Ελεύθερη πληροφόρηση και προσωπικά δεδομένα

Σε μια δημοκρατική κοινωνία θεμελιώδη είναι τα δικαιώματα του πληροφορείν και του πληροφορείσθαι. Το πρώτο κατοχυρώνεται στο άρθρο 14 του Ελληνικού Συντάγματος, το δεύτερο στο άρθρο 5Α αυτού. Η δημοσιογραφία απότοκο επάγγελμα του πληροφορείν ασκείται ελεύθερα πάντοτε όμως εντός των περιορισμών από το νόμο. Η προσωπικότητα του ανθρώπου, ένα ακόμα θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα επ’ ουδενί δεν μπορεί να υφίσταται βλάβη. Υπάρχει μάλιστα το δικαίωμα στην πληροφοριακή αυτοδιάθεση, όπως προβλέπεται στο άρθρο 9Α του Σ. Η στάθμιση των δύο δικαιωμάτων που συγκρούονται το δικαίωμα στην πληροφόρηση από τη μία και το δικαίωμα στην προσωπικότητα από την άλλη γίνεται με βάση τις αρχές της αναλογικότητας και της προστασίας του πυρήνα του δικαιώματος σε κάθε περίπτωση.
γράφει ο Γιώργος Αργυρόπουλος, Δικηγόρος, Υπ. Διδάκτωρ Νομικής Σχολής Αθηνών.
Η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων των ατόμων, απόρροια του δικαιώματος του πληροφορείν των μέσων μαζικής ενημέρωσης (ΜΜΕ), πραγματοποιείται σύμφωνα με τους όρους που θέτει ο νόμος 2472/97. Το νομικό πλαίσιο λοιπόν είναι σαφές. Η δημοσιογραφική έρευνα, συλλογή και δημοσίευση στον τύπο ή τηλεοπτική προβολή πληροφοριών, που αφορούν κάποιο πρόσωπο, συνιστά κατ’ αρχάς επεξεργασία προσωπικών δεδομένων (άρθρο 2 α’ και δ’ Ν. 2472/1997). Η διατήρηση ή αποθήκευση των συλλεγόμενων δεδομένων καθώς και η ευχερής πρόσβαση σε αυτά υπάγονται επίσης στις προβλέψεις του νόμου (άρθρο 2 ε’ Ν. 2472/1997). Η εφαρμογή του νομοθετικού πλαισίου στην πράξη βέβαια πολλές φορές χωλαίνει. Σε αυτό ευθύνεται κυρίως η αρπακτική λογική για να «πιάσουν» τα ΜΜΕ την είδηση. Η τελευταία κοστίζει ακριβά και φέρνει πολλά έσοδα στα κανάλια.
Η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων κατ’ αρχήν δεν επιτρέπεται χωρίς την συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων (άρθρο 5 παρ. 1 του νόμου). Κατ’ εξαίρεση, η επεξεργασία αυτή νομιμοποιείται, εφόσον είναι απολύτως αναγκαία για την πληροφόρηση του κοινού και υπό τον όρο ότι ο σκοπός αυτός υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων του υποκειμένου των δεδομένων και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτού (άρθρο 5 παρ. 2ε του νόμου). Ακόμα, ο δημοσιογράφος δεν φέρει κατά το στάδιο της συλλογής την υποχρέωση ενημέρωσης του υποκειμένου των δεδομένων, εφόσον η συλλογή αυτή γίνεται αποκλειστικά για δημοσιογραφικούς σκοπούς και αφορά δημόσια πρόσωπα (άρθρο 11 Ν. 2472/1997).
Εδώ παρατηρούμε ότι το δικαίωμα πληροφόρησης σε μια δημοκρατική κοινωνία είναι εύλογο να μην τίθεται σε προσκόμματα ή προέγκριση. Η μόνη εξαίρεση αφορά στα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, δηλαδή τη φυλετική ή εθνική προέλευση, τα πολιτικά φρονήματα, τις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, τα σχετικά με ποινικές διώξεις ή καταδίκες κλπ. Σε αυτή την περίπτωση οι όροι του νόμοι είναι πιο αυστηροί (άρθρο 2 β’ Ν. 2472/1997). Τίθενται ουσιαστικές προϋποθέσεις για την επεξεργασία όπως να αναφέρεται σε δεδομένα δημοσίων προσώπων σχετικά με δημόσιο λειτούργημά τους, να πραγματοποιείται μόνο για δημοσιογραφικούς σκοπούς, άδεια της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ). Όταν η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αφορά πρόσωπο μη δημόσιο και εκτός επικαιρότητας είναι υποχρεωτική η συγκατάθεσή του μετά από ενημέρωσή του. Σε περίπτωση που η επεξεργασία αφορά μεγάλο αριθμό υποκειμένων η ενημέρωση μπορεί να γίνει δια του τύπου ή με άλλο πρόσφορο τρόπο μετά από άδεια της Αρχής.
Πολλές φορές στην πράξη δεν τηρούνται οι προβλέψεις του νόμου και δημοσιοποιούνται πληροφορίες και προσωπικές καταστάσεις ανθρώπων που δε συναίνεσαν ουδέποτε σε τέτοιου είδους χρήση των δεδομένων του. Άλλωστε η πληροφόρηση και η δεοντολογία του δημοσιογραφικού λειτουργήματος δεν περιλαμβάνει την οποιαδήποτε «πιασάρικη» είδηση που στην εποχή μας με την άνοδο του Διαδικτύου έχει λάβει φρενήρεις ρυθμούς. Ο νόμος πρέπει να τηρείται από όλους, όπως αρμόζει σε μια δημοκρατία και η Ενημέρωση οφείλει να είναι στην πρώτη γραμμή για τη βελτίωση και εμβάθυνσή της.