Ο ηδονικός πολιτισμός της Δύσης, οι ελληνεπώνυμοι και οι βουλιμικοί και λιμασμένοι
(σκέψεις πάνω στο άρθρο του Χρήστου Γιανναρά: «Διασκεδάζουμε όλοι στην κηδεία»)
Αισθάνομαι άβολα που θα σχολιάσω κείμενο του κ. Χρήστου Γιανναρά. Σέβομαι την πνευματική του προσφορά παρά το ότι δεν τον έχω παρακολουθήσει όλα τα χρόνια έχω διαβάσει ένα μόνο βιβλίο του για το Άσμα Ασμάτων – και μου άρεσε πολύ. Εγώ φταίω που δεν παρακολουθώ τις επιφυλλίδες του στην Καθημερινή – η τελευταία φορά ήταν όταν συνέχαιρε τους υπουργούς παιδείας της νεοεκλεγείσης κυβερνήσεως του Σύριζα. Με είχε συγκινήσει τότε. Κύλισε πολύ νερό στο αυλάκι προφανώς και στην ιστορία της χώρας μας και στην πολιτική και διαβάζοντας αυτό το τελευταίο του κείμενο με τον Καρυωτακικό τίτλο “Διασκεδάζουμε όλοι στην κηδεία” έχασα την ησυχία μου, σκέπτομαι σκέπτομαι τι με ενοχλεί ακριβώς και γιατί και γιατί θα ήθελα να απαντήσω. Πιστεύω πως θα το δει, αλλά δεν έχει και τόσο σημασία αν θα αλλάξει γνώμη, όσο το να γίνει κριτική σε κάποιες απόψεις, να ελεγχθούν να επανεξεταστεί η ευκολία με την οποία διατυπώνονται.
Αναφέρομαι λοιπόν στο κείμενό του που δημοσιεύτηκε στις 10 Νοεμβρίου στην Καθημερινή όπου εκφράζει με οξύ και εμφατικό τρόπο μια ανησυχία για την ελληνικότητά των συμπολιτών μας. “Ελληνεπώνυμους” πλέον τους ονομάζει, ξεκινώντας από τη γλώσσα, τα γλωσσικά λάθη που γίνονται στις δημόσιες συζητήσεις – ομιλίες πολιτικών και δημοσιογράφων, τηλεοπτικές συζητήσεις – και την έλλειψη ελέγχου από τους υπεύθυνους για την παιδεία τόσα χρόνια. Ανεξαρτήτως κυβερνήσεως. “και κανένας ποτέ δεν επεμβαίνει” λέει “Δεν υπάρχει έλεγχος, ούτε καν δειγματοληπτικός για εκφοβισμό” γράφει, όταν κατακρεουργείται η γλώσσα. Απορώ πώς κάποιος σοφός σκέπτεται ότι η γλωσσική ανεπάρκεια των δημοσιολογούντων αντιμετωπίζεται με εκφοβισμό. Χτες η διορθώτρια του νέου μου βιβλίου, άλλαξε το “φινλανδός” που είχα γράψει σε “φιλανδός”. Υποθέτω η Χώρα των Φίννων έγινε Φιν – λαντ στα αγγλικά και στα γαλλικά, αλλά παρεφθάρη και ακόμα και το λεξικό του Μπαμπινιώτη στο οποίο ανέτρεξα απελπισμένη δικαιώνει και τους δύο. Δεν είμαι γλωσσολόγος αλλά αυτό το έχω μάθει το πως στοιχειωδώς ενσωματώνονται σε μια γλώσσα οι παρεφθαρμένοι τρόποι χρήσης της. Κοινοτοπίες λέω και τα γνωρίζει αυτά ο κ. Γιανναράς, έστω. Θα μείνει ένα παράπονο του λογίου απέναντι στον αμόρφωτο, ή τον ημιμαθή που τον ακούει να κακοποιεί τη γλώσσα μέχρι να γίνει πιο ανεκτικός και να δεχτεί και με αυτόν να επικοινωνήσει. Να επαναλάβει τον ορθό τρόπο – ή όπως ο Παπαδιαμάντης να αντιγράψει κατά λέξη την παραφθορά με αγαπη: , νὰ μὲ στεφανωθοῦν ἐ μ π ο μ π ῇ καὶ παρατάξει, όπως έλεγε η Λιαλιώ του στη Νοσταλγό ή ο μπαρμπα Κίτσος στην Εξοχική Λαμπρή με το περίφημο
Κ᾽στὸ – μπρὲ – Κ᾽στὸς ἀνέστη
ἐκ νεκρῶν θ α ν ά τ ω ν,
θάνατον μ π α τ ή σ α ς,
κ᾽ ἔ ν τ ο ι ς – ἔ ν τ ο ι ς μνήμασι,ζωὴν π α μ μ α κ ά ρ ι σ τ ε!
και να προσθέσω ότι ο Παπαδιαμάντης δεν διανοήθηκε τον εκφοβισμό του μπαρμπα Κίτσου αλλά έγραψε Καὶ ὅμως, μεθ᾽ ὅλην τὴν ἰδιορρυθμίαν ταύτην, οὐδείς ποτε ἔψαλεν ἱερὸν ᾆσμα μετὰ πλείονος χριστιανικοῦ αἰσθήματος καὶ ἐνθουσιασμοῦ,
.
Πριν δέκα δεκαπέντε χρόνια, που έκανα διακοπές σε ένα χωριό στην ορεινή Αρκαδία, τρώγαμε το μεσημέρι σε μια εξοχική ταβέρνα και βοηθούσε ένας Αλβανός μετανάστης Πολύ πρόθυμος, πολύ ευγενικός. Πώς σε λένε παλληκάρι μου; ρωτάει ένας ηλικιωμένος κύριος, προφανώς ευχαριστημένος από την προθυμία του νέου. Αλή νομίζω τον έλεγαν. Άστο αυτό του λέει. Αντρέα θα σε λέω εγώ. Τσουρουφλίστηκα, πληγώθηκα, ντράπηκα. Φαντάζομαι το ίδιο θα πάθαινε και ο κύριος Γιανναράς αν ήταν εκεί. Γιατί αυτό το οποίο τόσα χρόνια υπερασπίζεται, την έννοια του “προσώπου” το δικαίωμα του άλλου να έχει πρόσωπο, ο παππούς το αφαιρούσε αυθαίρετα και προσβλητικά από τον Ξένο.
Συνεχίζω με τα λίγα σχόλιά μου για το δεύτερο μέρος του κειμένου, την δημογραφική ανησυχία ότι θα έλθουν οι καραβιές των προσφύγων και θα αλλοιώσουν την εθνική μας ταυτότητα. Εδώ πιστεύω πως για να άρει την ενοχή που ως καλός Χριστιανός θα ένιωθε αν δεν περιέθαλπε έναν πρόσφυγα, λέει το εξής: ότι δείχνουμε “βοσκηματώδη ανοχή” για τα πλήθη των “α ρ χ ι κ ά κατατρεγμένων και τ ώ ρ α πια κυρίως βουλιμικών ανθρώπων, λιμασμένων για τον ηδονικό «πολιτισμό» της «ελευθερίας των Αγορών» να φτάνουν παράνομα στις ακτές μας.
Πού στηρίζεται ότι οι άνθρωποι που θαλασσοπνίγονται δεν είναι τώρα κατατρεγμένοι; Πως μπορεί και τους χαρακτηρίζει βουλιμικούς, λιμασμένους για τον ηδονικό πολιτισμό της Δύσης; Αυτό δεν είναι αφαίρεση του προσώπου τους;το ότι αρνείται να τους δει όπως είναι;και δεν λέω ότι είναι μια εύκολη και ευχάριστη συνθήκη το προσφυγικό. Δεν είναι ευχάριστη κατάσταση η μαζική και βίαια συνύπαρξη με τόσους άλλους. Αυτό το καταλαβαίνω. Με τα σύνορα κλειστά και τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής ένωσης να αποποιούνται τις ευθύνες τους μιλάμε για πρόβλημα και κρίση, ανθρωπιστική πριν από όλα.
Αλλά έστω και αν επρόκειτο για μετανάστες. Έτσι χαρακτηρίζονται οι δικοί μας πρόγονοι που μετανάστευσαν κάποτε στην Αμερική, στην Γερμανία, στο Βέλγιο; Ο παππούς μου ο κρητικός ήταν ράφτης στο Παρίσι.
Ο κ. Γιανναράς έχει διαβάσει υποθέτω το συναξάρι του (βουλιμικού και λιμασμένου) Ανδρέα Κορδοπάτη που χωρίς χαρτιά κρυβόταν από τις αρχές προσπαθώντας να βρει στον ήλιο μοίρα. Κανείς δεν φεύγει από την πατρίδα του επειδή είναι βουλιμικός και λιμασμένος για ηδονικό πολιτισμό. Ας δει σε τι συνθήκες καλούνται να ζήσουν οι άνθρωποι αυτοί που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την πατρίδα μας. οπως και οι δικοί μας ομογενείς έφευγαν τότε με προσκλήσεις για τους ηδονικούς παραδείσους.
Ελληνεπώνυμη κι εγώ, θυμάμαι ωστόσο το δημοτικό τραγούδι – «ο θάνατος, η ξενιτιά, η πίκρα κι η ορφάνια. Τα τέσσερα ζυγιάστηκαν, χειρότερα είν’ τα ξένα…
Θυμάμαι ακόμα και εκείνον, τον Ξένο της μεγάλης Εβδομάδας εκείνος που ως ξένος δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι –
δεν ξέρω πώς να ορίσω την ελληνικότητά μου, δεν ξέρω με τι να ταυτιστώ. Αναρρωτιέμαι. Σίγουρα ναι με τον Παπαδιαμάντη, σίγουρα ναι με εκείνον που δίνει καταφύγιο στον Ξένο. ¨Οχι με αυτόν που τον προσβάλλει θίγοντας τον πολιτισμό του και τη θρησκεία του -που μου είναι δύσκολο κι εμένα να καταλάβω και να τη φέρω βόλτα – όχι με εκείνον που τον προσβάλλει αφαιρώντας του την ιερή συνθήκη και κατάσταση του πρόσφυγα ή υποτιμώντας υβριστικά αυτήν την δύσκολη του μετανάστη.
Πόλυ Χατζημανωλάκη
Τρίτη 11 Νοεμβρίου