ΑΠΟΨΕΙΣΑΡΘΡΑ

Oι δύο «viral» ομιλίες στη νέα δημόσια σφαίρα

«Με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις…»

Κάποια στιγμή στο μέλλον, θα θυμόμαστε σίγουρα την προηγούμενη εβδομάδα. Κι ίσως επανερχόμαστε στις δύο ομιλίες που στάθηκαν, τόσο καθοριστικά, απέναντι η μια στην άλλη: την ομιλία του δημάρχου Θεσσαλονίκης, Γιάννη Μπουτάρη, την Ημέρα Μνήμης των Εβραίων Ηρώων και Μαρτύρων του Ολοκαυτώματος, και του Μίκη Θεοδωράκη, στο αθηναϊκό συλλαλητήριο για τη Μακεδονία.

Αξίζει να τις ακούσει κανείς, ξανά και ξανά, τη μια δίπλα στην άλλη. Είναι εύκολο άλλωστε, καθώς έγιναν και οι δύο «viral» στη νέα δημόσια σφαίρα που αναπαράγεται στο διαδίκτυο.

Αξίζει να επιμείνει στις μεταξύ τους διαφορές. Και δεν εννοώ τα προφανή – ότι ο Μπουτάρης ξεκινά μιλώντας για το λάθος «μας», ενώ για τον Θεοδωράκη λάθος έχουν μόνο και πάντα οι άλλοι. Ή το ότι ο πρώτος θύμισε τα δεινά (και τη μεταδοτική συνενοχή) που φέρνει ο φασισμός, ενώ ο δεύτερος δεν φάνηκε να πτοείται επευφημούμενος (και) από φασίστες. Εννοώ τα κάπως πιο δυσδιάκριτα.

Εννοώ την εικόνα του Μπουτάρη να μιλάει φορώντας έναν μαύρο εβραϊκό κιπά, διακινδυνευμένα, σκυμμένος, συντετριμμένος, ταπεινωμένος από το γεγονός ότι ο μόνος τρόπος να μιλήσεις επανορθωτικά για ιστορία σήμερα είναι ξεκινώντας από το πλέγμα της δικής σου αδικίας, ακόμα κι όταν αυτή υπήρξε δευτερεύουσα. Κι απ’ την άλλη ο Θεοδωράκης, να μιλάει με βεβαιότητα και οργή, «πατριωτικά, φλογερά και ασυμβίβαστα», όπως λέμε τσαμπουκαλεμένος, επαναλαμβάνοντας πόσο ο λαός «του» έχει πάντα το δίκιο με το μέρος του.

Δυο άνθρωποι μιλούν συναισθηματικά. Ομως ο πρώτος συναισθηματικοποιεί την έννοια της πολιτειότητας, του «συμπολίτη», και θεωρεί τραυματικό το πόσο κάποτε δεν γίνεται ισότιμα η μοιρασιά της: ιστορία, λαός, κοινότητα είναι για τον Μπουτάρη κατηγορίες ανθρώπινες, ακριβώς γιατί μπορεί ο άλλος να τις μοιραστεί.

Ο Θεοδωράκης, πάλι, συναισθηματικοποιεί την εθνικότητα και στη βάση της θεωρεί τις έννοιες «πατρίδα» και «λαός» κλειστές και σίγουρες, κάτι σαν περιούσιο, γενετικό και ιστορικό αποτύπωμα, που εξ ορισμού είναι περιουσία που δεν μοιράζεται. Η δική του είναι «μια πατρίδα που σέβεται και αγαπά όλες τις πατρίδες του κόσμου», αρκεί, βεβαίως, να μην μπερδεύονται στα πόδια της.

Κι εδώ η διαφορά είναι μεγάλη. Γιατί ο Μπουτάρης ζητά να καταλάβουμε το πώς η μνήμη, η μνημολογία, η ταυτότητα, ο τόπος και η γλώσσα είναι κατηγορίες δύσκολες, ακριβώς γιατί είναι αυτές που πάντα κάπως μοιραζόμαστε, σε αυτές συγκατοικούμε και πρέπει να αγωνιζόμαστε για να μη γίνεται η κοινοχρησία τους πεδίο ανταγωνισμού, αλλά λόγος βαθιάς ανθρώπινης περηφάνιας.

Ο Αγιος Δημήτρης, η εκκλησία της Θεσσαλονίκης ο περίβολος της οποίας στρώθηκε με τα μάρμαρα από το κατεστραμμένο εβραϊκό νεκροταφείο, είναι πια, λέει ο δήμαρχος, «το πραγματικό εβραϊκό μαυσωλείο της Θεσσαλονίκης, ο Αγιος Δημήτρης των νεκρών Εβραίων». Η γλώσσα εδώ, υπαινικτικά αλλά ριζοσπαστικά, έχει καταφέρει να κυνηγήσει το φάντασμα του ρατσισμού και του αποκλεισμού ακριβώς μέσα στο σπίτι του, και αυτό το φάντασμα προσπαθεί να ξορκίσει.

Ο Θεοδωράκης πάλι επιμένει στο πώς ο Ελληνας έχει μάθει «να σηκώνεται όρθιος ξανά» και στο ότι δεν πρέπει με τίποτα «να κατεβάσουμε τα παντελόνια μας» στον αντίπαλο. Και τον ενδιαφέρει να εξηγήσει όχι τι χρειάζεται για να μπορεί κανείς να μοιράζεται, αλλά με ποια λογική μπορεί κανείς να αποκλείει.

Μιλάει για νόθους και για πραγματικούς κληρονόμους, για γνήσιους και κάλπικους, αναφέρεται συνεχώς με υποτιμητικό επιτονισμό σε «Σκοπιανούς» (όρο που, ας το παραδεχτούμε, καταλήγει τόσο με βία εκφερμένος, που γίνεται σχεδόν ρατσιστικός). Η γλώσσα εδώ είναι φτιαγμένη να συντηρεί όχι μόνο το status quo, αλλά και να το φυσικοποιεί.

Για τον Μπουτάρη, ιστορική γνώση είναι ένα ατελές αρχείο που ιχνηλατείται και, αργά, αναγκεμένα, σκυμμένα, επανορθωτικά και σχεδόν κουβεντιαστά, πάντα θα συμπληρώνεται. Για τον Θεοδωράκη, Ιστορία είναι κατηγορία εθνομυθική και πλήρης, φωναχτερή και σίγουρη, με κόπιραϊτ και αποκλειστικότητα, φτιαγμένη, σε αιώνιο φαύλο κύκλο, να επιβεβαιώνει και να επιβεβαιώνεται.

Κάποια στιγμή, την προηγούμενη εβδομάδα, Μπουτάρης και Θεοδωράκης βγήκαν από το σπίτι τους. Και ανέβηκαν στο δημόσιο βήμα. Η στιγμή ήταν τόσο αποφασιστική διότι και οι δύο –άνθρωποι με καλή γνώση της ελληνικής δημόσιας ζωής– ήξεραν σε ποιον απευθύνονταν και αποφάσιζαν με ποιους θα συνομιλήσουν.

Απευθύνονταν σε ένα κοινό, και μετωνυμικά σε μια εθνική ταυτότητα, που έχουν τόσο βασιστεί στη μισαλλοδοξία, τον εξαιρετισμό, τη φαντασιακή εθνοαναδελφότητα, τη δομική εβραιοφοβία, τη δομική ομοφοβία και την κατά καιρούς εργαλειοποίηση εκδοχών ρατσισμού – συχνά με πασπαρτού το «αρχαίο πνεύμα αθάνατο», για να οριστεί ο ελληνισμός ως ανωτερότητα φυλετικού τύπου.

Η διαφορά των δύο αυτών ομιλιών ήταν στο πώς αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν στην πράξη τις σιγουριές του κοινού τους. Ο Θεοδωράκης θυμίζοντας πόσο εύκολα κάποιοι, από ανασφάλεια, αφέλεια, καιροσκοπισμό ή και όλα τούτα ταυτόχρονα, επιμένουν να τις κανακεύουνε, να τους χαμογελούν. Κι ο Μπουτάρης δείχνοντας πώς στην πράξη (και με την πράξη) αυτές ακριβώς τις σιγουριές κάποιοι επιμένουν να τις υπονομεύουν, σε αυτές τις σιγουριές κάποιοι επιλέγουν δημόσια να αντισταθούν.

* αναπληρωτής καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης

Πηγή: efsyn.gr

Παρόμοια Άρθρα

2 Σχόλια

  1. Ολόκληρο το άρθρο του Μανώλη Γλέζου:Για ακόμη μία φορά, το ελληνικό έθνος, ως κράτος, οδηγείται σε κρίσιμες και ιστορικές αποφάσεις, μέσα σε ένα πλαίσιο εκβιασμών. Εκβιασμό από το ΝΑΤΟ και τις ιδιοκτήτριες αυτού, τις ΗΠΑ.

    Οδηγείται σε αποφάσεις που έχουν ήδη ληφθεί, αν λάβουμε σοβαρά υπόψη τις δηλώσεις και τη συμπεριφορά του Μάθιου Νίμιτς.

    Και είναι για αυτούς άλλο ένα τρόπαιο να υποχρεώνουν μια κυβέρνηση, που αυτοπροσδιορίζεται ως αριστερή, να ακολουθήσει, δεχόμενη αυτές τις αποφάσεις για να μπορέσει να γίνει διεύρυνση ενός αμαρτωλού στρατιωτικού συνασπισμού σαν αυτόν του ΝΑΤΟ.

    Ομως, μια χώρα που έχει παραχωρήσει τα πάντα στους δανειστές της, ακόμα και την εθνική της ανεξαρτησία, δεν έχει και πολλά περιθώρια να αντιδράσει.

    Το μόνο από τα όπλα που της έχουν απομείνει είναι ένα αρραγές μέτωπο του λαού, που θα ορθώσει ενωμένος το ανάστημά του, μαζί με όλους τους φορείς που τον εκφράζουν, εκτός από τους νοσταλγούς του Χίτλερ.

    Οι χειρισμοί από την αρχή ήσαν ατυχείς. Αντί της άμεσης σύγκλησης ενός, διευρυμένου και από προσωπικότητες, συμβουλίου πολιτικών αρχηγών, ακολουθήθηκε μια μυστική διπλωματία με διαρροές.

    Αντί μιας ευρύτερης συναίνεσης, κυβέρνηση και αντιπολίτευση προσπάθησαν να καρπωθούν κομματικά οφέλη, όρισαν το δικό τους συμφέρον πάνω από τη Μακεδονία, πάνω από αυτό που οι ίδιοι αποκαλούν, και επαναλαμβάνουν σε κάθε ευκαιρία, εθνικό συμφέρον.

    Αντί για ενότητα, διχασμός, αντί για «παλλαϊκή εθνική έξαρση», παραληρήματα μίσους.

    Εζησα αρκετές φορές, μαζί με αυτόν τον λαό, αυτό που αποκαλούν «παλλαϊκό ξεσηκωμό». Το έπος του 1940, τη γερμανική εισβολή, τη μάχη της Κρήτης, τα μεγάλα γεγονότα της Κατοχής, την Απελευθέρωση, τη δεκαετία του 1960, μετά την πτώση της χούντας, αλλά και τη συνέχεια, τα γεγονότα τα οποία οδήγησαν σε νίκες αλλά και σε πικρές ήττες.

    Αυτό δυστυχώς δεν συμβαίνει σήμερα και υπάρχει εξήγηση. Η πλειοψηφία των πολιτών βλέπει τους κομματικούς σχηματισμούς να νοιάζονται, δυστυχώς, για το κομματικό και προσωπικό συμφέρον.
    Είναι αντιληπτό σε μεγάλη μερίδα πολιτών ότι το πάθος για την εξουσία είναι πάνω από ό,τι συμφέρει τη χώρα και τον λαό της.
    Κυβέρνηση και αντιπολίτευση συγκρούονται, αδιαφορώντας για τη Μακεδονία. Δεν καταλαβαίνουν ότι υπογράφουν γραμμάτια που δεν μπορούν να εξοφλήσουν.

    Δυστυχώς, οι κατακερματισμένες αριστερές δυνάμεις αδυνατούν προς το παρόν να παρέμβουν, να δείξουν τον υπεύθυνο αυτής της νέας κρίσης για το όνομα των γειτόνων, αναζητούν να υψώσουν λόγο που να ενώνει τον λαό.

    Η συμμετοχή του κόσμου στα δύο συλλαλητήρια ήταν μεγάλη, αλλά δεν αρκεί. Οι δυνάμεις που τον κάλεσαν έκρυψαν τον πραγματικό υπεύθυνο και προσπάθησαν να κατευθύνουν τη δίκαιη οργή του σε κατευθύνσεις που συνέφεραν αυτούς και όχι σε αυτό που θα βοηθήσει σε μια λύση αποδεκτή από τους πολίτες αυτής της χώρας.

    Πώς να τους εμπιστευθεί ξανά ο λαός, που έχει αλάθητο αισθητήριο. Προκύπτει άμεση ανάγκη να ξεκαθαρίσουν οι στόχοι ενός κινήματος που θα το αγκαλιάσει όλος ο λαός και που θα καταγγείλει τις δυνάμεις που σέρνουν την κυβέρνηση σε μια επώδυνη λύση.

    Δεν πρέπει να είμαστε αυτοί που απλώς θα κάνουμε πλάτες στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ παραχωρώντας ό,τι αυτό μας ζητήσει.

    Αν δεν το πετύχουμε, οι εξελίξεις θα είναι ραγδαίες και εις βάρος της χώρας μας.

    Πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι απέναντι στους γείτονες: ο κάθε λαός προσδιορίζεται από 1) τη γλώσσα του, 2) τα ήθη και τις κοινές παραδόσεις του, 3) τον τρόπο που θρησκεύεται, 4) τη θέλησή του να αποκτήσει εθνική ανεξαρτησία, 5) τη βούληση όλου του λαού και όχι ελαχίστων.

    Ενας λαός μπορεί να αυτοπροσδιορίζεται, χάνει όμως την επαφή με τη δική του ιστορία όταν ετεροπροσδιορίζεται. Βγάλτε λοιπόν από τον νου σας τη λέξη Μακεδονία με οποιαδήποτε μορφή και βάλτε αυτό που σας προσδιορίζει η ιστορία σας, η γλώσσα σας, τα ήθη και οι παραδόσεις σας, η θέληση για μια ειρηνική συνύπαρξη με όλους τους γείτονές σας, αυτό που εκφράζει το σύνολο του λαού σας και όχι μέρος αυτού.

  2. 1. Οτι υπήρξα μέλος της ΕΟΝ! Η ηλικία μου ήταν 11-13 ετών και η συμμετοχή σε αυτή την οργάνωση ήταν υποχρεωτική για όλους τους μαθητές της χώρας.

    2. Οτι έκανα δήλωση στη Μακρόνησο μαζί με τους 100.000 μάρτυρες αγωνιστές που υπέκυψαν στα πρωτοφανή βασανιστήρια. Εγώ, όμως, ήμουν από τους ελάχιστους που δεν υπέγραψαν και μάρτυς μου ο δολοφονηθείς αστυνόμος Μπάμπαλης που μου ζήτησε να υπογράψω στα 1964 επί πρωθυπουργίας Παπανδρέου! Με πρωτοβουλία του Βασίλη Βασιλικού και του Θεόδωρου Πάγκαλου οργανώθηκε σε θέατρο της περιοχής Πατησίων ογκώδης συγκέντρωση διαμαρτυρίας.

    3.Οτι είχα την ευθύνη και το θάρρος να αγνοήσω την πολιτική μου ιδιότητα και να προτείνω τη λύση Καραμανλή, δηλαδή τον πολιτικό μου αντίπαλο, θυσιάζοντας τον εαυτό μου για το καλό της πατρίδας μου. Αν και η Ιστορία με δικαίωσε, εξακολουθούν ορισμένοι φανατικοί ανεγκέφαλοι να αναφέρονται στην πρωτοβουλία μου αυτή μόνο και μόνο γιατί έχουν ανάγκη να μου ρίξουν με κάθε θυσία τη λάσπη που έχει γίνει ένα με τον εαυτό τους.

    4.Και τέλος, ο Μητσοτάκης! Με κατηγορούν ότι συνεργάστηκα με τον Μητσοτάκη σαν να ήταν ένας προδότης, ενώ είχε ψηφιστεί από το 48% των Ελλήνων ψηφοφόρων. Αλλωστε συνεργάστηκα μόνο εγώ; Γιατί δεν λένε λέξη για τον Φλωράκη και τον Κύρκο, το ΚΚΕ και τον ΣΥΡΙΖΑ εκείνης της εποχής;

    Τέλος, γιατί παριστάνουν ότι δεν κατανοούν την ειρωνεία και τον σαρκασμό μου στην εισαγωγή της ομιλίας μου για να στηλιτεύσω την παρουσία της Χρυσής Αυγής και λοιπών ακροδεξιών στοιχείων (που τελικά εξαφανίστηκαν και πνίγηκαν μέσα στη λαοθάλασσα και ανασύρθηκαν την επομένη στην επιφάνεια από τα κανάλια της ντροπής);

    Είναι τόσο ηλίθιοι ή τόσο αδίστακτοι και τρομοκρατημένοι οι εχθροί μου ώστε να ισχυρίζονται ότι με τις φράσεις “Αδέρφια μου φασίστες, ναζιστές, τραμπούκοι, τρομοκράτες” δήλωσα μπροστά στο Πανελλήνιο ότι είμαι… τραμπούκος και τρομοκράτης; Οσο για το “φασίστες” και “ναζιστές”, είναι αλήθεια ότι με πλήγωσαν ανεπανόρθωτα στα πέτρινα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου, τότε που διαφέντευαν τη μοίρα μας. Ομως τελικά εγώ βγήκα νικητής, με τελευταία ηρωική πράξη τη στιγμή που μπροστά σε ένα εκατομμύριο πατριώτες-δημοκράτες βρήκα την ευκαιρία να τους “φτύσω” μεγαλοπρεπώς, όπως έκανα σε όλη τη ζωή μου από τον καιρό που ξερνούσαν φωτιά και σίδερο μέχρι τώρα που βρίσκομαι στην κορυφή του Ολύμπου όπου με έχει ανεβάσει η αγάπη του λαού! Αυτά λοιπόν. Και με τις θερμές μου ευχαριστίες».

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button