ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Η Αλέξαινα και η Νικόλ

«Το όνομα της συζύγου σας παρακαλώ;» λέει ο ειρηνοδίκης, απευθυνόμενος στον μεσήλικα, άνδρα με το σκληρό κουρασμένο ηλιοκαμένο πρόσωπο, τα ροζιασμένα χέρια και τα ντρίλινα παλιοκαιρισμένα ρούχα.

Σάστισε, ξαφνιάστηκε, χλόμιασε ο άνδρας και αργοπορημένα απάντησε σιγανά:

«Α λ έ ξ α ι ν α ».

-Αυτό είναι το βαπτιστικό της όνομα; – τον ξαναρωτάει ο δικαστής

–Όχι, όχι, αλλιώς τη λένε – αποκρίθηκε σχεδόν ψιθυριστά ο άνδρας, με τα μάτια κατεβασμένα, κατακόκκινος από ντροπή και, βασανιστικά, έστυβε το μυαλό του, να θυμηθεί τ’ όνομα της γυναίκας του.

Ο άνδρας,- ήταν ο μπάρμπα Αλέξης, γεωργός και κτηνοτρόφος- απ’ ένα ορεινό χωριό του Ξηρομέρου, κι ήταν κατηγορούμενος, στο Ειρηνοδικείο Αστακού -εκεί γύρω στα 1970- για αγροζημία.

Τούς ξέφυγαν τα κατσίκια, μπήκαν στα αμπέλια του Σκαρλάτου και δεν άφησαν κλήμα και κληματόβεργα.

Μεγάλη ζημιά έπαθε ο άνθρωπος.

Δεν βρήκε τσαμπί, για να τρυγήσει.

Τον μήνυσε ο αγροφύλακας και τώρα, πέρα απ’ την αποζημίωση. που δίκαια πρέπει να πληρώσει, περιμένει με αγωνία και την ποινή της αδικοπραξίας, που θα του επιβάλει το δικαστήριο.

Να όμως που του ’μελλαν τα χειρότερα, δεν θυμόταν το όνομα της γυναίκας του!

Αν είναι ποτέ δυνατόν!

Να ανοίξει η γη και να τον καταπιεί!

Πάνω από είκοσι χρόνια παντρεμένοι, όλοι την έλεγαν… Αλέξαινα..( το θηλυκό του δικού του ονόματος).

Εκείνος πάντα την φώναζε “Γυναίκα” ή “Αλέξαινα” και τα παιδιά την φώναζαν “Μάνα”!

Ποτέ και κανείς, δεν την φώναζε αλλιώς.

Κι ήταν άξια, εργατική, αξιοπρεπής γυναίκα. Εκείνη κρατούσε γερά και σταθερά το τιμόνι της οικογένειας, καθαρή μητριαρχία κι εκείνος την σεβόταν, την εκτιμούσε και αναγνώριζε τις θυσίες και την προκοπή της.

Όλες οι γυναίκες στα μέρη εκείνα, ετεροπροσδιορίζονταν -σπάνιες οι εξαιρέσεις- και εκτός από το επώνυμο, τούς άλλαζαν και τ’ όνομά τους, δίνοντάς τους, αυτό του άνδρα τους:

Θοδωράκαινα, Γιάνναινα, Σπύραινα, Κώσταινα…

Αυτός ήταν ο κλειστός κόσμος τους, οι άγραφοι νόμοι, οι νοοτροπίες, οι πρακτικές κι’ οι κοινωνικές παραδοχές.

Η κάθε Αλέξαινα, σε πέτρινες εποχές, είχε άλλες έγνοιες, προτεραιότητες, ανάγκες κι επιθυμίες…

Με έξι παιδιά, καπνά, σιτάρια, γιδοπρόβατα, σπίτι…

Το τελευταίο που την ένοιαζε ήταν τ΄ όνομά της.

Νάχει η οικογένεια πρώτα -πρώτα υγεία και φαί κι όλα τ’ άλλα, ας καρτεράνε.

Με σταματημένο το μυαλό του, αγχωμένος και ντροπιασμένος , μπροστά στον δικαστή και στο ακροατήριο, γυρίζει προς τα πίσω, εκεί που καθόταν ο μικρός του γιός και τον ρωτάει:

-Ορέ Νίκο, πως λέν καλό μ’ τ’ μάνα’ς;

– Αφροδίτη’ πατέρα – τού απάντησε το παιδί!

– Αφροδίτη! Τόσο ωραίο όνομα!- μουρμούρισε ο δικαστής..

κι ο μπάρμπα Αλέξης ένιωσε μια μαχαιριά μες την καρδιά.

Έγινε η δίκη, πλήρωσε τα δίκαια και σωστά ο κυρ Αλέξης και τ’ απόβραδο, πατέρας και γιός έφτασαν καβάλα στ’ άλογα τους, στο σπίτι, στο χωριό τους.

Έκπληκτη η κυρ Αλέξαινα, άκουσε πρώτη φορά τ’ όνομά της και να της λέει γλυκά – μπορεί κι ενοχικά-… ούλα καλά Αφροδίτη μ’! Ούλα καλά.

Έκτοτε… μόνο το όνομά της ,Αφροδίτη! είχε στα χείλη του.

-Κείμενο: Stamos Galounis(Το σημαντικό αυτό κείμενο έχει δημοσιευτεί στα “Χωριά Φωκίδας”)

-54 χρόνια μετά για κάποιους “αρθρογράφους” , εξακολουθεί η γυναίκα να αναφέρεται ως “απόκτημα, συμπλήρωμα”του “αρσενικού.

Αμ δε…

Η Νικόλ Ελευθεριάδου είναι μέλος της εθνικής ομαδας υδατοσφαίρισης,είναι αυτή που έβαλε το γκολ σε νεκρό χρόνο στον ημιτελικό του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος απέναντι στην Ιταλία και πήραν το χάλκινο μετάλλιο.

Και είναι και γυναικάρα…

Και “το αγόρι της” 😉(ο Βεζενκωφ) παίζει στο NBA.

Και έλεος πια…

Καλημέρα στις Αλεξαινες,στις Φραγκογιαννουδες…στις Χαδουλες, στις Αφροδίτες …

Ούλα καλά, κορίτσια 🌷

Γράφει ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΑΜΠΟΓΛΟΥ🙏

Παρόμοια Άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to top button