “Αλεξάνδρα” που εφημέρευε. Και εκεί, για πρώτη φορά, ένιωσα τι σημαίνει πραγματικά να είσαι ασθενής στο Εθνικό Σύστημα Υγείας.
Πήγα σε νοσοκομείο με εφημερεύον γαστρεντερολογικό τμήμα επί τούτου, αλλά…
Περίμενα δύο ώρες για να με δει ένας γιατρός μετά τη διαλογή. Όχι γαστρεντερολόγος, παρότι πήγα σε νοσοκομείο με εφημερεύον γαστρεντερολογικό τμήμα επί τούτου, αλλά μια παθολόγος εφημερίας – και αυτή κατόπιν παραίνεσης εφημερεύουσας καρδιολόγου που με αναγνώρισε. Χωρίς να ρωτήσει πολλά, μου έγραψε ακτινογραφίες θώρακος και κοιλίας – πρόσθιες και πλάγιες – και αιματολογικές και βιοχημικές εξετάσεις, σαν να επρόκειτο για τυπική προληπτική διαδικασία.
Ήξερα, ως γιατρός, ότι αυτά δεν θα είχαν καμία διαγνωστική αξία για ένα μικρό διαφανές γυαλάκι (ή και δύο), που πιθανότατα δεν θα απεικονιζόταν στις απλές ακτινογραφίες (σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία), αλλά ούτε θα προδίδονταν από εξετάσεις αίματος και μάλιστα τόσο σύντομα από την κατάποσή του… Και έτσι, πέρασαν άλλες τρεις ώρες.

Πονούσα όχι από τη βελόνα, αλλά από την αίσθηση αδιαφορίας
Στο μεταξύ, ο νοσηλευτής που μου πήρε αίμα με τρύπησε τρεις φορές με την ίδια βελόνα, χωρίς να καθαρίσει το σημείο στο χέρι μου έστω με οινόπνευμα, παρά τη σχετική μου επισήμανση. Ήταν προφανώς εξουθενωμένος, αλλιώς δεν εξηγούνταν η απότομη συμπεριφορά του. Αλλά εγώ ήμουν ο ασθενής. Κι εκείνη τη στιγμή, όσο κι αν το κατανοούσα, πονούσα όχι από τη βελόνα, αλλά από την αίσθηση αδιαφορίας.
Πέρασαν πεντέμισι ώρες συνολικά μέχρι να μάθω ότι ο γαστρεντερολόγος δεν μπορούσε να με δει, επειδή – όπως μου ειπώθηκε – δεν είχαν βγει ακόμα οι βιοχημικές εξετάσεις. Ένα επιχείρημα παράλογο, αφού αυτές δεν έχουν καμία σχέση με την οξεία αντιμετώπιση ενός πιθανού αιχμηρού ξένου σώματος.
Εδώ πρέπει να σημειώσω ότι η φυσική πορεία ενός τόσο μικρού αντικειμένου στο γαστρεντερικό είναι από τον οισοφάγο στο στομάχι τις πρώτες έξι ώρες και κατόπιν στο δωδεκαδάκτυλο κι ύστερα στο λεπτό έντερο και άντε γεια… δεν αφαιρείται πλέον με μια απλή γαστροσκόπηση, όπως θα μπορούσε να είχε γίνει στην αρχή.
Η (μη) αντίληψη του ιατρικού επείγοντος
Όλο αυτό το διάστημα, κανείς δεν μου είπε αν έπρεπε να φάω, να πιω, να μείνω νηστικός, ή τι να προσέξω (η απάντηση εδώ είναι ότι επιτρέπεται μόνο το σάλιο!). Κανείς προφανώς δεν θεώρησε ότι το να περιμένεις πέντε ώρες, με το ενδεχόμενο ενός γυαλιού στο στομάχι σου, είναι ιατρικό επείγον.
Κι έτσι, έμεινα να περιμένω στον προθάλαμο με δεκάδες ανθρώπους, άλλους φοβισμένους, άλλους θυμωμένους, όλοι αβοήθητοι μέσα στην ίδια αργή μηχανή που αντιμετωπίζει τους ασθενείς με κυνισμό και αγένεια επειδή …υπάρχει πολλή δουλειά.
Με το γυαλάκι μου να βρίσκεται πλέον παρακάτω στο γαστρεντερικό σύστημα, σύμφωνα με τους τυπικούς χρόνους διάβασης, έφυγα χωρίς να μάθω ποτέ τα αποτελέσματα των περιττών βιοχημικών εξετάσεων και αφού είχα δει μόνος μου τις ακτινογραφίες μου (τσάμπα ακτινοβολία) μαζί με τον τεχνολόγο του ακτινολογικού.
Ως γιατρός μπορώ να φανταστώ με τρόμο τι περνούν οι υπόλοιποι ασθενείς
Και τότε, συνειδητοποίησα αυτό που πιθανότατα όλοι οι ασθενείς γνωρίζουν, αλλά που οι γιατροί πιθανώς επιλέγουμε να ξεχνάμε όσο φοράμε την ποδιά μας, ότι στην Ελλάδα δεν έχουμε πραγματικά Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών. Έχουμε χώρους προσδοκίας, όπου η ζωή του κάθε ανθρώπου εξαρτάται από το ποιος θα του τύχει εκείνη τη βάρδια, ποιος θα ενδιαφερθεί, ποιος θα αντέξει, ποιος θα προλάβει. Όχι από το σύστημα, αλλά από το φιλότιμο του προσωπικού, όταν κι αυτό έχει το περιθώριο να εκδηλωθεί.
Η υποστελέχωση, η έλλειψη πρωτοκόλλων, η απουσία εκπαίδευσης στη συμπεριφορά, η σύγχυση ρόλων και η ανοργανωσιά δεν είναι απλώς διοικητικά ζητήματα ενός κράτους “που κάνει ό,τι μπορεί”, είναι κλινικός κίνδυνος. Και όταν ως γιατρός, που γνωρίζω τι πρέπει να γίνει, βιώνω αυτή την απραξία, μπορώ μόνο να φανταστώ με τρόμο τι περνούν οι υπόλοιποι ασθενείς.
Έχω μείνει να παρατηρώ τον εαυτό μου για ανησυχητικά συμπτώματα στις επόμενες ημέρες. Και την ίδια στιγμή να σκέφτομαι ότι η ανεπάρκεια του συστήματος δεν μετριέται με ποσοστά, αλλά με την αίσθηση εγκατάλειψης που νιώθει κάθε άνθρωπος όταν ζητάει βοήθεια και δεν τη βρίσκει.
Στην Ελλάδα 2.0 του 2025, η ιατρική δεν αποτυγχάνει λόγω έλλειψης γνώσης, αλλά επειδή δεν εφαρμόζεται – γιατί δεν υπάρχει οργανωμένη φροντίδα επειγόντων, μόνο κάποιες ατομικές ηρωικές προσπάθειες, που και πότε, μέσα στο χάος (όχι στη δική μου περίπτωση).
Αν κάποιος σπεύσει να απαντήσει σε αυτή την ανάρτηση, αρμόδιος ή εκπρόσωπος, ας λάβει υπόψη ότι ο σκοπός μου δεν είναι να προσβάλλω ή να επιτεθώ στο δίχως άλλο κουρασμένο υγειονομικό προσωπικό του ΕΣΥ ως “άλλος ένας ιδιότροπος ασθενής”, αλλά να καταδείξω μια πραγματικότητα – ως χρήστης των υπηρεσιών, ως αυτόπτης μάρτυρας και κυρίως ως γιατρός – με την ελπίδα ότι θα πάψει ο στρουθοκαμηλισμός μας.
Δεν χρειάζονται άλλες δικαιολογίες, μόνο αυτοκριτική για την κατάντια της δημόσιας φροντίδας υγείας.