Η υπαρξιακή κρίση της Ευρώπης και το αίτημα των ευρωπαϊκών εθνών -και της Ελλάδας
Οι εικόνες από το Βίλνιους, με χιλιάδες Λιθουανούς να αποκλείουν τα κτίρια του κοινοβουλίου καταγγέλλοντας ότι η χώρα τους μετατρέπεται σε φυλάκιο των Βρυξελλών και όχι σε κυρίαρχο κράτος, δεν είναι ένα τοπικό επεισόδιο. Είναι σύμπτωμα. Και μάλιστα ενός βαθέως ευρωπαϊκού ρήγματος που πλέον γίνεται ορατό παντού.
Από τις αγροτικές εξεγέρσεις στη Γαλλία και το Βέλγιο, μέχρι την κοινωνική αποσύνδεση στη Νότια Ευρώπη και τη διάχυτη δυσπιστία στους θεσμούς, οι λαοί της Ευρώπης δεν εξεγείρονται επειδή «απέρριψαν την Ευρώπη», αλλά επειδή έπαψαν να αναγνωρίζουν τον εαυτό τους μέσα σε αυτήν. Δεν αισθάνονται ότι συμμετέχουν σε μια πολιτική κοινότητα, αλλά ότι υπόκεινται σε έναν μηχανισμό διαχείρισης που αποφασίζει ερήμην τους.
Αυτό που υποχωρεί δεν είναι η ιδέα της ευρωπαϊκής συνεργασίας, αλλά αυτό που ονομάσαμε ευρωπαϊκή περσόνα: μια τεχνοκρατική, αποπολιτικοποιημένη ταυτότητα που μιλά εντελώς υποκριτικά στο όνομα «αξιών», αλλά λειτουργεί μέσω μη εκλεγμένων κέντρων, παρουσιάζοντας κρίσιμες αποφάσεις ως αναπόφευκτες. Μια ανήθικη περσόνα που ζητά συμμόρφωση αντί για συμμετοχή και πειθαρχία αντί για συναίνεση.
Η ευρωπαϊκή περσόνα δεν καταρρέει επειδή οι λαοί έγιναν ακροδεξιοί ή γενικώς ακραίοι. Καταρρέει επειδή αποσυνδέθηκε από την εμπειρία της ζωής τους.
Για την Ελλάδα, αυτή η κρίση δεν είναι αφηρημένη. Είναι βιωμένη. Ξεκίνησε με τα Μνημόνια, όταν η χώρα μετατράπηκε σε εργαστήριο επιτροπείας, με αποφάσεις που λαμβάνονταν εκτός δημοκρατικού ελέγχου και παρουσιάζονταν ως «μονόδρομος». Εκεί εμπεδώθηκε η ιδέα ότι η εθνική κυριαρχία είναι παρωχημένη και η δημοκρατία διακοσμητική.
Ακολούθησε μια δεκαετία κοινωνικής αποδόμησης, απαξίωσης των θεσμών και εκπαίδευσης της κοινωνίας στην αίσθηση της ανημπόριας. Και αυτή η πορεία κορυφώθηκε στα Τέμπη, όταν η κατάρρευση ενός βασικού δημόσιου αγαθού -της ασφάλειας- αποκάλυψε με τον πιο τραγικό τρόπο το πραγματικό κόστος της διαρκούς διαχείρισης χωρίς ευθύνη.
Όμως, αυτή η λογική δεν γεννήθηκε στα Τέμπη. Δοκιμάστηκε και κανονικοποιήθηκε κατά την Πανδημία. Τότε, αντί η εξουσία να λογοδοτήσει για τις διαχρονικές ανεπάρκειες του συστήματος υγείας, επένδυσε πρωτίστως στην επιτήρηση: πρόστιμα, απαγορεύσεις, αστυνομική παρουσία, πιστοποιητικά, πειθαρχικά μέτρα.
Το μοτίβο είναι το ίδιο: όταν το κράτος αποτυγχάνει δομικά, μεταφέρει το βάρος της ευθύνης στην κοινωνία. Έτσι συγκροτείται σταδιακά ένα κράτος επιτήρησης, όχι ως εξαίρεση αλλά ως κανονικότητα. Ένα κράτος που απουσιάζει προληπτικά εκεί όπου πρέπει να προστατεύσει ζωές και εμφανίζεται κατασταλτικά εκεί όπου πρέπει να περιορίσει τη φωνή της κοινωνίας.
Πίσω από όλα αυτά όμως διαφαίνεται κάτι βαθύτερο: μια υπαρξιακή κρίση της ίδιας της Ευρώπης. Η Ευρώπη μοιάζει να έχει χάσει το νόημα της ύπαρξής της ως πολιτικής και ηθικής κοινότητας και να έχει εγκλωβιστεί σε έναν τεχνοκρατικό αυτοματισμό χωρίς όραμα, χωρίς αφήγημα, χωρίς δημοκρατικό κέντρο βάρους και με άλλοθι διάφορα δικαιωματιστικά παυσίπονα. Συμβολικά μπορούμε να φανταστούμε μια Ευρώπη χωρίς το “Ευ”. Μια Ευρώπη απονοηματοδημένη.
Οι λαοί της Ευρώπης, από τη Λιθουανία μέχρι την Ελλάδα, δεν ζητούν κατ’ ανάγκη επιστροφή στο έθνος-κράτος του παρελθόντος. Ζητούν κάτι πιο στοιχειώδες: να μην παρασυρθούν μαζί της σε μια ολοσχερή παρακμή νοήματος, δημοκρατίας και ζωής. Να παραμείνουν ζωντανά πολιτικά υποκείμενα, ικανά να ελέγχουν την εξουσία που αποφασίζει στο όνομά τους.
Ιστορικά, κάθε φορά που ένα υπερεθνικό μόρφωμα μπαίνει σε υπαρξιακή κρίση χάνει συνοχή, χάνει ηθική νομιμοποίηση, χάνει ικανότητα επιβολής ενιαίας γραμμής. Και με την έννοια αυτή η σημερινή Ευρώπη δεν έχει κοινό πολιτικό δήμο, δεν έχει κοινή κοινωνική αφήγηση, δεν έχει κοινή στρατηγική ούτε όραμα για το μέλλον-παρεκτός κι αν θεωρεί κανείς όραμα τον παρανοειδή ιδεασμό ενός πολέμου ενάντια στη Ρωσία.
Ως εκ τούτου αυτό μειώνει αντικειμενικά τη δυνατότητά της Ευρώπης να επιβάλλει πειθαρχία με την ίδια αυτοπεποίθηση όπως την περίοδο 2010–2015. Για χώρες όπως η Ελλάδα, αυτό σημαίνει ότι το περιβάλλον γίνεται λιγότερο ασφυκτικό, όχι όμως και ελεύθερο.
Δεδομένου ότι η μνημονιακή επιτροπεία δεν στηρίχθηκε μόνο σε οικονομικούς μηχανισμούς και σε θεσμική βία, αλλά και
στη συναίνεση των ελίτ, στην εσωτερίκευση της ήττας από την κοινωνία και στην αφήγηση «δεν υπάρχει εναλλακτική», σήμερα αυτή η αφήγηση ραγίζει πανευρωπαϊκά, αμφισβητείται από κοινωνίες και χάνει το ηθικό της κύρος.
Κάτι τέτοιο ανοίγει πολιτικό χώρο, ένα παράθυρο ευκαιρίας, όχι όμως για όποιον απλώς περιμένει. Αλλά για όποιον έχει σχέδιο και υποκείμενο.
Η Ελλάδα έχει δύο πιθανά μονοπάτια μέσα σε αυτή την κρίση
α). Την γνώριμη παθητική προσαρμογή, η Ελλάδα που παραμένει «καλός μαθητής», απλώς αλλάζει επιτηρητές και μετατρέπει την επιτροπεία σε «συνεργασία» κατ’ όνομα.
β). Ενεργή αναδιαπραγμάτευση κυριαρχίας
Μόνο αν η κοινωνία μπει στην πολιτική, υπάρξει λαϊκή νομιμοποίηση, τεθεί ζήτημα Δικαιοσύνης, ασφάλειας, λογοδοσίας, εθνικής κυριαρχίας και Δημοκρατίας ως ενιαίο πακέτο.
Τότε η Ελλάδα μπορεί να αυξήσει βαθμούς εθνικής ανεξαρτησίας,
να επαναδιεκδικήσει θεσμικό χώρο, να πάψει να λειτουργεί ως «πειραματόζωο». Όχι με μια “εφηβική” σύγκρουση τύπου 2015, αλλά με ηθική και κοινωνική νομιμοποίηση.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το Κίνημα των Τεμπών δεν είναι μια «ελληνική ιδιαιτερότητα». Είναι μέρος ενός ευρύτερου ευρωπαϊκού ρήγματος. Εκφράζει την απαίτηση η κοινωνία να επιστρέψει στην πολιτική, η Δικαιοσύνη να πάψει να είναι υπόσχεση και η Δημοκρατία να πάψει να είναι διαδικαστικό περίβλημα.
Το Κίνημα των Τεμπών δεν ξεκίνησε ως αντιευρωπαϊκό, δεν ξεκίνησε ως εθνικιστικό, δεν ξεκίνησε ως κομματικό.
Ξεκίνησε ως αίτημα ζωής και δικαιοσύνης. Και ακριβώς γι’ αυτό
αγγίζει τον πυρήνα της μνημονιακής επιτροπείας, αποκαλύπτει την αποσύνδεση θεσμών–κοινωνίας και επαναφέρει το ερώτημα: ποιος κυβερνά και για ποιον.
Και βέβαια, αυτό είναι πολύ πιο επικίνδυνο για ένα σύστημα επιτήρησης από έναν καθαρά ιδεολογικό λόγο.
Συνεπώς η κρίση αυτή της Ευρώπης είναι ευκαιρία και κίνδυνος. Όπως κάθε υπαρξιακή κρίση ανοίγει χώρο χειραφέτησης, αλλά και χώρο αυταρχισμού.
Αν η Ελλάδα δεν αποκτήσει δικό της λαϊκό σχέδιο, δεν ανασυγκροτήσει την έννοια της κυριαρχίας δημοκρατικά,
δεν συνδέσει εθνική ανεξαρτησία με δικαιοσύνη και κοινωνική συνοχή, τότε η επιτροπεία δεν θα φύγει, απλώς θα αλλάξει μορφή.
Από το Βίλνιους στα Τέμπη, αυτό που αναδύεται δεν είναι χάος. Είναι ένα αίτημα. Η Ευρώπη να ξαναγίνει κοινότητα λαών και όχι μηχανισμός επιτήρησης. Αν αυτό το αίτημα συνεχίσει να αγνοείται, τότε η κρίση δεν θα είναι απλώς θεσμική.
Θα είναι υπαρξιακή. Και αυτή τη φορά, δεν θα αφορά μόνο την Ελλάδα.
Η υπαρξιακή κρίση της Ευρώπης ανοίγει ιστορικό παράθυρο για χώρες όπως η Ελλάδα. Αλλά δεν το ανοίγει από μόνη της, δεν το χαρίζει, δεν το εγγυάται.
Το παράθυρο θα το ανοίξει μόνο μια κοινωνία που επιστρέφει στην πολιτική, που μετατρέπει το τραύμα (Μνημόνια–Τέμπη) σε συλλογική αξίωση κυριαρχίας, και που δεν ζητά απλά μια ηρωϊκή «έξοδο», αλλά αξιοπρέπεια μέσα στην Ιστορία.
Αλλιώς, η κρίση της Ευρώπης θα μας παρασύρει στη δύσης της Δύσης, αντί να μας απελευθερώσει.