ΔΥΤΙΚΗ ΑΘΗΝΑ

Ο Δημήτρης Βίτσας και η πολιτική υποεκπροσώπηση της Δυτικής Αθήνας

Χαϊδάρι Σήμερα Ο κ. Κοτζιάς, ο Στάλιν και η ελευθερία της έκφρασης 3

Γράφει
ο Τρύφωνας Δάρας
Να
το ξεκαθαρίσω από την αρχή, για να μην
παρεξηγηθεί η παρέμβασή μου αυτή. Δεν
προσχώρησα στον ΣΥΡΙΖΑ, δεν ψηφίζω
ΣΥΡΙΖΑ και θεωρώ ότι η αναβίωση του
αριστερόστροφου λαϊκισμού που πρεσβεύει,
πιστή αντιγραφή του λαϊκισμού του
πρώιμου ΠΑΣΟΚ, δεν έχει να προσφέρει
τίποτα θετικό για τη χώρα, αντίθετα
μπορεί να την βάλει σε περιπέτειες. Για
όποιον τυχόν αναρωτιέται για την επιλογή
της ταπεινότητάς μου λέω ότι παραμένω
στο ΠΑΣΟΚ ως διαχρονικού και ιστορικού
εκφραστή της δημοκρατικής παράταξης
με την ελπίδα ότι μετά τις εκλογές η
κοινωνική πλειοψηφία της κεντροαριστεράς
θα βρει το δρόμο να καταστεί και πάλι
πολιτική πλειοψηφία. Είμαι δε βέβαιος
ότι θα φροντίσει και ο ΣΥΡΙΖΑ γι αυτό.
Αλλά
το θέμα της παρέμβασης αυτής είναι άλλο.
Είναι το ζήτημα της πολιτικής
υποεκπροσώπησης της Δυτικής Αθήνας ή
σωστότερα της σχεδόν πλήρους απουσίας
της σε επίπεδο στελεχών, από τα πολιτικά
και οικονομικά κέντρα αποφάσεων το
οποίο έχουμε συζητήσει πολλές φορές το
παρελθόν χωρίς να βρούμε λύση.
Με την προϊούσα
και έντονη απαξίωση της πολιτικής (και
των πολιτικών) που ζούμε τα τελευταία
χρόνια, κοντεύουμε να ξεχάσουμε ότι το
βασικότερο και πρωτογενές καθήκον του
βουλευτή είναι η εκπροσώπηση του λαού
μιας προσδιορισμένης γεωγραφικής
περιοχής, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Σιγά την είδηση,
θα μου πείτε. Κι όμως αυτή η αυτονόητη
αρχή δεν έχει αυθεντική εφαρμογή στη
Δυτική Αθήνα και οπωσδήποτε όχι στην
πόλη μας το Χαϊδάρι και μάλιστα
διαχρονικά.
Τυπικά βέβαια
τέτοιο ζήτημα δεν υφίσταται, αφού το
Χαϊδάρι και η Δυτ. Αθήνα είναι τμήμα
της Β’ Αθηνών, που -δόξα τω Θεώ- διαθέτει
44 -ζωή να ΄χουν- βουλευτές. Όμως αυτό
ακριβώς είναι και το πρόβλημα. Αυτή η
περιφέρεια – τέρας, που θεωρητικά
υπερεκπροσωπείται στη Βουλή, στην πράξη
καταλήγει να μην εκπροσωπείται καθόλου
και οι βουλευτές της να μην αισθάνονται
καν ότι έχουν γεωγραφικά εντοπισμένο
καθήκον εκπροσώπησης αφού είναι πολιτικά,
πρακτικά και λογικά εντελώς αδύνατον
ο ίδιος άνθρωπος να εκπροσωπεί ταυτόχρονα
αντιδιαμετρικά και αντιτιθέμενα
συμφέροντα.
Το έχω ξαναπεί και
το έχω ξαναγράψει ότι η κατάσταση αυτή
είναι δυστυχώς απαράδεκτη και
αποκαρδιωτική. Η μεγαλύτερη, πολυπληθέστερη
και με τον υψηλότερο δείκτη προβληματικότητας
περιοχή του Λεκανοπεδίου δεν έχει
ουσιαστικά «φωνή» και εκπρόσωπο ούτε
στο Υπουργικό Συμβούλιο ούτε στη Βουλή ούτε στα ανώτατα όργανα των κομμάτων
(με την τιμητική και ελπιδοφόρα εξαίρεση
του Δ. Βίτσα στον ΣΥΝ) ούτε στις διοικήσεις
μεγάλων οργανισμών κλπ., ούτε καν σε
κάποιο υψηλό επίπεδο της κρατικής
γραφειοκρατίας. Άντε μέχρι τμηματάρχη
Υπουργείου φτάνουμε. Κι αυτός μόλις
προαχθεί σε διευθυντή μετακομίζει στα
βόρεια ή τα νοτιοανατολικά προάστια.
Δεν ξέρω αν αυτή
η κατάσταση είναι αποτέλεσμα ή ενδεχομένως
και αίτιο (στο βαθμό που τη συντηρεί και
την αναπαράγει) της υποβάθμισης της
Δυτικής Αθήνας, όμως το αποτέλεσμα δεν
αλλάζει.
Αν δεχθούμε ότι
το πολίτευμά μας κατοχυρώνει το ρόλο
του βουλευτή ως κατ’ αρχήν εκπροσώπου
των κατοίκων μιας γεωγραφικά προσδιορισμένης
περιοχής, τα συμφέροντα των οποίων
προωθεί και υπερασπίζεται, τότε προκύπτει
αυτόματα η μεγάλη θεσμική και πολιτική
αναπηρία της περιοχής μας. Και ταυτόχρονα
το πολιτικό παράδοξο η περιοχή με τα
περισσότερα προβλήματα να είναι η
μόνη
που δεν
έχει εκπρόσωπο να τα αναδείξει και να
αγωνιστεί για την επίλυσή τους! Και
φτάνουμε στο σημείο νομοί με πληθυσμό
μικρότερο του Περιστερίου να έχουν
τέσσερις και πέντε βουλευτές και η
Δυτ. Αθήνα του ενός εκατομμυρίου πολιτών
να μην εκπροσωπείται καν στη Βουλή!
Ποιος ευθύνεται
γι’ αυτή την κατάσταση; Τόσο τα κομματικά
επιτελεία όσο και εμείς οι πολίτες. Τα
κόμματα (και μιλώ εδώ για την εμπειρία
μου από το ΠΑΣΟΚ) γιατί όταν συγκροτούν
τα ψηφοδέλτιά τους όχι μόνο δεν φροντίζουν
να περιλάβουν ισχυρά και επώνυμα στελέχη
από τη Δυτ. Αθήνα (υπάρχουν, μην αμφιβάλλετε), αλλά αντιθέτως υποκύπτουν εύκολα στο
«βέτο» διαφόρων μεγαλόσχημων “βαρόνων”, που απομυζούν εκλογικά, δεκαετίες τώρα
την περιοχή. Στο ΠΑΣΟΚ η πρακτική αυτή
αποτελούσε θεσμό!
Εξαιρέσεις ασφαλώς
υπήρξαν κατά το παρελθόν και μάλιστα
αξιολογότατες. Κορυφαία ο Κυριάκος
Ντηνιακός, που δυό φορές έφτασε κοντά
στην εκλογή χωρίς να τα καταφέρει για
λίγες εκατοντάδες ψήφους. Έζησα από
πολύ κοντά και τις δύο προσπάθειες του
Κ. Ντηνιακού το 1981 και το 1993 και θυμάμαι
την ευρύτερη αποδοχή, τους λόγους
ενθάρρυνσης, τις υποσχέσεις υποστήριξης
πολλών επωνύμων και μη από την περιοχή, που όμως είτε δεν ήταν ειλικρινείς είτε
δεν ήταν αρκετές.
Και εδώ είναι οι
ευθύνες ημών των πολιτών – ψηφοφόρων.
Που ακόμη κι όταν υπάρχουν στο ψηφοδέλτιο
του κόμματος που θα ψηφίσουμε ισχυρά,
ικανά και προβεβλημένα στελέχη από την
περιοχή, δύσκολα τους δίνουμε την ψήφο
και την υποστήριξή μας. Σε μια εκλογική
περιφέρεια μάλιστα με τέσσερις σταυρούς
προτίμησης η πρακτική αυτή αγγίζει τα
όρια της πολιτικής αυτοχειρίας !
Φυσικά γνωρίζω
ότι απαιτείται θεσμική λύση του
προβλήματος, είτε με το “σπάσιμο” της
αχανούς Β’ Αθηνών σε επιμέρους
περιφέρειες, οπότε θα έχουμε τη δική
μας περιφέρεια στη Δυτ. Αθήνα (χωρίς
υποχρεωτικά να έχουμε και τοπικούς
βουλευτές, αφού είμαστε ικανοί και τότε
να ψηφίζουμε Χαλανδριώτες και Γλυφαδιώτες)
είτε με το νέο εκλογικό σύστημα –
παραλλαγή του γερμανικού μοντέλου, που
εισηγήθηκε ο μόνος ρηξικέλευθος υπουργός
της κυβέρνησης Παπανδρέου, ο Γ. Ραγκούσης
και που είναι μακράν το καλύτερο και
αυτό που εγγυάται αυθεντική εκπροσώπηση
όχι μόνο γενικά της Δυτ. Αθήνας, αλλά και
επιμέρους Δήμων της περιοχής, αλλά που
το έφαγε η “μαρμάγκα” των εκλογικών
σκοπιμοτήτων.
Όμως μέχρι τότε
ας μην μείνουμε αδρανείς. Ειδικά όσοι
προτιμήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ σ’ αυτές τις
εκλογές, έχουν μια ιστορική ευκαιρία
επανόρθωσης και διόρθωσης της “ανορθογραφίας”, γιατί αυτή τη φορά η
εκπροσώπηση της Δυτ. Αθήνας στο ψηφοδέλτιο
του βασικού διεκδικητή της εξουσίας
δεν είναι τυπική ούτε για “τα μάτια του
κόσμου”. Ο Δημήτρης
Βίτσας
, ο
Γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ, είναι αυτή τη
στιγμή ίσως ο μοναδικός άνθρωπος στη
Δυτ. Αθήνα που ενσαρκώνει και εκφράζει
στο μέγιστο δυνατό βαθμό τις προϋποθέσεις
μιας δυναμικής και επιτυχούς εκπροσώπησης
της περιοχής στο Κοινοβούλιο και
γενικότερα στα κέντρα λήψης αποφάσεων.
Πρώτον, διότι είναι
γέννημα – θρέμμα της περιοχής, την οποία ελπίζω ότι δεν θα εγκαταλείψει
ποτέ. Εμείς που μεγαλώσαμε μαζί του,
πάντοτε σε αντίπαλα πολιτικά και
ιδεολογικά στρατόπεδα, γνωρίζουμε και
εκτιμούμε ιδιαίτερα αυτό το “προσόν”.
Δεύτερον, διότι
γνωρίζει όχι θεωρητικά, αλλά και στην
πράξη, τόσο τα προβλήματα της πόλης μας
(ήδη από την εποχή του αείμνηστου Δημάρχου
Δημ. Σκαμπά, του οποίου υπήρξε στενός
συνεργάτης) όσο και τις προοπτικές
ανάπτυξης όλης της Δυτ. Αθήνας.
Τρίτον, διότι έχει
στέρεη θεωρητική κατάρτιση, προσόν που
επιτρέψτε μου να θεωρώ προσωπικά όχι
μόνο δυσεύρετο, αλλά και απολύτως αναγκαίο
σε μια εποχή πολυπλοκότητας, σύγχυσης
ως προς τις προτεραιότητες και ύπαρξης
πολλαπλών επιλογών.
Τέταρτον και
κυριότερον, διότι βρίσκεται κοντά στα
κέντρα λήψης αποφάσεων που λέγαμε. Δεν
θα είναι, εφόσον εκλεγεί, ένας τυχαίος
βουλευτής, αλλά λόγω της άμεσης και
στενής σχέσης του με το επιτελείο του
Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ και προσωπικά με
τον ίδιο, είναι βέβαιο ότι θα μπορέσει
στον ένα ή τον άλλο βαθμό να επηρεάσει
καταστάσεις προς το συμφέρον της
περιοχής. Ελπίζω ότι θα το κάνει, αντιλαμβανόμενος τη διαφορά του ζητήματος
αυτού από παλαιοκομματικές πρακτικές.
Τέλος, αφού επαναλάβω
προς αποφυγήν παρεξηγήσεων ότι με τον
Μήτσο είμαστε από παιδιά και εξακολουθούμε
να είμαστε σε αντίπαλους πολιτικούς
χώρους, επιτρέψτε μου να καταθέσω και
την βαθιά προσωπική μου εκτίμηση προς
το πρόσωπό του. Ομολογώ δε, είχα την
ευκαιρία να το πω και στον ίδιο, ότι
συγκινήθηκα όταν παρακολουθώντας για
επαγγελματικούς λόγους ως δημοσιογράφος
το τελευταίο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, είδα
έναν παιδικό φίλο και συντοπίτη να “ανοίγει” ως Γραμματέας την κορυφαία
διαδικασία ενός μεγάλου πλέον κόμματος
εξουσίας.

Οι ψηφοφόροι του
ΣΥΡΙΖΑ στο Χαϊδάρι έχουν νομίζω μια
καλή επιλογή.

Παρόμοια Άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button